Αύγουστος 1969, Μπέλφαστ. Η Βόρεια Ιρλανδία μοιάζει με καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Οι βίαιες ταραχές ανάμεσα στους Προτεστάντες Loyalists (που παραμένουν πιστοί στο βρετανικό Στέμμα) και τους Καθολικούς Unionists (που επιθυμούν την ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδία), είναι προ των πυλών. Ο ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος, που έμελλε να διαρκέσει σχεδόν 30 χρόνια, άφησε πίσω του εκατόμβες νεκρών αλλά και αγιάτρευτες πληγές, προσθέτοντας ένα ακόμη αιματοβαμμένο επεισόδιο στην ταραχώδη ιστορία ενός τόπου που θαρρείς πως γεννήθηκε για να υποφέρει.
Άλλαι Τέχναι
Χιονισμένα τοπία στους καμβάδες μεγάλων ζωγράφων
Μια μέρα σαν κι αυτή, στις 10 Γενάρη του 1927, κυκλοφόρησε στις γερμανικές αίθουσες μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, ένα ορόσημο του βωβού κινηματογράφου και του είδους της επιστημονικής φαντασίας, μα πάνω απ’ όλα, ένα διαχρονικό πολιτισμικό σημείο αναφοράς: το Metropolis (1927) του σπουδαίου Fritz Lang.
«Ένα μυστικό δεν είναι αναγκαστικά κάτι που θέλεις να κρύψεις. Πολλές φορές, απλώς δεν έχεις σε ποιον να το πεις». Η παραπάνω φράση, που βγαίνει από τα πιο αθώα παιδικά χείλη, συμπυκνώνει και οριοθετεί το σύμπαν του Petite Maman της Σελίν Σιαμά. Ένας κόσμος συναισθηματικής μοναξιάς και βουβαμάρας, όπου το παιδικό βλέμμα φέρνει τα τραύματα στα δικά του μέτρα, προσπαθώντας να τα θεραπεύσει. Διόλου τυχαία, πάντως, η ιστορία μας ξεκινά σε ένα περιβάλλον θανάτου, απώλειας και πένθους.
Τα πάντα στη ζωή είναι θέμα συγχρονισμού και το “Don’t Look Up” σίγουρα πρέπει να ευλογεί τα γένια του για ένα timing σχεδόν θεόσταλτο: ένα σενάριο που γράφτηκε με σκοπό να σχολιάσει δηκτικά τη διαχρονική αδιαφορία για ζητήματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης κατέληξε να συσχετιστεί άμεσα με το κύμα δυσπιστίας απέναντι στην επιστήμη την εποχή του κορωνοϊού. Γενικότερα μιλώντας, η ταινία του Adam McKay (η οποία πέρασε και δεν ακούμπησε στα σινεμά, αλλά έγινε social media sensation με το που κυκλοφόρησε στο Netflix) βρίσκει αναμενόμενη και εύλογη απήχηση σε ένα ευρύτατο κοινό, με κυριότερο γαλόνι ότι στηλιτεύει ανελέητα τα κακώς κείμενα και τις παθογένειες που ταλανίζουν μια πλανητική κοινωνία σε πλήρη σύγχυση, σε συνδυασμό με το λαμπερό της καστ.
Η ταινία που απέσπασε δέκα Βραβεία Ίρις στην Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και αποτελεί την ελληνική πρόταση για τα 94α Όσκαρ, αποτελεί μια ταινία διπόλων που τελικά συμπίπτουν.
Το σύμπαν του Wes Anderson, τόσο ως αισθητική όσο και ως ιδιοσυγκρασία, είναι αναγνωρίσιμο από μακρινούς γαλαξίες. Ένας κόσμος φτιαγμένος από ντελικάτες συμμετρίες, γεωμετρικά κεντραρίσματα, παστέλ αποχρώσεις, οικογενειακές πληγές, απορυθμισμένο χιούμορ. Πάνω απ’ όλα ένας κόσμος που κατοικείται από ήρωες που ψάχνουν την αγάπη δίχως να το φωνάζουν, που στέκονται αμήχανοι μπροστά στο θαύμα της επαφής, που επιζητούν με μανία μια παιδικότητα εξ ορισμού ανέφικτη. Διότι αυτό που λαχταρούν κατά βάση οι ήρωες του Wes είναι να ανακαλύψουν μια συναισθηματική ουτοπία, όπου το παιδικό γούρλωμα και η ενήλικη μελαγχολία μπορούν να συνυπάρξουν. Το πρώτο σκίρτημα της νοσταλγίας σκοτώνει μια για πάντα την παιδικότητα και ο Wes ξορκίζει ξανά και ξανά το ίδιο τραύμα, επινοώντας μια συνθήκη που συνδυάζει τον ενθουσιασμό με τη συγκράτηση.
Ποια είναι άραγε τα στοιχεία που αναγορεύουν μία ταινία σε θρύλο; Η απάντηση είναι ταυτοχρόνως απλή και σύνθετη. Από τη μια, σύνθετη γιατί συνήθως πρέπει να ευθυγραμμιστούνοι τροχιές πολλών παραμέτρων για να συμβεί αυτό, με αυτές τις παράμετρους πολλές φορές να ξεφεύγουν από το αμιγώς κινηματογραφικό-καλλιτεχνικό πεδίο. Από την άλλη απλή, διότι οι μηχανισμοί που οδηγούν στην αθανασία είναι καποιες φορές απλούστεροι απ’ όσο θέλουμε ενίοτε να πιστεύουμε.
Μία φεμινιστική ιστορία εκδίκησης
Ενίοτε ο κινηματογράφος λειτουργεί ως παράθυρο στην πραγματικότητα, παρόλο που πάντα προσδίδει νότες αισθησιασμού και μυστηρίου σε κάθε καρέ του φιλμ, μέσα από την απεικόνιση καθημερινών ιεροτελεστιών, που όσο κοινότυπες και αν είναι, παρουσιάζονται πιο καλαίσθητες, πιο παραμυθικές. Κάποιες από αυτές τις σκηνές, μάλιστα, είναι τόσο έντονες που είναι και οι μόνες που εντυπώνονται στην μνήμη των θεατών μετά το τέλος της ταινίας. Προσοχή, όμως, η σαγήνη δεν ταυτίζεται οριστικά και αμετάκλητα με ερωτισμό, αλλά με έναν τρόπο συμπεριφοράς ή εκτέλεσης μεμονωμένων ενεργειών περισσότερο θελκτικό: ενέργειες που υιοθετούν οι χαρακτήρες των ταινιών που δεν είναι πάντα συνετές ή νόμιμες.