Ο Στιβ Κρικρής έκανε σπουδές στον Κινηματογράφο (BFA) στο San Francisco Art Institute. Έχει υπογράψει τη σκηνοθεσία σε περισσότερα από 500 διαφημιστικά σποτ, ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους και θεατρικές παραστάσεις. Το 2010, πρωτοστάτησε στη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου. To "The Waiter" είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η οποία έκανε τη διεθνή της πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου και τιμήθηκε με δύο βραβεία από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου: καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και καλύτερου location.
Ταινιοθήκη
“Mektoub” στα Αραβικά σημαίνει μοίρα, το απροσδιόριστο «γραμμένο». Γι’ άλλους μια συναρπαστική και θελκτική tabula rasa και γι’ άλλους μια αναπόδραστη, σκληρή ειμαρμένη. Πάντα διττή ήταν δηλαδή η φύση της μοίρας, πάντα αχανές κι απροσδιόριστο το νόημά της. Το μόνο σίγουρο είναι όμως ότι όλοι, τόσο οι απελευθερωμένοι απ’ τα δεσμά της όσο κι οι βαθιά σιδηροδέσμιοι, προσπαθούν να την ιχνηλατήσουν, να τη βιώσουν και να την προσεγγίσουν· με λίγα λόγια να προετοιμαστούν για τα μελλούμενα. Αυτός φαίνεται να είναι κι ο αγνός στόχος της τελευταίας ταινίας του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη Abdellatif Kechiche, του μεθυστικά καλοκαιρινού “Mektoub, My Love: Canto Uno”.
Η σκιά που βαρέθηκε να είναι υπόδουλη στο σώμα και διεκδικεί την ελευθερία κινήσεων. Το είδωλο που δεν υπακούει πια στη δύναμη της αντανάκλασης και παλεύει να ξεγλιστρήσει από τα ασφυκτικά όρια του καθρέφτη. Οι πιο πανίσχυροι εχθροί εξ ορισμού και αναντίρρητα. Οι σιαμαίοι μας, καταδικασμένοι να ζουν στο αθέατο περιθώριο, οι οποίοι άπαξ και αποφασίσουν να αυτονομηθούν, αποκτούν αυτομάτως το πάνω χέρι.
Μια ανθρώπινη κουκκίδα σε ένα πάλλευκο τοπίο. Ένα σήμα κινδύνου γραμμένο στην απεραντοσύνη του τίποτα. Στον μοναχικό και άνισο αγώνα απέναντι στη φύση, ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να ενεργοποιήσει καθετί, εγγενές και επίκτητο, που μπορεί να επιστρατευτεί. Τη λύσσα για ζωή με την οποία εξοπλίζεται κάθε έμβιο ον από την πρώτη κιόλας ανάσα. Την ευρηματικότητα του νου που θα αγγίξει άγνωστες ώς τότε κορυφές. Σε συνθήκες βολής και άνεσης, στο κουκούλι της κοινωνίας και του πολιτισμού, τείνουμε να το λησμονούμε, αλλά ο μόνος αληθινός νόμος που διέπει τα πάντα, από καταβολής κόσμου, είναι εξαιρετικά απλός: μια ακόμη δρασκελιά, ένα ακόμη σύρσιμο, για μια ακόμη ανάσα. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι θα είναι η στερνή.
Τι είναι αυτό που με τόση σιγουριά ονομάζουμε «νορμάλ»; Τι μπορεί να κατατάξει κάποιον σε αυτή την κατηγορία, η να του προσδώσει τον αντίστροφο αφοριστικό χαρακτηρισμό; Είναι νορμάλ μόνο να παίζουν τα κορίτσια με κούκλες και τα αγόρια με μηχανές; Οι άντρες να στήνονται μπροστά σε λάγνα σόου από γυναίκες performers και οι γυναίκες να ασχολούνται αποκλειστικά με το τρίπτυχο σπίτι-κρεβάτι-παιδί μέχρι τα βαθιά γεράματα;
Οι ιστορίες και τα τραύματα οικογενειών της Μοσούλης μετά το πέρασμα του ISIS, βρίσκονται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi, που βρέθηκαν στο Ιράκ και κατέγραψαν μερικές από τις πιο φρικιαστικές στιγμές ενός τραγικού πολέμου. Μια ταινία μέρος του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που πραγματεύεται ένα μνημειωδώς δύσκολο ζήτημα, αλλά στέκεται αξιοθαύμαστα στο ύψος του.
«Κάθε μαύρος που γεννήθηκε στην Αμερική, γεννήθηκε στην Beale street, ανεξάρτητα από το αν στην πραγματικότητα γεννήθηκε στο Τζάκσον του Μισισίπι ή το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Η Beale street είναι η κληρονομιά μας». Τάδε έφη ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος James Baldwin, τα λόγια του οποίου εμφανίζονται γυμνά, γενναία, στέρεα και επιβλητικά στο εναρκτήριο πλάνο της νέας ταινίας του Barry Jenkin. Το "If Beale Street Could Talk", που εκδόθηκε το 1974, υπήρξε το πέμπτο μυθιστόρημα της συγγραφικής καριέρας του Μπόλντγουιν, με τη δράση να εκτυλίσσεται στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, αλλά τον τίτλο να παραπέμπει στη θρυλικό οδό με αυτό το όνομα, που βρίσκεται στο Μέμφις της πολιτείας του Τενεσί.
Νέα Υόρκη, 1962. Ο Τόνι «Λιπ» Βαλελόνγκα είναι ένας αγαθός Ιταλοαμερικάνος μπράβος που ζει στο πετσί του την αγωνία της βιοπάλης. Έχοντας συνηθίσει να μετρά τα κουκιά για να τα βγάλει πέρα και να συντηρήσει την οικογένειά του, αναζητά κάθε πιθανή ανακούφιση στην οικονομική του δυσπραγία. Έτσι, όταν ο διάσημος μαύρος πιανίστας δόκτωρ Ντον Σέρλεϊ του προσφέρει τη δουλειά του προσωπικού του οδηγού για την επικείμενη τουρνέ του στον αφιλόξενο αμερικάνικο νότο, ο Τόνι την αποδέχεται παρά τις έντονες επιφυλάξεις του.
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 18 Φεβρουαρίου του 1974 (45χρονη λοιπόν) πανέμορφη Λιβανέζα Nadine Labaki, η οποία είναι και ηθοποιός και σεναριογράφος. Προηγήθηκαν οι ταινίες: "Caramel" ("Sukkar banat", 2007) και «Όταν θέλουν οι γυναίκες» ("Et maintenant on va où?/ Where Do We Go Now?/" 2011).
Ένας πολύχρωμος αισθησιακός χορός, σαν ένα πουλί που στροβιλίζεται αρμονικά όχι στους ουρανούς, αλλά σε απόσταση εκατοστών από το έδαφος. Ένα προαιώνιο κάλεσμα για ζευγάρωμα, ένα τελετουργικό διαιώνισης. Ο άνθρωπος παλεύει με τον Χρόνο και θριαμβεύει χάνοντας, ιδίως όταν δεν αντιλαμβάνεται τον θάνατο ως ένα περιοριστικό φινάλε. Εκ πρώτης όψεως, βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά. Σε ένα άνυδρο κρατήρα που έχει στραγγίξει κάθε ίχνος ζωής ώς εκεί που φτάνει το μάτι. Σκόνη, ξεραϊλα, μια Γη χαρακωμένη κι αυλακωμένη. Το γοερό κλάμα του ανέμου η μόνη απόδειξη κίνησης. Αυτό που φαντάζει, όμως, στη δική μας κοσμοθεωρία ως η απόλυτη ερημιά, για τη φυλή των Γουάγιου, στη Βόρεια Κολομβία, είναι ο ομφαλός του κόσμου.