Camille Claudel 1915 του Bruno Dumont: Ένα «ντοκιμαντέρ εποχής»
Ωστόσο, ο θεατής που δεν έχει ιδέα για το ποια είναι η Camille Claudel μπορεί να παρακολουθήσει με το ίδιο ενδιαφέρον το φιλμ του Dumont, παρομοίως με εκείνον που είναι θαυμαστής και γνώστης του έργου και της ζωής της. Κι αυτό, γιατί στην πραγματικότητα το ζήτημα δεν είναι η ιστορία της συγκεκριμένης προσωπικότητας που έχασε την πνευματική της διαύγεια και οδηγήθηκε σε ένα ψυχιατρικό άσυλο. Το ζήτημα είναι η ιστορία του κάθε ανθρώπου, που ίσως κάποτε ήταν ικανός να παράγει κάθε είδους «έργο» στη ζωή του (από το πιο σύνθετο μέχρι το ποιο απλό, από το να συνθέτει συμφωνική μουσική μέχρι να δένει απλά τα κορδόνια των παπουτσιών του) και λόγω ψυχικών ασθενειών, στερήθηκε την ικανότητα να είναι «ο εαυτός του» με αποτέλεσμα τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρικές κλινικές. Πώς νιώθουν όμως οι άνθρωποι εκείνοι, που ακόμα και αν έχουν αναρρώσει από τις ψυχικές τους ασθένειες, ζουν την καθημερινότητά τους ως φυλακισμένοι σε ψυχιατρικά ιδρύματα, «παρέα» με ανίατα βαριά περιστατικά, περιμένοντας για χρόνια, για δεκαετίες μια λύτρωση που δεν θα ’ρθει ποτέ, όντας καταδικασμένοι από την ίδια τους την οικογένεια; Πώς να αισθανόταν η Camille Claudel εκείνες τις τρεις μέρες του 1915 προσμένοντας την επίσκεψη του αδερφού της Paul στο ψυχιατρικό άσυλο του Μοντεβέργκ, ελπίζοντας επί ματαίω πως και μετά τις παραινέσεις των γιατρών θα δεχτεί να την πάρει μακριά από αυτό το κολαστήριο;
Ο Dumont μπορεί να βασίστηκε στην αλληλογραφία της Claudel με τον αδερφό της (τον μοναδικό συγγενή που την επισκεπτόταν στο άσυλο και ενδιαφερόταν για εκείνη) και στα ιατρικά της ντοκουμέντα, αλλά σε πολλά σημεία το ύφος του φιλμ θυμίζει ντοκιμαντέρ. Οι διάλογοι είναι περιορισμένοι και η έλλειψη μουσικής «αφήνει» ελεύθερο το έδαφος για να πρωταγωνιστήσουν οι ήχοι της καθημερινότητας: ο ήχος της φλόγας που ανάβει, ο ήχος από τα μεταλλικά μαγειρικά σκεύη, μια πολύβουη τραπεζαρία την ώρα του φαγητού, τα βήματα στα ξύλινα δάπεδα, ο αέρας που φυσά στην κορυφή ενός λόφου. Το μεγάλο ενδιαφέρον όμως εντοπίζεται κυρίως στα πρόσωπα που πλαισιώνουν την Claudel. Ο Dumont τόλμησε να πραγματοποιήσει τα γυρίσματα της ταινίας του σε ένα ψυχιατρικό άσυλο. Μόνο που προχώρησε ένα βήμα παραπέρα από τον σκηνοθέτη Milos Forman που επίσης έκανε γυρίσματα σε εν λειτουργεία ψυχιατρική κλινική. Ο Forman στο “One Flew Over the Cuckoo’s Nest” (1975), εβδομάδες πριν την έναρξη των γυρισμάτων, υποχρέωσε τους ηθοποιούς που είχαν ρόλους ψυχασθενών να συναναστραφούν πραγματικούς ασθενείς του ασύλου, να τους ακολουθούν στην καθημερινότητά τους, να παραμένουν «εντός» ρόλου ακόμη και στα διαλείμματα για φαγητό ανάμεσα στις πρόβες, ενώ δόθηκε η άδεια σε ορισμένα μέλη του καστ να κοιμηθούν και κάποιες νύχτες εντός του ασύλου ώστε «να εισχωρήσουν» ακόμα περισσότερο στο πετσί του ρόλου. Ο Dumont επιχείρησε κάτι πιο τολμηρό. Με εξαίρεση τους δύο βασικούς ρόλους της Claudel και του αδερφού της, επέλεξε «μη ηθοποιούς» για όλους τους υπόλοιπους ρόλους. Έτσι, τους ψυχασθενείς υποδύονται πραγματικοί τρόφιμοι του ιδρύματος στο οποίο έγιναν τα γυρίσματα και τους ρόλους του προσωπικού και των γιατρών υποδύονται και πάλι νοσοκόμες και γιατροί που εργάζονται στο ίδρυμα.
Η Julliete Binoche δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της, έχοντας μεγάλη εκφραστικότητα και ένταση στο βλέμμα, το πρόσωπο και τη φωνή. Πάνω σε κάθε ρυτίδα του προσώπου της, στα κουρασμένα μακριά της δάχτυλα, στα μελαγχολικά της μάτια διαβάζεις την ψυχή αυτής της ελεύθερης γυναίκας, που είχε διαλέξει για τον εαυτό της μια διαφορετική ζωή από αυτή που «προβλέπονταν» για τις γυναίκες της εποχής της και τώρα είναι κλεισμένη στο άσυλο του Μοντεβέργκ, μην έχοντας το παραμικρό δικαίωμα να ορίσει τη ζωή της. Άλλοτε δείχνει να έχει αποδεκτεί γαλήνια τη μοίρα της και άλλοτε, κυριευμένη από απελπισία, βρυχάται σαν ένα αγρίμι που έπεσε σε παγίδα κυνηγών…
Content Sources
- http://www.rogerebert.com/
- http://variety.com/
- http://www.theguardian.com/
Photo Sources
- http://flix.gr/