«Νομίζουν ότι δεν έχω αντιληφθεί αυτό που σιγά σιγά βλασταίνει στον κόσμο απ’ άκρη σ’άκρη. Νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνω τον σκοπό των ερωτήσεών τους, πώς κρύβεται στις φωνές τους κάθε φορά που θα πω κάτι αόριστο, κάτι ανόητο, κάτι που δεν μας βγάζει πουθενά. Κάθε φορά που δείχνω να μην θυμάμαι κάτι που, κατά τη γνώμη τους, όφειλα να θυμάμαι. Είναι τόσο εγκλωβισμένοι στις απύθμενες, στις ακόρεστες ανάγκες τους, τους έχουν σε τόσο βαθμό στομώσει τα κατάλοιπα του τρόπου που όλοι μας νιώσαμε τότε, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι θυμάμαι τα πάντα. Η μνήμη κατέχει μέσα μου τόσο χώρο όσο το αίμα και τα κόκαλα».
Καλλιρρόη Παρούση
«Ο δίσκος τελειώνει, η αυτόματη κεφαλή σηκώνεται, ο βραχίονας επιστρέφει στη βάση του. Ο μπάρμαν πάει στο πικάπ για να αλλάξει δίσκο. Τον παίρνει με αργές κινήσεις και τον βάζει στη θήκη του. Διαλέγει έναν άλλο, ελέγχει την επιφάνεια στο φως και τον τοποθετεί στο πλατό. Πατάει το κουμπί, η βελόνα κατεβαίνει στις αυλακώσεις. Ήχος ελαφρού γρατσουνίσματος. Ακούγεται το sophisticated lady του Ντιουκ Έλινγκτον. Το νωχελικό σόλο μπάσο κλαρινέτο του Χάρι Κάρνει. Οι άνετες κινήσεις του μπάρμαν προσδίνουν στο χώρο μια ιδιαίτερη ροή του χρόνου».
Σαν σήμερα, πριν από 17 χρόνια απεβίωσε ο μεγάλος αμερικάνος ποιητής της Μπιτ γενιάς, Άλεν Γκίνσμπεργκ.
«Όνειρα; Μακάρι να ‘ταν! Όμως, γιατρέ, δεν τα χρειάζομαι τα όνειρα, και γι΄αυτό δεν βλέπω συχνά-στη θέση τους, έχω αυτή τη ζωή! Μ ’εμένα όλα γίνονται στο άπλετο φως! Το δυσανάλογο και το μελοδραματικό είναι ο άρτος μου ο επιούσιος! Τις συμπτώσεις των ονείρων, τα σύμβολα, τις τρομακτικά γελοίες καταστάσεις, τις αλλόκοτα δυσοίωνες κοινοτοπίες, τα ατυχήματα και την ταπείνωση, τα περιέργως δίκαια κρούσματα της τύχης ή της ατυχίας, όλα αυτά που οι άλλοι άνθρωποι τα βιώνουν με τα μάτια τους κλειστά, εγώ τα δέχομαι με τα δικά μου ορθάνοιχτα!»
«Όλα ήταν τόσο εύθραυστα, τόσο μεταβατικά. Έπρεπε να γράψει τουλάχιστον για να διατηρήσει στον χρόνο κάτι το περαστικό. Έναν έρωτα ίσως. Αλεξάνδρα, σκέφτηκε. Και Χεορχίνα. Όμως θα μπορούσε να γράψει για όλα αυτά; Πώς; αχ, πόσο δυσπρόσιτα ήταν όλα αυτά, πόσο απελπιστικά εύθραυστα!»
«Εδώ και λίγο καιρό ο Ακάκι Ακάκιεβιτς μάταια διέσχιζε τρέχοντας τη μοιραία απόσταση. Ένιωθε να τον περονιάζει το ψύχος και ιδιαίτερα στην πλάτη και στους ώμους. Κατέληξε να αναρωτηθεί μήπως τυχόν έφταιγε το παλτό του. Το εξέτασε στο σπίτι του σχολαστικά και ανακάλυψε πως σε δύο ή τρία σημεία, ακριβώς στην πλάτη και στους ώμους, το ύφασμα είχε πάρει τη διαφάνεια της γάζας και πως η φόδρα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Πρέπει να ξέρουμε πως το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς τροφοδοτούσε και αυτό τα σαρκαστικά αστεία του γραφείου του, του είχαν μάλιστα αφαιρέσει την ευγενική ονομασία του παλτού και το αποκαλούσαν περιφρονητικά πατατούκα».
«Είμαι ευγνώμων που αφήνω γι’άλλη μια φορά τα πάντα κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή- όπως έχω κάνει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. Αν κοιτάξω πίσω μου, βλέπω έναν στρατιώτη, έναν δολοφόνο, έναν παρά τρίχα δολοφονημένο, έναν αναστημένο, έναν φυλακισμένο, έναν περιπλανώμενο».
«Τώρα που έγραψα πολλές λέξεις ομολόγησα τόσους έρωτες, για τόσους πολλούς, και υπήρξα ολότελα αυτό που ήδη ήμουν- μια γυναίκα των καταχρήσεων, της φλόγας και της απληστίας βρίσκω την προσπάθεια ανώφελη. Άραγε δεν κοιτάζω στον καθρέφτη, αυτές τις μέρες, δεν βλέπω μια μέθυσο αρουραίο να αποστρέφει τα μάτια της;»
«Οι μέρες έφευγαν, αλλά ο χρόνος είχε συρρικνωθεί σε μια αλλόκοτη μάζα επαναλαμβανόμενων κινήσεων. Σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, περιφερόμασταν από γειτονιά σε γειτονιά, ή ακόμα και μέσα στα σπίτια μας, γνωρίζοντας ενδόμυχα ότι δεν υπήρχε πλέον τίποτα να ειπωθεί και τίποτα να περιμένουμε, εκτός από το ποιος από όλους μας θα ήταν το επόμενο θύμα.