Ο Robert Herman ήταν φωτογράφος δρόμου. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1970, αποθανατίζοντας τους δρόμους της Νέας Υόρκης. Με εξοπλισμό έναν 50άρι φακό και το πάθος του για το χρώμα και το φως, φωτογράφιζε τη ζωή της πόλης όσο πιο αυθεντικά μπορούσε.
Άλλαι Τέχναι
Έχοντας ήδη αποσπάσει τον Χρυσό Λέοντα και το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας με το αριστουργηματικό «Ρασομόν» το 1951 και αφότου έχει ήδη διασκευάσει Dostoevsky (Ο ηλίθιος) και Shakespeare (Ο θρόνος του αίματος), ο μεγάλος Akira Kurosawa αποτολμά κάτι το ολότελα διαφορετικό σε σχέση με την ώς τότε πορεία του. Μονάχα, ίσως, για να αποδείξει ότι το απαράμιλλο ταλέντο του δεν δύναται να στριμωχθεί σε στεγανά και όρια. Το 1963, μεταφέρει αριστουργηματικά στην οθόνη το αστυνομικό μυθιστόρημα του Ed McBain με τίτλο “King’s Ransom”, τοποθετώντας μάλιστα το επίκεντρό του όχι στην γνώριμη εποχή της φεουδαρχικής Ιαπωνίας, αλλά σε παρόντα χρόνο και πιο συγκεκριμένα, στο αστικό τοπίο της πρωτεύουσας. Ο Kurosawa ρίχνει ταυτοχρόνως τόσο μία ενδοσκοπίκη όσο και μία επόπτική ματιά στη μεταπολεμική και ραγδαία εκβιομηχανιζόμενη ιαπωνική κοινωνία.
Ο «ξένος» σε καιρό πλήρους ηθικής κατάπτωσης είναι το πρώτο θύμα του κτήνους που θεριεύει. Η σχηματοποιημένη εκδοχή του αλλότριου που φέρει οποιαδήποτε ετερότητα σε σχέση με τη μαζικοποιημένη κυρίαρχη όψη του πλήθους ως προς το χρώμα του δέρματος ή λιγότερο εμφανή χαρακτηριστικά που άπτονται του δικαιώματος αυτοκαθορισμού (θρησκευτικού, σεξουαλικού, πολιτικού) γίνεται το επίκεντρο όλων των αιτιάσεων για οποιοδήποτε δεινό, κάτι περισσότερο από αποδιοπομπαίος τράγος. Ο αναίτιος αποδέκτης ενός ολότυφλου μίσους που δεν χρειάζεται καν μία πρόχειρη αιτιολόγηση. Μίας κτηνωδίας απαλλαγμένης από τη χρεία προσχημάτων.
Ο Μπράιαν Στίβενσον είναι ένας Αφροαμερικανός δικηγόρος, άρτι αποφοιτήσας από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ με ιδιαιτέρως πολλές περγαμηνές. Αντί όμως να ακολουθήσει κάποια συμβατική οδό στο χώρο των νομικών επαγγελμάτων, ξεκινά μία ανορθόδοξη καριέρα: πηγαίνει στην Αλαμπάμα και αναλαμβάνει την υπεράσπιση καταδικασμένων θανατοποινιτών, κατά κύριο λόγο μαύρων, αποσκοπώντας σε μία -ανήκουστο για την περιοχή- δίκαιη δίκη για λογαριασμό τους. Αντιμέτωπος με ένα κραταιό σύστημα απόλυτου ρατσισμού, ο Στίβενσον μάχεται με τους λέοντες του αμερικανικού νότου έχοντας στο πλευρό ολιγάριθμους συμμαχητές του Δικαίου. Μία από τις αποφάσεις που θα βάλει σκοπό της ζωής του να ανατρέψει είναι και αυτή που καταδικάζει τον μεσήλικα Τζόνι Ντι σε θάνατο για έναν φόνο που ουδέποτε διέπραξε.
Ο Κρίστι είναι ένας μικρομεσαίος Ρουμάνος αστυνομικός ο οποίος μπλέκεται σε έναν κόσμο πολύ πιο περιπετειώδη από τον δικό του, όταν καταφθάνει στα Κανάρια νησιά στο πλαίσιο μίας αποστολής διάσωσης ενός μαφιόζου. Σύντομα μπαίνει ολόψυχα στα άμφια του διπλού του ρόλου και γίνεται ένας νομιζόμενος πληροφοριοδότης που παραστράτησε, ενώ για την εκπλήρωση του σκοπού του απαιτείται και μία σημαντική λεπτομέρεια: να μάθει στην εντέλεια τη ντόπια σφυριχτή διάλεκτο των νησιωτών, που αποτέλεσε έναν μυστικό κώδικα συνεννόησης απανταχού κακοποιών στοιχείων ανά τους αιώνες.
Η Χατίτζε είναι μία μελισσοκόμος τουρκικής καταγωγής που ζει στην καρδιά των ορεινών άγονων εκτάσεων της Βόρειας Μακεδονίας με την υπερήλικη και εν πολλοίς ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί μητέρα της. Διάγει βίο μοναχικό, η ερημική όψη του οποίου αλλοιώνεται μόνο από τις τακτικές καταβάσεις της στην εγγύτερη πόλη χάρη στις οποίες εξασφαλίζει την εμπορία του μέλιτος. Η απόλυτη αρμονία της με το φυσικό περιβάλλον διαταράσσεται όταν η νομαδική πολυμελής οικογένεια των Σαμ -επίσης τουρκικής καταγωγής- καταφθάνει δίπλα στο σπίτι της και η συμβίωση με τους θορυβώδεις γείτονες αποδεικνύεται για την Χατίτζε μία ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία.
Τα «Παράσιτα » του Κορεάτη Bong Joon Ho ("Okja", "Snowpiercer", "Madeo", «Ο Επισκέπτης», «Μνήμες Εγκλήματος») είναι η (τρανή) απόδειξη του πως φτιάχνεται μια σωστή ταινία του Λανθιμο-είδους (o τελευταίος ήταν και στην επιτροπή που το βράβευσε στις Κάννες) όταν υπάρχει γνήσιο (και όχι απατεωνίστικο) ταλέντο και ικανότητα. Mια ταινία που διαθέτει γενναίες δόσεις κυνισμού και πικρού χιούμορ, με Σαμπρολική (ενδο-οικογενειακή) μαυρίλα και Μπουνιουελικό βιτριολισμό, με απαράμιλλη (αξιοζήλευτη για τον έλεγχό της) σκηνοθετική διαχείριση-αρχιτεκτονική και αφηγηματική μαεστρία (χάρις – εν πολλοίς – στο εξαιρετικό, αψεγάδιαστο σενάριο) και είναι – σίγουρα – ο πιο ευφυής κι ένας απ’ τους πιο δίκαιους Χρυσούς Φοίνικες από καταβολής του θεσμού.
«Ο άνθρωπος προσπαθεί συνεχώς να συντονιστεί με τον κόσμο, τυραννισμένος από τη λαχτάρα να κατακτήσει το ιδεώδες που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν και που το αντιλαμβάνεται διαισθητικά, θεωρώντας ως πρωταρχικό αξίωμα». Αυτά έγραφε στην πνευματική του αυτοβιογραφία ο δάσκαλος Andrei Tarkovsky, και τα λόγια του στέκουν ως μοναδικός δείκτης για να συγκεκριμενοποιήσει κανείς και να στοχαστεί πάνω στις αχανείς διαστάσεις του σπουδαίου “Lighthouse” του Robert Eggers. Μια ταινία τόσο κολοσσιαία αισθητικά κι ιδεολογικά, που μεταμορφώνει αμέσως τον Eggers σε πραγματικά μεγάλο κινηματογραφιστή. Ένα φιλμ σαν εφιαλτική και παγωμένη δαγκεροτυπία της ανθρώπινης κατάστασης.
Έξι στερεοτυπικά διαφορετικοί άντρες βρίσκονται σε ένα πολυτελές σκάφος. Ενώ κινούνται προς επιστροφή, το σκάφος παθαίνει κάποια βλάβη οπότε αναγκάζονται να παίξουν κάποιο παιχνίδι για να περάσουν την ώρα τους. Το μόνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι το εξής: Ένα παιχνίδι που δεν διακόπτεται ποτέ, κινείται στο χρόνο της φυσικής ροής των πραγμάτων και στο οποίου οι πάντες βαθμολογούν τους πάντες επί παντός.
Ο Τζότζο είναι ένα δεκάχρονο παιδί που μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία. Μέλος της ναζιστικής νεολαίας ήδη από αυτή την ηλικία, ο μικρός ονειρεύεται μία σταδιοδρομία στα στρατιωτικά κλιμάκια του τρίτου Ράιχ που θα τον οδηγήσει στη δόξα. Όταν ένα ατύχημα με μία χειροβομβίδα θα σταθεί προσωρινά εμπόδιο στην πορεία του, θα στηριχθεί τη βοήθεια ενός ιδιαίτερου φανταστικού φίλου, του Αδόλφου Χίτλερ. Ώσπου ανακαλύπτει ότι η μητέρα του κρύβει στο πατάρι του σπιτιού τους την Έλσα, ένα έφηβο κορίτσι που ανήκει στην «εξωγήινη» φυλή των Εβραίων και έτσι ο μικρός και ο σαχλός φανταστικός φίλος του αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν από κοινού το πρόβλημα της συμβίωσης με τον εχθρό.