Θωμάς Λιούτας / About Author
Αποφοίτησε προσφάτως από την σχολή καλών τεχνών της Θεσσαλονίκης και προσπαθεί να ζωγραφίσει, να γράψει και να διαβάσει. Ο χρόνος θα δείξει αν θα καταφέρει κάποιο από τα τρία.
Γεννημένος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1774, ο Caspar David Friedrich έζησε τα νεανικά και παιδικά χρόνια του στην Greifswald, μια εμπορική πόλη στις όχθες της Βαλτικής, που αποτελούσε κτήση της Σουηδίας μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα. Εκεί, θα σπουδάσει Τέχνη στο πανεπιστήμιο της πόλης, αποκτώντας τις βάσεις που θα τον συνοδεύσουν στην υπόλοιπη καλλιτεχνική σταδιοδρομία του καθώς και τις πρώτες εικόνες από τα τοπία εκείνα που αργότερα θα επηρεάσουν το έργο του. Οι σπουδές του θα συνεχιστούν στην Κοπεγχάγη, όπου και θα μυηθεί στα ιδεώδη του Ρομαντισμού, το κίνημα που αποτέλεσε το μεγαλύτερο κεφάλαιο στη ζωή του Γερμανού ζωγράφου.
Από το 1798, θα ζήσει μόνιμα στη Δρέσδη, κέντρο τεχνών και επιστημών της εποχής, όπου ξεκινά να εργάζεται ως ζωγράφος, αποκτώντας σταδιακά αναγνώριση στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Παρά την αρχική επαγγελματική επιτυχία και τον γάμο του το 1818, από τη δεκαετία του 1820 θα αρχίσει να απομονώνεται. Διακόπτοντας τις κοινωνικές επαφές, επιλέγει έναν μοναχικό δρόμο δημιουργίας. Η απομόνωση αυτή είναι εμφανής και στα τοπία του, τα οποία αποπνέουν συχνά μια έντονη μελαγχολία και μοναχικότητα, εικόνες που αντλούσε από τους συχνούς και μεγάλους περιπάτους που έκανε, μέρα και νύχτα, στα δάση.
Αρχικά, το έργο του αγαπήθηκε πολύ από την κοινωνία της εποχής, μια κοινωνία που διψούσε για τη γερμανικότητα την οποία πρέσβευε ο ρομαντισμός του Friedrich, δεδομένου ότι η τότε Γερμανία ήταν ακόμη μια ομοσπονδία κρατιδίων που αποζητούσαν να ενωθούν. Όμως, η αίγλη του Ρομαντισμού σταδιακά ατόνησε, με αποτέλεσμα ο Friedrich να παραγκωνιστεί και οι περισσότεροι πελάτες του να σταματήσουν τις παραγγελίες και την υποστήριξή τους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε αποκομμένος από την καλλιτεχνική κοινότητα της εποχής, ενώ για να επιβιώσει ο ίδιος και η οικογένειά του βασίζονταν στη βοήθεια των ελάχιστων κοντινών τους φίλων.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο Friedrich, παρότι ξεχάστηκε μετά τον θάνατό του, θα ανακαλυφθεί ξανά από τους καλλιτέχνες του Μοντερνισμού, μεταξύ των οποίων οι Edvard Munch και Max Ernst, που διέκριναν στο έργο του ψυχικό βάθος. Ο Friedrich θα γίνει όμως και πρότυπο καλλιτέχνη για το καθεστώς του Γ’ Ράιχ, που είχε εμμονή με τον γερμανικό Ρομαντισμό και την προβολή της γερμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά συνέπεια, ο Friedrich θα λησμονηθεί και πάλι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού έφερνε μνήμες από τις νωπές ακόμη πληγές που είχε προκαλέσει η ναζιστική ιδεολογία στην Ευρώπη. Είναι εντέλει τη δεκαετία του ’70 που η φήμη του αποκαθίσταται, το έργο του επανέρχεται στο προσκήνιο και μελετάται, με πολλούς καλλιτέχνες να βρίσκουν σε αυτό έναν πνευματικό πατέρα.
Ο λόγος για τον οποίο πολλοί καλλιτέχνες από τις αρχές του 20ού αιώνα επικαλούνται το έργο του ως μείζονος σημασίας δεν είναι τόσο η τεχνική του αρτιότητα όσο το τρομερό πνευματικό του υπόβαθρο. Πρόκειται για ζωγραφική βαθύτατα προσωπική, που δεν στοχεύει στην ωμή αναπαράσταση ενός γεγονότος ή ενός τοπίου, αλλά στα συναισθήματα που γεννούν αυτές οι εικόνες, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην έννοια του μεγαλειώδους (sublime). Στα έργα του, ο άνθρωπος δεν αποτελεί το βασικό θέμα παρά είναι θεατής, ενώ το τοπίο είναι σχεδόν πάντα επιβλητικό και με ψυχικό βάρος που συνθλίβει τόσο τα εικονιζόμενα πρόσωπα που το παρατηρούν όσο και τον εξωτερικό θεατή. Συμβολικά στοιχεία βρίσκονται επίσης διάσπαρτα στο έργο του, ανακαλώντας εικόνες από τη γερμανική κουλτούρα, μυθολογία και λαϊκή παράδοση, αφού ο ίδιος ήταν παθιασμένος πατριώτης και αντι-Γάλλος, εξαιτίας των Ναπολεόντειων πολέμων που έζησε.
Το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ως ζωγράφου, η μουντή χρωματική παλέτα, η ατμοσφαιρική σύνθεση και η ψυχολογικά βαριά θεματολογία του, καθιστούν τον Caspar David Friedrich μοναδική περίπτωση στην τοπιογραφία, συγκρίσιμη ίσως μόνο με τον Βρετανό σύγχρονό του William Turner. Αυτά τα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του είναι ο λόγος για τον οποίο, σε αντίθεση με πολλούς άλλους τοπιογράφους, ο Friedrich αποτελεί –δύο αιώνες μετά– σταθμό στην ιστορία της δυτικής τέχνης και πηγή έμπνευσης για πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες.