Αχ και να μπορούσα…
Είναι ακόμα νωρίς το πρωί και όλοι τρέχουν για τις δουλειές τους. Άνοιξη. Ο αέρας φυσάει δροσερός. Μια όμορφη, νεαρή κοπέλα διασχίζει την πλατεία Αριστοτέλους. Φοράει πράσινο φόρεμα, ευτυχώς όχι απογοητευτικά τολμηρό, που τονίζει επιμελώς το ωραίο της κορμί. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα στο πλάι, αφήνοντας να φανεί o λαιμός της.
Την παρακολουθεί με προσήλωση, καθώς εκείνη διασχίζει τον πεζόδρομο. Είναι πραγματικά όμορφο πλάσμα, σκέφτεται, και συνεχίζει να κοιτάει. Όταν η κοπέλα έχει φτάσει αρκετά κοντά, ένα μπαστούνι τον χτυπάει δυνατά στον ώμο.
«Κυρ Ανέστη, ρεζίλι θα γίνεις, κοιτάς την κοπελίτσα σαν χαμένος. Δεν είναι πια για σένα αυτά, πότε θα το χωνέψεις;»
«Είναι όμορφη, ρε Αντώνη, δεν το βλέπεις; Εσύ αποφάσισες να γεράσεις. Εγώ αρνούμαι και θαυμάζω τα όμορφα. Κάτσε να σκέφτεσαι μόνο τα χαρτιά στο καφενείο και τα χάπια σου».
Σε λίγο η κοπέλα είναι δίπλα τους και στέκεται περιμένοντας το λεωφορείο. Από κοντά προσέχει τα όμορφα σκούρα μάτια της. Εκείνη τον κοιτάει διερευνητικά για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Έπειτα συνεχίζει να παρακολουθεί τις αφίξεις των λεωφορείων στη στάση.
Η καρδιά του βγήκε απότομα από το λήθαργο των φαρμάκων. Εκείνος ένιωσε σαν μικρό παιδί, αναστατώθηκε. Ένιωσε το στόμα του να ανοίγει, χωρίς τη θέλησή του. Το χέρι του κινήθηκε αυτόνομα και άρχισε να πλησιάζει το γυμνό της ώμο. Από το στόμα του προσπαθούσαν να ξεφύγουν λέξεις. Τώρα το χέρι του αγγίζει το γυμνό της ώμο. Ταυτόχρονα ακούει τον εαυτό του να ψελλίζει:
«Αχ και να μπορούσα και να ‘θελες…»
Εκείνη για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ανοίγει τα μάτια της και κοιτάει το άπειρο. Στέκεται για λίγο, χαμογελάει. Γυρνάει προς εκείνον, τον αγγίζει στοργικά στο μπράτσο.
Η καρδιά του πάει να σπάσει. Θα πεθάνω εδώ, παριστάνοντας τον νεαρό που κορτάρει τα κορίτσια, σκέφτεται. Πολύ καλύτερα από ένα καφενείο με γέρους. Τα λόγια της κοπέλας τον βγάζουν απότομα από τις σκέψεις του:
«Σας ευχαριστώ, είναι το πιο όμορφο πράγμα που μου έχει πει κάποιος τον τελευταίο καιρό».
Τράβηξε το χέρι του σαν να είχε αγγίξει κάτι πολύτιμο και απαγορευμένο. Έχει πενήντα χρόνια να μιλήσει σε τόσο νεαρή κοπέλα που να του είναι άγνωστη. Μισός αιώνας. Τα ρούχα του τον πνίγουν.
«Να ‘σαι καλά, κοπέλα μου, αλλά… αλλά δεν έπρεπε να πω τέτοια λόγια, δε… δεν είναι της ηλικίας μου πλέον», είπε με απολογητική φωνή.
Ο κυρ Αντώνης παραδίπλα παρακολουθούσε το διάλογο άναυδος. Το ίδιο και μερικοί αργόσχολοι από γύρω.
Η κοπέλα αφήνει το χέρι της από το μπράτσο του.
Για κάποιο λόγο, εκείνη είναι που διστάζει τώρα. Παίρνει το τσαντάκι της στο χέρι και βγάζει μια κάρτα από μέσα.
«Μη με παρεξηγήσετε, αλλά θα ήθελα να σας ζητήσω μία χάρη. Είμαι δημοσιογράφος και γράφω ένα άρθρο για τις κοινωνικές συνήθειες και πώς έχουν αλλάξει με τα χρόνια. Θα ήθελα πολύ να μου πείτε τη δική σας άποψη, αν το θέλετε φυσικά».
Αφού τελείωσε τη φράση της, του έδωσε την κάρτα χαμογελώντας.
Ο κυρ Ανέστης ήθελε να δει τι γράφει στην κάρτα αλλά δεν έβλεπε τίποτα χωρίς τα γυαλιά του.
«Πολύ ευχαρίστως! Πώς μπορώ να σας βρω;» ρώτησε με αφέλεια.
«Έχει το τηλέφωνό μου πάνω στη κάρτα που σας έδωσα», είπε η κοπέλα συγκαταβατικά και συμπληρώνει: «Αν σας είναι εύκολο, μπορούμε να κανονίσουμε κάτι και τώρα… αύριο είμαι ελεύθερη».
Η καρδιά του είχε τρέξει μαραθώνιο σήμερα αλλά σιγά σιγά ηρεμούσε. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, στηρίχτηκε καλύτερα στο μπαστούνι του και σκέφτηκε…«Όχι στο σπίτι μου, είναι καταθλιπτικό και γεροντικό. Καλύτερα στο καφενείο».
«Μπορείτε να περάσετε από το καφενείο Ερμής στην Τσιμισκή; Το γνωρίζετε;»
«Όχι, αλλά θα το γκουκλάρω, ε, θα το βρω, θέλω να πω!» είπε εμφανώς χαρούμενη η κοπέλα και του έτεινε το χέρι της.
«Με λένε Χριστίνα, εσάς;»
«Ανέστης ή Κυρ Ανέστης πλέον», είπε και χαμογέλασε με νόημα, καθώς της έσφιγγε όσο μπορούσε πιο γερά το χέρι.
«Ωραία, κυρ Ανέστη, πείτε μου τι ώρα θέλετε να βρεθούμε, γιατί πρέπει να φύγω, να μη χάσω και το επόμενο λεωφορείο».
«Κατά τις οκτώ; Ή είναι πολύ νωρίς για σας;» ρώτησε καθώς θυμήθηκε ότι και εκείνος πριν μισό αιώνα ξυπνούσε με το ζόρι το πρωί.
«Όχι, μια χαρά είναι, τα λέμε τότε», είπε βιαστικά εκείνη, καθώς το λεωφορείο ήδη ερχόταν προς το μέρος της.
Μετά από λίγο το λεωφορείο είχε φύγει από μπροστά τους. Ο κυρ Αντώνης κοιτούσε ακόμα αποσβολωμένος… ένιωθε λες και ήταν παλικαράκι και πάλι, κάπου στη Μέση Ανατολή.
Το βράδυ κοιμήθηκε πολύ αργά, δεν του κολλούσε ύπνος. Είχε πάει έντεκα και το μυαλό του τριγυρνούσε χαρούμενο σε στιγμές από τα νιάτα του, στη στιγμή που εκείνος θα έμπαινε με μια όμορφη κοπέλα στο καφενείο και όλοι οι παππούδες δε θα πίστευαν στα μάτια τους. Όχι φυσικά γιατί μπορούσε να γίνει τίποτα το ερωτικό, αλλά γιατί «αυτά τα πράγματα δε γίνονται στην ηλικία μας», όπως του λένε οι φίλοι του, όταν αναφέρονται σε ταξίδια, όμορφες γυναίκες, ποτό, φαγητό και λοιπά θέματα «απαγορευμένα».
Το πρωί είχε φτάσει. Είχε ξυπνήσει από τις έξι, είχε ξυριστεί, είχε περιποιηθεί το μεγαλόπρεπο άσπρο μουστάκι του, φόρεσε την καλή του τραγιάσκα, γυάλισε τα παπούτσια του, έβαλε τα καλά του ρούχα και ξεκίνησε για να γίνει «νέος» και πάλι.
Κρατούσε την κάρτα της Χριστίνας στο χέρι του σαν τρόπαιο και πήγαινε για το λεωφορείο. Ξαφνικά πάτησε κάτι γλιστερό. Ένιωσε να πέφτει και το πολυκαιρισμένο κορμί του δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Άκουσε ένα κρακ σαν κλαδί που σπάει κάπου δεξιά του και μετά σκοτάδι.
Ξύπνησε σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Πονούσε αφόρητα και το δεξί χέρι του ήταν στο γύψο. Η κάρτα σκέφτηκε. Είχε χάσει την κάρτα. Και το ραντεβού. Του ήρθε να βάλει τα κλάματα, καθώς ένιωσε απότομα σαν τον τελευταίο της φυλής του, που δεν πρόλαβε να πει την ιστορία του. Ένιωσε γέρος και ευάλωτος. Σκατά πιτσιρίκι είσαι, είπε από μέσα του.
Δίπλα του δεν ήταν κανείς, έτσι κι αλλιώς τα παιδιά του ήταν πολύ μακριά και η γυναίκα του είχε πεθάνει από χρόνια. Η καρδιά του βούλιαζε.
Όπως κοιτούσε παραιτημένος την πόρτα, την είδε να μπαίνει μέσα. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και φορούσε ένα εξίσου όμορφο με το χθεσινό φόρεμα. Άσπρο.
«Κυρ Ανέστη, χαίρομαι που είστε καλά, σπάσατε το χέρι σας μόνο, αλλά οι γιατροί είπαν ότι δεν είναι τίποτα, θα γίνετε καλά! Σας έβαλαν τσιμέντο και θα είναι σαν καινούριο. Σας έφερα νερό και χυμό».
Τι υπέροχο να μην είσαι τελείως μόνος στο κόσμο, σκέφτηκε και χαμογέλασε, αλλά σταμάτησε απότομα, καθώς διαπίστωσε ότι του είχαν βγάλει τις μασέλες. Ντράπηκε. Η κοπέλα κατάλαβε τι έψαχνε και του είπε ότι ήταν στο κομοδίνο δίπλα του, μέσα στο κεσεδάκι από γιαούρτι. Τις έβαλε βιαστικά, γυρνώντας λίγο την πλάτη, χαμογέλασε κανονικά αλλά αδέξια και της είπε:
«Μήπως θέλετε να κάνουμε τη συνέντευξη εδώ;»
«Ναι, πολύ ευχαρίστως», είπε η κοπέλα και έβγαλε ένα μικρό κουτάκι με μια οθόνη πάνω του, και όχι χαρτί και μολύβι όπως περίμενε. Ή έστω ένα κασετοφωνάκι.
«Ξεκινάμε!» του είπε χαμογελαστή. Πάτησε ένα κουμπί στο περίεργο κουτάκι και ‘κείνος ήταν πλέον ένα παλικαράκι με σπασμένο χέρι, κάπου εικοσιπέντε ετών.
Εικονογράφηση: Pan Pan, http://www.postnoise.com