Με 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου, το enfant terrible του ελληνικού weird cinema φαίνεται να εγκαθιδρύει για τα καλά το σκηνοθετικό ονομά του στην παγκόσμια καλλιτεχνική κοινότητα, σε ένα ανοιχτό στο κοινό και την κριτική ταξίδι ενηλικίωσης, από τις άδειες αίθουσες του Ολύμπιον στα μισά της Κινέττας το μακρινό 2005, στις κατάμεστες αίθουσες του Φεστιβάλ Βενετίας το 2018, όπου ο Γιώργος Λάνθιμος και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίες καταχειροκροτήθηκαν για την «Ευνοούμενη».
Χριστίνα Μπότσου
Άγρια αχλαδιά, άγριο και συναρπαστικό σινεμά από τον Nuri Bilge Ceylan («Κάποτε στην Ανατόλια» 2011, «Χειμερία Νάρκη» 2014), τον δεξιοτέχνη του τουρκικού νεορεαλισμού και καλλιτεχνικό επίγονο του –επίσης βραβευμένου στις Κάννες- Yılmaz Güney («Ο Δρόμος» 1982, «Η Ελπίδα» 1970), που έφερε μια νέα πνοή στο νέο τουρκικό αφηγηματικό σινεμά.
Με τα δύο στιβαρά βραβεία, Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο ενεργητικό της ήδη από την παρουσίασή της στο Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και τα πέντε συνολικά βραβεία από την Ιρανική Ακαδημία Κινηματογράφου, η «Περίπτωση συνείδησης» του Vahid Jalilvand (“Wednesday, 9 May”) έρχεται, αν και καθυστερημένα, στις ελληνικές αίθουσες από την Ama Films, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για διανομή ταινιών μικρής παραγωγής αλλά μεγάλης λάμψης. Το ιρανικό σινεμά, ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό κοινό ήδη από τις πρώτες επαφές του με τον κινηματογράφο του Asghar Farhadi και του Abbas Kiarostami, συνεχίζει να εκπλήσσει με τη διαύγειά του και την ειλικρινή του ανάγκη να αφηγηθεί ιστορίες. Ο Jalilvand συνεχίζει την παράδοση του χαμηλόφωνου και βραδείας καύσεως κοινωνικού θρίλερ των συγχρόνων του, σκιαγραφόντας την αστική Τεχεράνη του σήμερα μέσα από τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων της.
Δεσμοί αίματος και ενοχής στο “Sami Blood” της Amanda Kernell.
Για το ποιητικό σύμπαν του Andrei Tarkovsky έχουν γραφτεί πολλά. Είτε επιπλέει ανάμεσα σε διαστημικά συντρίμια είτε πετάει λίγα μέτρα πάνω από το κρεβάτι, η κινηματογραφική αφήγηση είναι εκείνη που ορμάει μπροστά και η πραγματικότητα τρέχει με γρήγορο βηματισμό να την προλάβει. Ένα δωμάτιο που πλημμυρίζει και καταρρέει, τοίχοι που σαπίζουν, μια φωτιά που σιγοκαίει, ένας καθρέφτης που αντανακλά το χάος. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για διαστημική περιπέτεια είτε για κλειστοφοβικό αυτοβιογραφικό δράμα, το σινεμά του Tarkovsky περικλείει μέσα του τη σημαντική δύναμη ν’ ανακαλύπτει νέους τρόπους να εκφράσει την πραγματικότητα.
«Μετά τη μάχη της Ισσού ο Αλέξανδρος μπήκε μαζί με τον Ηφαιστίωνα στη σκηνή που κρατούσαν τις γυναίκες και τις κόρες του Δαρείου. Καθώς ήταν ντυμένοι με τα ίδια ρούχα, η μητέρα του Δαρείου έπεσε να προσκυνήσει τον Ηφαιστίωνα που ήταν ο ψηλότερος από τους δύο. Όταν ένας από τους ακολούθους της την τράβηξε στην άκρη και της έδειξε ποιος ήταν πραγματικά ο Αλέξανδρος, εκείνη ντράπηκε τόσο που ζήτησε να αποσυρθεί. Αλλά ο βασιλιάς της απάντησε πως δεν έκανε κάποιο λάθος, αφού ο Ηφαιστίωνας είναι κι αυτός Αλέξανδρος». «Αλεξάνδρου Ανάβασις» – Λούκιος Φλάβιος Αρριανός (ιστορικός του 2ου αιώνα μ.Χ.)
H αργεντίνικης καταγωγής, αλλά μάλλον ευρωπαϊκής κινηματογραφικής παιδείας, Lucrecia Martel, μετά το πολύ επιτυχημένο “La nina santa” (2004) και το λιγότερο γνωστό “La mujer sin cabeza” (2008), επιστρέφει με το “Zama”, την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Antonio Di Benedetto. Το βιβλίο του Benedetto, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα σύγχρονης ισπανόφωνης πεζογραφίας, αρκετά διαδεδομένο στη λατινοαμερικάνικη μαζική κουλτούρα. Η Martel παραδίδει μια ταινία χαμηλών τόνων και αργόσυρτου νωχελικού ρυθμού που προσομοιάζει περισσότερο σε άσκηση ύφους παρά σε αναπαράσταση της αποικιακής ζωής του 18ου αιώνα, όπως την περιγράφει ο Benedetto.
Μια φλεγματική σαιξπηρική ηρωίδα που ταξιδεύει ως τη Ρωσία μέσα από τη νουβέλα του Nikolai Leskov, για να ξαναβρεθεί στην αποξένωση της βρετανικής υπαίθρου του 19ου αιώνα. Ταξικά χάσματα και υπαρξιακά κενά, που μόνο μέσα απ’ τον έρωτα μπορούν να γεμίσουν, να εκπληρωθούν, να γεφυρωθούν, σε μια ατμόσφαιρα που έχει κάτι από Ανεμοδαρμένα Ύψη και μια ηρωίδα που έχει κάτι από Μαντάμ Μποβαρύ.
Η αυλαία του 58ου ΦΚΘ έπεσε προχθές, Κυριακή, στο κατάμεστο Ολύμπιον, σε μια από τις θερμότερες τελετές λήξης των τελευταίων χρόνων. Τη βραδιά άνοιξε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, φετινός καλλιτεχνικός διευθυντής και ταυτόχρονα ένας από τους πιο παλιούς φίλους του Φεστιβάλ, ενώ σύντομα παρέδωσε τη θέση του στον Ανδρέα Κωνσταντίνου, που έκλεψε τις εντυπώσεις ως Ναπολέων Σουκατζίδης στην τελευταία ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Τελευταίο Σημείωμα». Τα βραβεία της φετινής «πολυσυλλεκτικής» επιτροπής, με μέλη από την Παλαιστίνη, την Τσεχία, το Ιράν και τη δική μας Μαρία Ναυπλιώτου, μοιράστηκαν σε ταινίες που κέρδισαν κοινό και κριτικούς, αποδίδοντας ένα είδος καλλιτεχνικής δικαιοσύνης στους δημιουργούς που τίμησαν άλλη μια χρονιά με την παρουσία τους το Φεστιβάλ.
Στο τυλιγμένο από ομίχλη λιμάνι και σε ένα σχετικά γεμάτο Ολύμπιον συνεχίστηκαν οι προβολές του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Όπως κάθε χρόνο, με πληθώρα ελληνικών και ξένων φιλμ σε πρώτη προβολή αλλά και με μερικές παλιές και αγαπημενες ταινίες σε επανέκδοση, το Φεστιβάλ συνεχίζει να μας εκπλήσσει και να μας συγκινεί, σαν μια διακριτική υπενθύμιση κάθε Νοέμβρη μιας αγάπης που δεν λέει να σβήσει, της αγάπης για το καλό σινεμά.