«Ο πόνος μου είναι συνεχής και κοφτερός και δεν εύχομαι έναν καλύτερο κόσμο για κανέναν. Στην πραγματικότητα, θέλω ο πόνος μου να περάσει και στους άλλους. Δε θέλω κανένας να ξεφύγει.»
Χαρά Πρωτόπαπα
«Καμιά φορά τους χειμώνες όταν η θάλασσα έμοιαζε να βαθαίνει και να σκοτεινιάζει, κυκλοφορούσαν φήμες για άλλες κραυγές. Κραυγές που ακούγονταν από τη θάλασσα, κραυγές παιχνιδιάρικες και δελεαστικές. Αν και μπορεί να ήταν απλώς λόγια. Μπορεί να ήταν απλώς ο άνεμος που φυσούσε».
«Γιατί όχι; Θα ‘χει πλάκα… Λίγη περιπέτεια ίσως να τους ξυπνούσε.»
«Και ίσως το πιο τρομακτικό απ’ όλα τα ερωτήματα να είναι το πόση φρίκη μπορεί ν’ αντέξει ο ανθρώπινος νους, διατηρώντας παράλληλα μία άγρυπνη, παντεπόπτρια, ανηλεή εχεφροσύνη».
«Εγώ, η τεθλιμμένη χήρα. Ας γελάσω.»
«Παρ’ όλα αυτά, ο άνδρας είχε προσπαθήσει. Είχε κυνηγήσει τη σκιά μέχρι που δεν άντεχε πια.»
«Ο θάνατος μου φαινόταν σαν λόμπι ξενοδοχείου. Μια πολιτισμένη, καλοφωτισμένη αίθουσα στην οποία μπορούσες να μπεις ή να φύγεις με ευκολία.»
«Η ελπίδα», είπε. «Καταραμένο πράγμα, δε σ’ αφήνει ποτέ σε ησυχία».
«Το κουδούνι του σχολείου αντηχεί πάλι. Δεν ξέρω αν αναγγέλλει μία αρχή ή ένα τέλος».
«Είμαστε όλοι μετανάστες μες στον χρόνο.»