Μόλις πριν από δύο εβδομάδες, λέγαμε από αυτή τη σελίδα ότι μερικά από τα καλύτερα επεισόδια του GoT, συμβαίνουν πριν τις μεγάλες μάχες. Η αδημονία, η αγωνία για το αν θα πεθάνουν σημαντικοί και αγαπημένοι χαρακτήρες, και οι αναμέτρηση αυτών των χαρακτήρων με την ιδέα του θανάτου και της ήττας, που βαραίνει τους ίδιους αλλά και όλους τους αγαπημένους τους κορυφώνονται. Tο τέταρτο επεισόδιο της 8ης σεζόν είναι κάθε άλλο παρά συνεπέστατο σε αυτή την παράδοση, αποδεικνύεται σαφώς πιο σκοτεινό, βαρύ και δυσάρεστο από το υπέροχο sitcom που αποτελούσε το δεύτερο επεισόδιο, χωρίς ωστόσο σε καμία περίπτωση να είναι κακό, διαθέτοντας αναμφισβήτητα αρκετές αρετές. Ακολουθούν Spoilers.
Κωνσταντίνος Καντόγλου
Ένα από τα δυνατότερα στοιχεία του “Game Of Thrones”, από την εποχή που ξεκίνησε ακόμα, ήταν ότι ήξερε πώς να προετοιμάζει το έδαφος για γεγονότα επικής κλίμακας. Πώς να χτίζει την ένταση, να βάζει τους χαρακτήρες αντιμέτωπους τον έναν με τον άλλο, αλλά και όλους μαζί αντιμέτωπους με το αναπόφευκτο (;) του θανάτου. Πολλές φορές, τα επεισόδια που προηγούνται μιας μεγάλης μάχης είναι πιο απολαυστικά από την ίδια τη μάχη, πιο γεμάτα, πιο ουσιαστικά, πιο πυκνά στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, σε στιγμές συγκίνησης. Και το δεύτερο επεισόδιο της τελευταίας σεζόν, αποτελεί την πανηγυρική επιβεβαίωση αυτού του κανόνα. Ακολουθούν Spoilers.
Την Δευτέρα που μας πέρασε, το σημαντικότερο πολιτιστικό τηλεοπτικό φαινόμενο της δεκαετίας επέστρεψε. Ο λόγος για το “Game Of Thrones”, τη σημαντικότερη τηλεοπτική σειράς της γενιάς μας, και την πλέον πιο επιτυχημένη, σύμφωνα με τα νούμερα του HBO, όλων των εποχών. Το “Game of Thrones” (Got για συντομία) μπήκε αισίως στην τελευταία σεζόν του, που θα αποτελείται από 6 επεισόδια, διάρκειας από 54 έως και 80 λεπτά.
Για 10 μέρες η Θεσσαλονίκη γέμισε με ταινίες, με κόσμο, με πάρτυ, με πολιτισμό. Για 10 μέρες μια ολόκληρη πόλη κινούνταν στους ρυθμούς ενός Φεστιβάλ που φαίνεται πως, χρόνο με το χρόνο και διοργάνωση με τη διοργάνωση, διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο κομμάτι δημόσιου πολιτισμικού χώρου. Που πλέον φαίνεται πως δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το «μεγάλο αδελφάκι του», το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, αφού φέτος ξεπέρασε τον εαυτό του και τις προσδοκίες μας τόσο στην προσέλευση του κόσμου όσο και στην πληρότητα του προγράμματος.
Τι είναι αυτό που με τόση σιγουριά ονομάζουμε «νορμάλ»; Τι μπορεί να κατατάξει κάποιον σε αυτή την κατηγορία, η να του προσδώσει τον αντίστροφο αφοριστικό χαρακτηρισμό; Είναι νορμάλ μόνο να παίζουν τα κορίτσια με κούκλες και τα αγόρια με μηχανές; Οι άντρες να στήνονται μπροστά σε λάγνα σόου από γυναίκες performers και οι γυναίκες να ασχολούνται αποκλειστικά με το τρίπτυχο σπίτι-κρεβάτι-παιδί μέχρι τα βαθιά γεράματα;
Εδώ και μερικές μέρες, μια ολόκληρη πόλη κινείται στους ρυθμούς ενός φεστιβάλ που φέτος μοιάζει πιο αποφασισμένο από ποτέ να την γεμίσει με την πολύχρωμη παρουσία του. Φτάνοντας στην 21η διοργάνωση του, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έχει πλέον ενηλικιωθεί για τα καλά, και έχει καθιερωθεί ως ένα ιδιαιτέρως σημαίνον πολιτιστικό γεγονός στις συνειδήσεις όλων των σινεφίλ της πόλης, και όχι μόνο.
Οι ιστορίες και τα τραύματα οικογενειών της Μοσούλης μετά το πέρασμα του ISIS, βρίσκονται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi, που βρέθηκαν στο Ιράκ και κατέγραψαν μερικές από τις πιο φρικιαστικές στιγμές ενός τραγικού πολέμου. Μια ταινία μέρος του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που πραγματεύεται ένα μνημειωδώς δύσκολο ζήτημα, αλλά στέκεται αξιοθαύμαστα στο ύψος του.
Ανατρεπτικοί δημιουργοί, πρωτότυπα αφιερώματα, 178 ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους και 49 μικρού μήκους από όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και 50 μεγάλου μήκους και 31 μικρού μήκους ελληνικές παραγωγές, η Αγορά Ντοκιμαντέρ και μια σειρά από ξεχωριστές παράλληλες εκδηλώσεις. Αυτές και πολλές άλλες κινηματογραφικές εκπλήξεις μας περιμένουν στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που γιορτάζει για άλλη μια χρονιά τη συναρπαστική τέχνη του ντοκιμαντέρ. Ένα φεστιβάλ που μπαίνει αισίως πλέον στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και την δημοτικότητά του να αυξάνεται κάθε χρονιά.
Έχουν περάσει 41 ολόκληρα χρόνια από τη στιγμή που το “Suspiria” του Dario Argento άφησε μια για πάντα το στίγμα του στις ταινίες τρόμου, αποτελώντας την κορωνίδα του κινηματογραφικού είδους του giallo, και παράλληλα έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του. Εκ των πραγμάτων, ο Luca Guandanino, αποφασίζοντας να γράψει και να σκηνοθετήσει το remake μιας τόσο εμβληματικής ταινίας, γνώριζε τους κινδύνους και τις δυσκολίες που ελλοχεύουν, όταν καλείσαι να αναμετρηθείς με ένα έργο τέχνης με χιλιάδες φανατικούς πιστούς. Ίσως για αυτό η προσέγγισή του είναι τελείως διαφορετική από αυτήν τουπρωτότυπου, από κάθε άποψη,αφού το “Suspiria” του Guandanino, δεν αποτελεί ακριβώς remake. O Guandanino αποδομεί την πρωτότυπη ιστορία με μια σχεδόν Ντερινταϊκή μεθοδικότητα, της προσθέτει βάθος, πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, την εμπλουτίζει, την κάνει ολότελα δική του.
Ήταν Οκτώβρης του 1978, όταν ο Michael Myers έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις αμερικάνικες κινηματογραφικές οθόνες, στιγματίζοντας το κοινό και διεκδικώντας επάξια τη θέση του στο πάνθεον των σημαντικότερων κινηματογραφικών «Τεράτων».