Η χαρά μου για την απονομή του Χρυσού Αλέξανδρου στο “Rams”, η συμμετοχή μου σε ένα έξαλλο πάρτι, η μεγαλύτερη βλακεία που έχω κάνει μέσα σε όλα τα χρόνια που πηγαίνω στο φεστιβάλ και ατέλειωτο στριμωξίδι είναι λίγα από τα πράγματα που καταγράφηκαν σε αυτό το ημερολόγιο που έφτασε στο τέλος του… «Εδώ, όχι στο Χόλυγουντ!».
Κατερίνα Ασημακοπούλου
Προς τον όμορφο χίπστερ της διαφήμισης της Fischer, που βλέπουμε πριν από κάθε σχεδόν προβολή: “It’s not the taste. It’s the invitations”. Παρόλο που ο ήλιος έχει ξεχαστεί και νομίζει ότι είναι Ιούλιος, οι φεστιβαλιστές γεμίζουν ακάθεκτοι τις αίθουσες και τις μεσημεριανές ώρες. Το μόνο πράγμα που είναι πιο ωραίο από τη φεστιβαλική ατμόσφαιρα τις τελευταίες μέρες στη Θεσσαλονίκη είναι τα ηλιοβασιλέματα… Και καθώς το φεστιβάλ μπαίνει πια στην τελική του ευθεία, το γαλάζιο μου ημερολόγιο γεμίζει καθημερινά με ταινίες, σκέψεις και συμβάντα.
Δεν μπορείς να δεις όλες τις ταινίες. Κι αυτό είναι εντάξει.
Ακόμα μία λεμονάδα!
«Αχ, Χριστέ μου, είμαι νευρωτικός…» Το είπε ψιθυριστά κι έπειτα χαμογέλασε, αναγνωρίζοντας πόσο ανελέητος ήταν με τον εαυτό του. Γιατί η στάση του δεν είχε να κάνει με νεύρωση, αλλά με ένα τρομακτικό κράμα ντροπαλότητας και ανασφαλειών που συσσωρεύονταν επί σαράντα εφτά χρόνια.
Ζοφερό και αστείο, σκληρό και γλυκό, βαρύ και ευκίνητο: αυτό είναι το μάτι του ψαριού της Λένας Κιτσοπούλου.
«Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά μόνο με τον τρόπο που καίει ο πάγος».
Ένα παραμύθι της Εύας Ιεροπούλου.
Υπήρχε μία έντονη μυρωδιά κλεισούρας και ιδρώτα, την αίσθηση της οποίας μοιράζονταν γύρω στα είκοσι άτομα, κάποια καθισμένα, κάποια όρθια. Μερικοί είχαν το βλέμμα τους μόνιμα ριγμένο κάτω με πρόθεση να το σηκώσουν μονάχα όταν θα έφταναν στη στάση τους. Άλλοι μιλούσαν στο κινητό τους ή έστελναν μηνύματα, άλλοι άκουγαν μουσική από το κινητό τους, μια κυρία τακτοποιούσε τις σακούλες που είχε μπροστά στα πόδια της. Ένα άντρας, που έμοιαζε λίγο κάτω από τα τριάντα αλλά ίσως ήταν και λίγο πάνω από τα είκοσι, κοιτούσε επίμονα τα χέρια της κοπέλας απέναντι του. Λευκά χέρια, όμορφα σχηματισμένα δάχτυλα, περιποιημένα νύχια. Τα χάζευε ενώ χάιδευαν αργά ένα τετράδιο που είχε πάνω στην αγκαλιά της. Δε σήκωσε καθόλου το κεφάλι του προς τα πάνω, έτσι ώστε μετά από λίγη ώρα τα χέρια απέκτησαν μία ύπαρξη αυτόνομη, δεν ανήκαν σε κανέναν, παρά μόνο στο τετράδιο που χάιδευαν.
«Αγαπητή Έρση, σου γράφω επειδή δεν υπάρχει πια μουσική, σε φιλώ, Ρέα»