“Δύο πράγματα συνέβησαν την 14η Ιουνίου του 1940.
Τέσσερις άγνωστοι άντρες πέθαναν σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό κι ένας πέμπτος πήδηξε από ένα μπαλκόνι.
Ήταν και άλλα πράγματα που συνέβησαν την 14η Ιουνίου του 1940.”
Χαρά Πρωτόπαπα
“Δεν μπορείς να ξεφύγεις από την έρημο. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το Σαντάιαλ.”
«Καλύτερα ν’ ακούω για έναν ζωντανό Αμερικανό αλήτη παρά για έναν νεκρό Έλληνα θεό».
“Με το βλέμμα της γεμάτο ενθουσιασμό και έκπληξη άρχισε να παρακολουθεί την ψαριά που ξεχύθηκε μεμιάς στο κατάστρωμα: δύο μικρά ψαράκια, μερικά καφετιά φύκια και μία κούκλα”.
«Το παιχνίδι τελειώνει. Η τελική επιλογή δεν σου ανήκει. Το μόνο που σου απομένει είναι η ισχνή ελπίδα, όταν οι μοίρες αποφασίσουν να διανύσεις τα τελευταία μέτρα, όλα να συμβούν γρήγορα ακαριαία».
Ο Ντέιβιντ είναι ένας φαινομενικά φιλήσυχος άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Από αυτούς που δεν δίνουν δικαιώματα, δεν δημιουργούν προβλήματα στους γείτονές τους ή στους συνεργάτες τους, που έχουν έναν στενό κύκλο γνωριμιών και είναι αρκετά καλόκαρδοι και ευγενικοί, ώστε να επισκέπτονται την ηλικιωμένη μητέρα τους τα σαββατοκύριακα μετά από μία εβδομάδα σκληρής δουλειάς.
Στην πολυσυζητημένη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Ο άντρας μου» η Rumena Bužarovsk μας παρουσιάζει έντεκα ιστορίες που διαβάζονται απνευστί, έντεκα διαφορετικές (μα, εντέλει, τόσο ίδιες) παραλλαγές της βαλκανικής πατριαρχικής κοινωνίας. Μίας κοινωνίας που δεν μας είναι, δυστυχώς, καθόλου μα καθόλου άγνωστη.
Τα «Βατράχια» αποτελούν το συγγραφικό ντεμπούτο του Δημήτρη Σίμου και το πρώτο μέρος της σειράς «Σκοτεινά Νερά», με κεντρικό ήρωα τον αστυνόμο Χρήστο Καπετάνο.
Στο Λοουνσοράιβι της Ισλανδίας διασώστες αναζητούν μία ομάδα από εκδρομείς, τα ίχνη των οποίων έχουν χαθεί εδώ και αρκετές μέρες. Οι πληροφορίες για τον πραγματικό αριθμό των εκδρομέων είναι αντικρουόμενες και οι καιρικές συνθήκες ανελέητες και αντίξοες, δυσχεραίνοντας το ήδη επικίνδυνο έργο της ομάδας διάσωσης. Λαμβάνοντας υπόψη την κακοκαιρία αυτή, οι εκδρομείς δεν είχαν κανέναν λόγο να βρίσκονται στο Λοουνσοράιβι εκείνη τη στιγμή – πόσο μάλλον να εγκαταλείψουν το μοναδικό τους καταφύγιο και τον ειδικό τους ρουχισμό, τη μόνη προστασία που διέθεταν απέναντι στον ανελέητο χιονιά.
«Τούτο το σπίτι είναι γεμάτο σαπίλα, γεμάτο από τη δυσωδία της σήψης, από κάθε λογής διαβόλους, από καθετί κακό, γεμάτο σκληρότητα.»