Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Casablanca: A Tribute, του Michael Curtiz

feature_img__casablanca-a-tribute-tou-michael-curtiz
Ποια είναι άραγε τα στοιχεία που αναγορεύουν μία ταινία σε θρύλο; Η απάντηση είναι ταυτοχρόνως απλή και σύνθετη. Από τη μια, σύνθετη γιατί συνήθως πρέπει να ευθυγραμμιστούνοι τροχιές πολλών παραμέτρων για να συμβεί αυτό, με αυτές τις παράμετρους πολλές φορές να ξεφεύγουν από το αμιγώς κινηματογραφικό-καλλιτεχνικό πεδίο. Από την άλλη απλή, διότι οι μηχανισμοί που οδηγούν στην αθανασία είναι καποιες φορές απλούστεροι απ’ όσο θέλουμε ενίοτε να πιστεύουμε.

Τυπική περίπτωση οι απελπιστικά εύστοχες και θανατηφόρα γοητευτικές ατάκες, ένας τομέας όπου η Καζαμπλάνκα παίζει πραγματικά χωρίς αντίπαλο. Η λίστα του American Film Institute με τις 100 διασημότερες ατάκες στην ιστορία του σινεμά μαρτυρά του λόγου το αληθές, καθώς η η ταινία του Μάικλ Κέρτιζ φιγουράρει στην κορυφή με έξι(!) ατάκες, αφήνοντας δεύτερο και καταϊδρωμένο το «Όσα παίρνει ο άνεμος» με μόλις τρεις. Σε μία εξ αυτών, ο κεντρικός μας ήρωας ονόματι Ρικ διερωτάται αυτοσαρκαστικά “Of all the gin joints, in all the towns, in all the world, she walks into mine?“.

Την απάντηση του δίνει μάλλον εύγλωττα ο τίτλος «Everybody comes to Rick’s» του θεατρικού έργου των Μάρεϊ Μπαρνέτ και Τζόαν Άλισον, πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία. Ο παραγωγός της ταινίας Χολ Γουόλις αγόρασε τα δικαιώματα για 20.000 δολάρια, το μεγαλύτερο ποσό που είχε ως τότε δοθεί για την αγορά δικαιωμάτων ενός έργου που δεν είχε ακόμη παιχτεί πουθενά. Οι σεναριογράφοι της ταινίας, αδερφοί Επστάιν, προέβησαν σε πάμπολλες αλλαγές στην πλοκή, με κυριότερη τη μεταφορά της δράσης από τη Βιέννη στη μαροκινή Καζαμπλάνκα, η οποία χάρισε και τον λιτό (και εν τέλει) εμβληματικό τίτλο στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου. Η Καζαμπλάνκα ως τόπος των δρώμενων δεν επιλέχτηκε τυχαία, καθώς ταιριάζει πλήρως με το επιδιωκόμενο ύφος και τις επιθυμητές αποχρώσεις του σεναρίου. Ως τίτλος, η έμπνευση προήλθε από την ταινία «Algiers» (Πληγωμένος αετός, 1938) του Τζον Κρόμγουελ, η οποία είχε σαρώσει τα ταμεία λίγα χρόνια νωρίτερα.

Η Καζαμπλάνκα λοιπόν ως τόπος (αυτό)εξορίας, ως καταφύγιο απελπισμένων, ως στρατόπεδο μίας άλλης «Λεγεώνας των ξένων», ως πεδίο διέλευσης για μία σωτήρια φυγή. Η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας, όπως και η έξοδός της στις αίθουσες μάλιστα, δεν έτυχαν αλλά (κατόπιν σχεδίου) πέτυχαν. Η πρώτη επισπεύσθηκε για τον Νοέμβριο του 1942 ώστε να συμπέσει με την επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική και την απελευθέρωση της αληθινής Καζαμπλάνκα.

Η δεύτερη προγραμματίστηκε για τις 23 Ιανουαρίου 1943, προκειμένου να αποκτήσει η ταινία περαιτέρω δημοφιλία λόγω της Διάσκεψης της Καζαμπλάνκα, στην οποία λάμβαναν μέρος οι Φράνκλιν Ρούσβελτ, Γουίνστον Τσόρτσιλ και Σαρλ ντε Γκολ και η οποία πραγματοποιούταν ακριβώς εκείνη την περίοδο (14-24/1/1943). Ιδού και η σύνθετη πτυχή της γέννησης των θρύλων που λέγαμε λίγο νωρίτερα. Ας επανέλθουμε όμως στα της ταινίας.

Σε αυτή την τελευταία τρύπα του ζουρνά λοιπόν, έχει βρει καταφύγιο και ο Ρικ, ένας Αμερικάνος στο διαβατήριο, αλλά με ρίζες οριστικά αποκομμένες και μόνη πατρίδα το night club του, όπου και μαζεύεται μία αμφιβόλου ποιότητας πελατεία. Αξιωματούχοι των ναζί, Γάλλοι χωροφύλακες – υπάλληλοι του γερμανόφιλου καθεστώτος του Βισύ που ελέγχει την πόλη, κοσμοπολίτες τυχοδιώκτες, επαγγελματίες λωποδύτες, απελπισμένοι αντιστασιακοί. Ενώ το παρελθόν μοιάζει μια ανάμνηση οριστικά θαμμένη, από το πουθενά ξεπροβάλλει ολοζώντανο με την απροσδόκητη εμφάνιση της παλιάς αγαπημένης ονόματι Ίλσα.

Γι’ αυτό τον λόγο, θα ακούσουμε και το -μέχρι τότε λογοκριμένο από τον Ρικ- τραγούδι «As time goes by», που ξυπνά όλες τις υπέροχες, αλλά και επώδυνες, αναμνήσεις. Επιστροφή λοιπόν στις διάσημες ατάκες με το Play it Sam, play “As time goes by”, το οποίο λανθασμένα έχει μείνει στην ιστορία ως “Play it again Sam“. Την ευθύνη για αυτή την παρεξήγηση φέρει μάλλον η ταινία του Χέρμπερτ Ρος με αυτό τον τίτλο, όπου ο νευρωτικός Γούντι Άλεν (που υπογράφει και το σενάριο) ζητά βοήθεια από τη μεσσιανική φιγούρα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ για να λύσει τα προβλήματά του ως προς την προσέγγιση του γυναικείου φύλου!

Η περσόνα του Ρικ, η στάση, οι κώδικες και η συμπεριφορά που ακολουθεί, συνοψίζουν τους κανόνες που ισχύουν στο σύμπαν της Καζαμπλάνκα. Οι ήρωες δεν πατούν κάπου συγκεκριμένα, δεν έχουν μία και μοναδική ταυτότητα. Κινούνται σε ένα κόσμο αβεβαιότητας, οι ενέργειές και ο χαρακτήρας τους διαμορφώνονται στιγμή προς στιγμή. Ο Ρικ εκ πρώτης όψεως αναδύει μία ηθική επιληψιμότητα, σταδιακά όμως πληροφορούμαστε για το αγωνιστικό παρελθόν του και ανακαλύπτουμε ένα προσωπικό κώδικα τιμής που θα υπερβεί τα ιδιοτελή κίνητρα. Οι πολλαπλές όψεις της προσωπικότητάς του θα αποδοθούν εξάλλου από τις πολυάριθμες προσφωνήσεις στις οποίες απαντά, στοιχείο που συμβολίζει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του.

Η Ίλσα έχει αποδεχθεί το βάρος της femme fatale, η οποία όμως δεν αποζητά την εξουσία και την επιβολή, αντιθέτως συντρίβεται από το βάρος της επιλογής, αποστρέφεται το να πληγώνει. Το ερωτικό τρίγωνο δεν θα βασιστεί στους γνώριμους κανόνες ανταγωνισμού αλλά θα στην πλειοδοσία ανιδιοτέλειας και υποχωρητικότητας. Ο τρίτος πόλος που θα κλέψει την παράσταση δεν είναι η τρίτη κορυφή του ερωτικού τριγώνου αλλά ο αστυνομικός Ρενό με τη μεταβαλλόμενη ηθική, τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία, την αμφισημία χαρακτήρα και επιλογών, το υποδόριο και ειρωνικό χιούμορ.

Φυσικά, οι ατάκες δεν είναι τίποτα άλλο από λόγια που ξεφουρνίζονται από στόματα και αποκτούν την αίγλη και την αξία τους μέσα από τις κινήσεις, τα βλέμματα, τους μορφασμούς και τη στάση των αυτών που τις εκστομίζουν. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέρκμαν μοιάζει βγαλμένο από όνειρο. Ο Μπόγκι στιβαρός και κυνικός αφενός, τρυφερός και ρομαντικός αφετέρου. Ένας φαινομενικά πραγματιστής, βασανισμένος αλλά πάντα αισιόδοξος στη ροή της ζωής χάρη στη φιλοσοφικά εδραιωμένη απαισιοδοξία του. Η Μπέργκμαν κατορθώνει να αποδώσει αυτή τη γλυκιά ευθραυστότητα μίας γυναίκας που ταλανίζεται, που γίνεται χίλια κομμάτια διαλυμένη ανάμεσα στο καθήκον, τη δέσμευση, τον έρωτα και τις μνήμες.

Αναλογιστείτε πως εν έτει 1942 δεν είναι αυτονόητο πως θα κατακτήσει τις καρδιές του κοινού ένας θηλυκός χαρακτήρας που προδίδει σε συναισθηματικό επίπεδο τον σύντροφό της. Ένα σύντροφο, μάλιστα, οποίος όχι μόνο δεν είναι αχρωμάτιστος ηθικά, αλλά σκιαγραφείται ηρωικά ως ηγέτης της τσέχικης Αντίστασης. Από κοντά και ο Κλοντ Ρέινς με το μόνιμα καρφωμένο μειδίαμα που φανερώνει περισσότερα από αυτά που λέγονται, ο οποίος κόβει βόλτες αμέριμνος σε ένα ευρύτατο φάσμα επιλογών και νοημάτων και αναγκάζει τον Ρικ στο τέλος να αναφωνήσει “Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship“, ενώ η ομίχλη τυλίγει στοργικά τους δύο νέους φίλους.

Κατ’ επέκταση, όμως, οι ηθοποιοί δεν θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά χωρίς το ανάλογο σκηνοθετικό υπόστρωμα. Ο Μάικλ Κέρτιζ, Ούγγρος εμιγκρές που κατέφυγε στο Χόλιγουντ, έχει αδίκως παραμεληθεί όσον αφορά τα εύσημα που έχει διαχρονικά και αφειδώς εισπράξει η ταινία του. Με δυνατή εικονοπλασία αφήνει την καλοδουλεμένη του κλασική αφήγηση να κυλά αρμονικά, κάνοντας μία δύσκολη λεπτοδουλειά να φαντάζει εύκολη υπόθεση. Ο απαλός φωτισμός αναδεικνύει τα ηθικά διλήμματα, η διακριτικότητά της σκηνοθετικής ματιάς αφήνει το γεμάτο ερωτηματικά σενάριο να αναπνεύσει.

Αν πάντως κάποιος θελήσει να φανεί σχολαστικός θα ανακαλύψει, λιγοστές μεν υπαρκτές δε, αφορμές για ψόγο. Η περσόνα του συζύγου της Ίλσα μοιάζει κάπως προχειροφτιαγμένη, ενώ οι μεταστροφές των ηρώων ανά στιγμές προκύπτουν ολίγον ουρανοκατέβατα. Πέραν του ότι οι λεπτομέρειες αυτές φαίνονται ανεπαίσθητες μπροστά στο σαρωτικό αέρα που αποπνέει η ταινία, μας δίνουν αφορμή και για μια συνολική αποτίμηση της αξίας της. Η «Καζαμπλάνκα» δεν διεκδικεί πρωτεία καινοτομίας, ίσα ίσα θρέφεται από τα αρχετυπικά της σύμβολα, παίρνει οξυγόνο από τα κλισέ της που την κάνουν αγαπητή.

Την παραπάνω διαπίστωση πιστοποιεί και ο ορκισμένος πολέμιος της ταινίας Ουμπέρτο Έκο, ο οποίος μάλλον είχε θέσει τα πράγματα σε μία πολύ σωστή βάση: «Η Καζαμπλάνκα δεν είναι μία ταινία, είναι μία ανθολογία από ταινίες. […] Όταν μας κατακλύζουν δίχως αιδώ όλα τα αρχέτυπα, αγγίζουμε ομηρικά βάθη. Δύο κλισέ προκαλούν το γέλιο, εκατό μαζεμένα μας συγκινούν…»Για επιδόρπιο, το τρέιλερ (μα πόσο όμορφα είναι τα παλιά τρέιλερ!) και το τραγούδι “As time goes by” σε εκτέλεση Λούις Άρμστρονγκ και Νατ Κίνγκ Κόουλ.

Casablanca: A Tribute, του Michael Curtiz
Διάρκεια: 
102'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το