Berlinale 2015: Round 1
45 Years, του Άντριου Χέι
Ένα ζευγάρι που ετοιμάζεται να γιορτάσει 45 χρόνια γάμου. Δυο άνθρωποι που μοιάζουν να ζουν στη μακαριότητα των ευχάριστων αναμνήσεών τους, οι οποίες γλυκαίνουν και το γεροντικό παρόν. Ηρεμία, γλυκύτητα, έλλειψη πίκρας και κατάλοιπων. Ώσπου καταφθάνει ένα γράμμα που ξυπνά κάποιες θύμησες μακρινές αλλά διόλου ξεχασμένες. Θύμησες που έχουν μείνει κυριολεκτικά αναλλοίωτες στον πάγο, σε ένα έξοχο συμβολισμό. Ξάφνου, το βλέμμα από τρυφερό, θα γίνει πικραμένο. Ξάφνου, οι εορτασμοί κι οι ετοιμασίες μοιάζουν ένα κούφιο κέλυφος που καλλωπίζει τον πιο μεγάλο φόβο. Ότι τα δεδομένα μιας ολάκερης ζωής έχουν πάει στράφι. Ότι η μοναξιά κι η απόσταση ήταν πάντα εκεί, απλώς είχαν καμουφλαριστεί.
Ο Άντριου Χέι φτιάχνει μια ταινία που αγκαλιάζει με αυταπάρνηση όλα τα μικρά και αδιόρατα. Τα ανείπωτα, τις μικρές δόσεις από τίποτα που εν τέλει περιέχουν όλο το ζουμί της ζωής. Μια ταινία που δεν έχει ανάγκη από κανένα διάκοσμο και καμία βροντερή φανφάρα για να δηλώσει φωναχτά την ποιότητά της. Διότι αγγίζει με τόση απαλότητα αυτά που πραγματεύεται, που κατορθώνει να απαλύνει μέχρι και τον χειροπιαστό πόνο που αποπνέει. Ο Χέι αφηγείται με άνεση και λαχτάρα ταυτόχρονα, μας βυθίζει σε μία απλότητα που είναι δυσεύρετη και πολύτιμη. Μέσα από μια κινηματογράφηση που μετατρέπει την έννοια της ανάμνησης σε κινητήριο μοχλό. Που αναμοχλεύει και ανασκοπεί, αμφιβάλλει και πληγώνεται στους διαδρόμους του χρόνου. Που ποντάρει σε δύο υπέροχους ηθοποιούς που δίνουν πνοή και όγκο σε όλες αυτές τις λεπτές αποχρώσεις. Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, στυλωμένη και συντετριμμένη ταυτόχρονα, σε μία ερμηνεία στα όρια της μέθεξης του ρόλου της. Και ο Τομ Κόρτνι, σε ένα γνήσιο tour de force συγκινητικών αδυναμιών.
Journal d’une Femme de Chambre (Diary of a Chambermaid), του Μπενουά Ζακό
Το σινεμά μοιάζει να δείχνει μια διαχρονική αγάπη για το θρυλικό μυθιστόρημα του Οκτάβ Μιρμπό, καθώς η ταινία του Γάλλου Μπενουά Ζακό είναι η τέταρτη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Τα ζητήματα που προκύπτουν είναι τα εξής δύο: α) μπορεί να γυριστεί μια ταινία που να ξεπερνά τις βαριές σκιές της τρίτης διασκευής του μυθιστορήματος, αυτές του Λουίς Μπουνιούελ και της Ζαν Μορό; β) είναι ικανός ή/και διατεθειμένος ο Ζακό να αποδώσει τη βαθιά ειρωνική και αιχμηρή χροιά του μυθιστορήματος; Και ναι και όχι, είναι μάλλον η απάντηση και στα δυο ερωτήματα. Διότι αφενός το πνεύμα του Μπουνιουέλ πλανάται ιδίως στο εναρκτήριο σκέλος της ταινίας και δίχως ίχνος παρελθοντολαγνείας, η απόπειρα του Ζακό να μιμηθεί τον Μπουνιουέλ είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη. Στα κοπιαρισμένα σημεία, τα επίπεδα καυστικής ειρωνείας και αποτύπωσης του παραλόγου κινούνται σε συγκριτικά πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Όσο λοιπόν ο Ζακό προσπαθεί να προκαλέσει, προκαλεί μάλλον το αντίθετο συναίσθημα. Αντιθέτως, όταν αφήνεται σε μία πιο ακαδημαϊκή και κλασική φόρμα αφήγησης, η ταινία του βρίσκει ρυθμό και αρχίζει να τσουλάει. Δίκοπο μαχαίρι φυσικά αυτή η εξέλιξη, διότι η κάπως comme il faut ρότα του Ζακό βάζει μεν την ταινία σε ένα ανεκτό καλούπι, της αποστερεί όμως την επιθυμητή έκρηξη. Τα στοιχεία που δίνουν στην ταινία βαθμό που περνά τη βάση, είναι τα εξής δύο. Πρώτον, η προσεγμένη και λειτουργική μετάβαση μεταξύ χρονικών επιπέδων. Η ροή είναι σταθερή και γάργαρη, με αποτέλεσμα να νιώθουμε ακατάπαυστα πως παρακολουθούμε ακριβώς την ίδια ιστορία. Δεύτερον, η Λέα Σεϊντού. Με την αχαλίνωτη σεξουαλικότητά της, χωρίς καμία ιδιαιτέρως προκλητική σκηνή. Η Σεϊντού αποδίδει στην εντέλεια τον χαρακτήρα της Σελεστίν, η οποία μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια ενός ευτελούς και χυδαίου οικοδομήματος. Μια βόμβα που τρελαίνει το μυαλό των πάντων με το αδιάλειπτο τικ τακ, αλλά δεν εκρήγνυται ποτέ στην πλήρη της ισχύ. Άλλοτε θύμα κι άλλοτε θύτης, τη μια διεκδικήτρια και την άλλη υποτακτική, αφενός στοργική κι αφετέρου σκύλα, δεν μοιάζει να χωρά ή να κατατάσσεται πουθενά.
The Queen of the Desert, του Βέρνερ Χέρτσογκ
Είναι ορισμένες φορές που η ζωή σε κάνει να απορείς. Να αναρωτιέσαι πχ πώς είναι δυνατόν ένα σκηνοθέτης που α) έχει βάλει να κουβαλήσουν και να ρίξουν ολόκληρο πλοίο από πλαγιά βουνού, β) έχει σκηνοθετήσει ταινία αληθινή επίθεση στις αισθήσεις, με θέμα νάνους τροφίμους ψυχιατρείου που εξεγείρονται εναντίον νάνων δεσμοφυλάκων στη μέση του πουθενά και υπό τους ήχους διαβολικά φάλτσων μελωδιών, γ) έχει προσπαθήσει να αλληλοσκοτωθεί (κυριολεκτικά, δεν το λέμε χαριτολογώντας) με τον πρωταγωνιστή του Κλάους Κίνσκι, στη διάρκεια γυρισμάτων και δ) έχει σκηνοθετήσει την ίσως πιο υπνωτιστική σκηνή που έχω ποτέ δει στη ζωή μου (στην ταινία Καρδιά από γυαλί), να γυρίσει μία τόσο σοκαριστικά συντηρητική ταινία; Εν τέλει, μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται, όπως έλεγε πλειστάκις η γιαγιά μου και ο Βέρνερ Χέρτσογκ ευθύνεται για ένα από τα μεγαλύτερα αίσχη που έχω ποτέ δει σε οποιοδήποτε φεστιβάλ. Τα πάντα σε αυτή την ταινία είναι ακραιφνώς συντηρητικά κι όταν λέω τα πάντα, εννοώ τα πάντα. Οι διάλογοι, ο εσωτερικός περιγραφικός μονόλογος, η μουσική επένδυση, τα καδραρίσματα, το ντεκουπάζ, τα λαβ στόριζ, ο τάχα μου φεμινισμός της που θυμίζει ταινία της Φίνος Φίλμς και φυσικά, το συνολικό πολιτικό νόημα της, το οποίο αγγίζει τα όρια του απαράδεκτου. Κορυφαίες στιγμές της, ο οριεντάλ εξωτικός τόνος στις σκηνές της ερήμου που θυμίζει ρετρό διαφήμιση αποσμητικού ή αφρόλουτρου (Badedas ή Rexona, ας πούμε) και φυσικά, ο μοναδικός και ανυπέρβλητος Τζέιμς Φράνκο, ο οποίος μιλάει και κοιτάζει σαν να έχει υποστεί κάποια ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη που έχει αφήσει μόνιμο κουσούρι στην ομιλία και στο βλέμμα.
Nobody Wants the Night (Nadie Quiere la Noche), της Ισαμπέλ Κοϊσέτ
Κι όμως, αν διαβάσει κανείς απλώς την υπόθεση της ταινίας, αναπτύσσει προσδοκίες, οι οποίες δυστυχώς αποδεικνύονται φρούδες. Η μάχη του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης, ο ύστατος αγώνας για την επιβίωση. Μια εποχή γοητευτική και βίαιη, στην οποία η ανθρωπότητα κατακτούσε (και έπειτα ξεκινούσε ευθύς αμέσως τη λεηλασία τους) τα άκρα γεωγραφικά όρια της υφηλίου. Η ειρωνεία του να ταξιδεύει μια γυναίκα στην καρδιά της παγωμένης Αρκτικής για λόγους αγάπης κι αντί για το ταίρι της, να συμβιώνει με την ντόπια αντίζηλο. Φρούδες ελπίδες, όπως προαναφέραμε, καθώς στην ταινία της Κοϊσέτ δεν υπάρχει τίποτα το βαθύτερο, τίποτα bigger than life. Ξεκινώντας από το αρνητικότερο των αρνητικών, η Κοϊσέτ εξαφανίζει τον ίσως πιο μεγάλο της σύμμαχο, το μεγαλειώδες φυσικό τοπίο. Με κάποιο μυστηριώδη και σχεδόν ταχυδακτυλουργικό τρόπο, το φυσικό background γίνεται σχεδόν αθέατος διάκοσμος, κάτι σαν στουντιακό συμπλήρωμα στις κινήσεις των πρωταγωνιστών. Και μιας που αναφέραμε τη λέξη, η Ζουλιέτ Μπινός είναι και πάλι χάρμα ιδέσθαι όταν μεταμορφώνεται από κυρία των σαλονιών σε πεινασμένο αγρίμι, αλλά προδίδεται από όλα όσα την περιβάλλουν. Από τους γελοίους και σαχλούς διαλόγους και μονολόγους που καταστρέφουν οποιαδήποτε αίσθηση κρισιμότητας. Από τα καρικατουρίστικα και εκνευριστικά αγγλικά της Ινουίτ συντρόφου της στον αγώνα για επιβίωση. (Τάχιστη εκμάθηση πάντως σε συνθήκες εξαθλίωσης, προς το τέλος της ταινίας παρατήρησα και μια σωστή χρήση του πρώτου conditional, με τη φράση “I would do that, if I was man”. Φυσικά “if I were” θα ήταν κάπως πιο σωστό ηχητικά, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας.) Από ένα υποτιθέμενο χτίσιμο έντασης που εξαφανίζει πλήρως την ένταση, σε σημείο που ο θεατής ανυπομονεί να πάθουν κάτι κακό οι πρωταγωνίστριες από τη βαρεμάρα. Από την α λα κάρτ πολιτικοποιημένη ευαισθητοποίηση στο τέλος που μοιάζει με πανό της FIFA πριν τη σέντρα σε αγώνα Μουντιάλ. Κρίμα και πάλι κρίμα, για μια νερόβραστη ταινία έναρξης.
Love and Mercy, του Μπιλ Πόλαντ
Παρά τη βαθιά ριζωμένη καχυποψία μου απέναντι στα μουσικά biopics, οφείλω να ομολογήσω πως περίμενα πως και πως να δω αυτή την ταινία. Οι λόγοι ήταν δύο. Αρχικά, το τιμώμενο πρόσωπο που δεν ήταν άλλος από τον περίφημο Μπράιαν Γουίλσον των Beach Boys. Ο Γουίλσον συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση στον κόσμο των μουσικών θρύλων, καθότι πέρα από ψυχή των Beach Boys, υπήρξε μια βαθιά ευαίσθητη και ταλαιπωρημένη ψυχή, υποφέροντας παιδιόθεν από κατάθλιψη και παραισθήσεις, λόγω τραυματικής παιδικής ηλικίας. Επιπλέον, ο Γουίλσον είναι άξιος μνείας για την προσπάθειά του να ξεστρατίσει από την απλοϊκή μουσική των πρώιμων επιτυχιών της μπάντας του και να εξερευνήσει ένα πιο σύνθετο μουσικό σύμπαν. Δεύτερος λόγος ήταν το καστ της ταινίας, καθώς οι Τζον Κιούζακ, Πολ Ντέινο και Πολ Τζιαμάτι αφήνουν ξεκάθαρα πολλές υποσχέσεις. Εντούτοις και παρά τη σαγηνευτική πρώτη ύλη και την καταπληκτική ερμηνεία του Ντέινο, η ταινία μένει κάπως μετέωρη. Οι μεταβάσεις μεταξύ των δύο χρονικών επιπέδων μοιάζουν τελείως ασυγχρόνιστες και ασυντόνιστες, με ολόκληρο το μεταγενέστερο σκέλος της ταινίας να μοιάζει κάπως εκτός τόπου και χρόνου. Το Love and Mercy δείχνει να αργεί να μπει στο ζουμί της ιστορίας που διηγείται, αλλά αρκετά σύντομα, γίνεται αντιληπτό πως δεν υπάρχει ιδιαίτερο ζουμί. Μια γοητευτική αντανάκλαση, αλλά δυστυχώς όχι κάποια διαφαινόμενη υπόσταση.
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine