«Πάντα να κάνεις το ακροατήριο να υποφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο»
Άλλαι Τέχναι
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Εσκιμώων διαβιεί στα βόρεια πέρατα του κόσμου. Ο Νανούκ και η Σέντνα ζουν ασκητικά, απολύτως μοναχικά, κληρονόμοι ενός τρόπου ζωής που εξαφανίζεται. Παλεύουν ώστε να βρίσκονται πάντα σε αρμονία με την πάλλευκη φύση που τους περιβάλλει, αναζητώντας σε ολοένα και δυσκολότερες συνθήκες την επιβίωσή τους. Ακόμα όμως και σε αυτό το συμπαγές μοτίβο, έχει καταφέρει να δημιουργηθεί μία σχισμή: η Άγα, η κόρη του ζεύγους, η οποία τους έχει εγκαταλείψει προς εξασφάλιση ενός διαφορετικού μέλλοντος.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες και τα έργα τους αξίζουν πάντα το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ένα αξιολογικό ελαφρυντικό αν προτιμάτε, ή μια δεύτερη ευκαιρία. Πολλώ μάλλον όταν στεκόμαστε απέναντι σ’ έναν κινηματογραφικό ογκόλιθο του διαμετρήματος και της ποιοτικής συνέπειας του Clint Eastwood. Αυτού του σκληροτράχηλου Αμερικανού θρύλου που συνεχίζει άοκνα στα 90 παρά κάτι του να κινηματογραφεί και να συνθέτει καλλιτεχνικά αραβουργήματα, προικισμένα με μια στόφα συλλογικής εικονολατρίας και τα φόντα να εκτοξεύσουν τα Box Office στον αέρα. Όμως το τελευταίο φιλμ του αγέραστου κολοσσού πάσχει βαθιά και σοβαρά τόσο στο ύφος όσο και στη θεματική του, ταλαντευόμενο εν τέλει κάπου μεταξύ της μετριότητας και της κοινοτοπίας.
Τι μπορεί να συμβεί σε μια Γυναίκα του Πολέμου (και πόσο χειρότερο να αποβεί) μετά τον Πόλεμο, ενόσω συντελείται Εντός της (στο μυαλό και στη φύση της) μια κατακλυσμιαία, τεκτονική αλλαγή; Το «Ένα Ψηλό Κορίτσι» εκκινεί με τους ήχους κάποιου που «πνίγεται» στο σκοτάδι (σε μια μαύρη οθόνη). Οι ήχοι παρατείνονται τόσο όσο (ενδεχομένως) αρκεί για να φανταστείς την δική σου, εφιαλτική εκδοχή αυτού που διαδραματίζεται.
«Είδα κάποτε έναν άνδρα που έχασε την πίστη του και ξέμεινε με τα ανθρώπινα θηρία. Είδα κάποτε μια γυναίκα που πίστευε ότι δεν θα την περίμενε κανείς στον σταθμό και η διάψευση ήταν γλυκιά.» Και ούτω καθεξής, στο διηνεκές του χρόνου, σε μια ατέρμονη επαναληψιμότητα, στην οποία -όλως παραδόξως- ούτε μια στιγμή μοιάζει με την προηγούμενη. Μια φωνή που θυμίζει Σεχραζάντ, με αυτοκρατορική ουδετερότητα και άσπιλη αχρωμία, ξεδιπλώνει τις χίλιες και μια νύχτες της ανθρώπινης ύπαρξης, οι οποίες συσκευάζονται σε 32 βινιέτες απροσμέτρητης και γενναιόδωρης αμηχανίας.
Βόρεια Γαλλία, 6 Απριλίου 1917. Δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες αναλαμβάνουν να διαμηνύσουν σε ένα τάγμα που ετοιμάζεται για επίθεση τις εντολές του ανώτατου αξιωματικού περί ματαίωσης της επιχείρησης διότι επίκειται ενέδρα των Γερμανών. Για να το κατορθώσουν, πρέπει να διασχίσουν εχθρικές γραμμές. Αν αποτύχουν, χίλιοι εξακόσιοι άνδρες -μεταξύ των οποίων ο αδερφός του ενός- θα οδηγηθούν στη σφαγή.
Σε μια χώρα που βιώνει μια βαθιά οικονομική κρίση, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο εγχώριος κινηματογράφος περνά δύσκολες ώρες. Παρόλ' αυτά, το ελληνικό σινεμά τη δεκαετία 2010-2019 μας χάρισε πολύ καλές ταινίες, που γνώρισαν επιτυχία τόσο στις αίθουσες όσο και σε φεστιβάλ. Ιδού μερικές από αυτές που μας έκαναν να γελάσουμε, να δακρύσουμε, να μείνουμε αισιόδοξοι για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου.
«Δεν θέλω να θυμάμαι». Μια φράση λακωνική που κρύβει μέσα της πόνο, σπαραγμό κι ανείπωτα. Μια φράση που αυτο-αναιρείται αστραπιαία, καθώς δίνει το έναυσμα για να ξετυλιχτεί το κουβάρι μιας συναρπαστικής ζωής. Μιας ζωής γεμάτης έμπνευση, δημιουργία, πάθη, λάθη, τραύματα και απώλειες, με το βλέμμα αδιάκοπα στραμμένο σε μια άνευ όρων ελευθερία. Μέσα από το σεναριακό εύρημα μιας επινοημένης τιμητικής βραδιάς (τοποθετημένης αόριστα κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60), όπου όλοι μεγάλοι του ελληνικού τραγουδιού της αποτείνουν φόρο τιμής, η «Ευτυχία» περιδιαβαίνει τις στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο της σπουδαίας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
O Τουρκογερμανός Fatih Akin είναι μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Αγαπημένος από χρόνια στο ελληνικό κοινό, εστίασε την τέχνη του στην αποτύπωση αληθινών, βαθιά ανθρώπινων χαρακτήρων κι η γραφή του μας απέδωσε μερικά μνημειώδη φιλμ του σύγχρονου κινηματογράφου, όπως το “Head-On” αλλά και το πιο πρόσφατο “In The Fade”. Στο “Golden Glove” όμως, την πιο πρόσφατη ταινία του όπου και συνθέτει το κάδρο ενός κατά συρροή δολοφόνου του Αμβούργου απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 70’, μιλάμε για ένα τελείως διαφορετικό είδος κινηματογραφικής αφήγησης· πολύ πιο ωμό και σκληρό. Τόσο που θέλει αρκετή καρδιά και στομάχι για να απολαύσεις την προβολή.
Η Πετρούνια είναι μία γυναίκα τριάντα δύο ετών που ζει σε μία μικρή πόλη της Βόρειας Μακεδονίας με τους γονείς της. Ιστορικός στο επάγγελμα, αδυνατεί να βρει δουλειά και ετοιμάζεται για μία ακόμα συνέντευξη για μία θέση άσχετη με τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Και ενώ η μέρα των Θεοφανίων έμοιαζε σαν κάθε άλλη στη ζοφερή συλλογή της, η Πετρούνια αποφασίζει ενστικτωδώς να επαναστατήσει: λαμβάνει μέρος στην ανδροκρατούμενη τελετή ανέλκυσης του σταυρού, πιάνοντας η ίδια το θρησκευτικό «έπαθλο» και μετατρέποντας τον καθαγιασμό των υδάτων σε σκάνδαλο για το ήθη της κοινωνίας.