Άραγε πόσο δυνατό είναι μια πολιτική κατάσταση να βρει αντίκρισμα στις ανθρώπινες σχέσεις; Πόσο δυνατό είναι μια ερωτική σχέση να βρει την αναλογία της στην ψυχροπολεμική πραγματικότητα, την οποία βιώνει ο μεταπολεμικός κόσμος; Και ύστερα ποια θα είναι η ποιότητα αυτής της σχέσης; Πώς θα μπορέσει να τοποθετηθεί απέναντι στο χρόνο και στις αλλαγές που τον συνοδεύουν; Ο Pawel Pawlikowski στη νέα ταινία του “Zimna wojna” (Cold War/Ψυχρός Πόλεμος), δημιουργεί την παραπάνω ερωτική σχέση με τους δικούς του σκηνοθετικούς κανόνες και με την εμπλοκή αντικρουόμενων πολιτισμικών και πολιτικών στοιχείων.
Ταινιοθήκη
Ήταν Οκτώβρης του 1978, όταν ο Michael Myers έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις αμερικάνικες κινηματογραφικές οθόνες, στιγματίζοντας το κοινό και διεκδικώντας επάξια τη θέση του στο πάνθεον των σημαντικότερων κινηματογραφικών «Τεράτων».
Σεναριακά προσχηματικό σε ακραίο σημείο, το "Mandy", από τα πρώτα του κιόλας λεπτά, καθιστά σαφές ότι δεν θα ασχοληθεί με τα απομεινάρια της ορθολογιστικής παράδοσης που ακόμα μαστίζουν την κινηματογραφική δραματουργία. Δηλαδή με τη σκιαγράφηση μιας –λιγότερο ή περισσότερο πειστικής- «ιστορίας». Για το μεταμοντέρνο σινεμά του Κοσμάτου, η υπερρεαλιστική επανάσταση έχει πετύχει.
Ιδού μια πολύ ωραία συνταγή για εμπορική και οσκαρική επιτυχία: Ένα all-american και ταυτόχρονα διεθνές ως προς τον αντίκτυπό του ιστορικό θέμα, όπως το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο φεγγάρι (που, περιέργως, δεν είχε ως τώρα ιδιαίτερη κινηματογραφική προσοχή). Μια γενική αναζωπύρωση της συζήτησης στη Δύση για τα του διαστήματος: Τα σχέδια αποίκισης του Άρη, οι κρουαζιέρες στο διάστημα, οι δυνάμει «φιλόξενοι» πλανήτες και την ίδια στιγμή η διακριτική αλλά υπαρκτή επέλαση του ανορθολογισμού και της συνωμοσιολογίας, ο Trump, τα doomsday σενάρια για την κλιματική αλλαγή.
Μ’ ένα καλοδουλεμένο και μεστό ψυχολογικό θρίλερ κοινωνικών προεκτάσεων μας συστήνεται o αγγλοτραφής σκηνοθέτης Michael Pearce, θέτοντας ψηλά τον πήχη των προσωπικών του φιλοδοξιών και ανεβαίνοντας την εβδομάδα αυτή στις κορυφές των κινηματογραφικών ενδιαφερόντων. Το Beast είναι μια ταινία πρωτόλεια και εν πολλοίς αδύναμη νοηματικά, μα ταυτόχρονα γοητευτική κι ελκυστική για τη διεισδυτικότητά της.
Με το "The Third Murder" (Το Τρίτο Έγκλημα) που προβλήθηκε στην περσινή Μόστρα της Βενετίας, ο φετινός θριαμβευτής (με το "Shoplifters") των Καννών αποπειράται μια μετάθεση ύφους από τον Όζου (του οποίου θεωρείται πανάξιος διάδοχος) στον Kurosawa, λιγότερο αποφασιστική εν τούτοις με βάση τις (προφανείς) απαιτήσεις ενός θέματος που τον κάνει να μοιάζει (ελαφρώς) έξω απ’ τα νερά του. Η ουμανιστική θέρμη των προηγούμενων έργων του παραχωρεί τη θέση της σε ένα ψυχρό, πολυεπίπεδο δικαστικό (αν και εντός αιθούσης συμβαίνουν ελάχιστα) θρίλερ νουάρ αποχρώσεων, το οποίο – μέσα από μεθοδευμένες εκπλήξεις και ανατροπές (ο σκηνοθέτης δίνει την αίσθηση ότι κολακεύεται που τις επιλέγει) – επιχειρεί να αποδομήσει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Ένα πάρτυ. Ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο στη μέση του πουθενά. Μια ομάδα χορευτών. Μια ποτισμένη με LSD σανγκρία. Μια φωτιά. Ένα μαχαίρι. Ένας διάδρομος. Μια σημαία. Μια εφιαλτική νύχτα, που ξεκινά από μια απλή χορευτική πρόβα και καταλήγει σε μια κατάβαση στην κόλαση. Μια συλλογική παράνοια και μια προσωπική αναμέτρηση των παρευρισκομένων με τους βαθύτερους και πιο επικίνδυνους δαίμονές τους.
«Για πολλά χρόνια έκανα ταινίες για καλές γυναίκες, τώρα έκανα μία για ένα σατανικό άνδρα». Αυτή ήταν μία από τις δηλώσεις του Lars von Trier, όταν κλήθηκε να σχολιάσει την τελευταία του ταινία. Κι η επόμενη σκέψη είναι σχεδόν προφανής, αντανακλαστική κι αναπόφευκτη. Ο ανδρικός ήρωας στο "The House that Jack Built" είναι μια αντανάκλαση ειδώλου στον καθρέφτη. Ο αποκτηνωμένος loner, με τις μεγαλομανείς εμμονές και τις εκρήξεις σαδισμού.
Η τρίτη ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη Steve McQueen βασίζεται στην ομότιτλη αυτοβιογραφία του Solomon Northup, ο οποίος απήχθη το 1841 στην Ουάσινγκτον και πέρασε 12 χρόνια στην κόλαση της δουλείας του αμερικάνικου νότου. Ο Northup επί της ουσίας δεν απελευθερώθηκε, αλλά επέστρεψε στο στάτους του ελεύθερου πολίτη, το οποίο κατείχε πριν την απαγωγή του και την αποστέρηση της πραγματικής του ταυτότητας. Το 1853, με το που επέστρεψε στην πρότερη ζωή του, κατέγραψε τις δραματικές εμπειρίες του από αυτή τη δωδεκαετία, ενώ ενεπλάκη με ζήλο στον αγώνα για την κατάργηση της δουλείας. Η εξέλιξη αυτή επήλθε επισήμως μετά το πέρας του Αμερικάνικου Εμφυλίου, με την Τροπολογία του Δεκεμβρίου του 1865, αλλά όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, η ουσιαστική απάλειψη της δουλείας έμελλε να αργήσει ακόμη αρκετά.
Με τα δύο στιβαρά βραβεία, Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο ενεργητικό της ήδη από την παρουσίασή της στο Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και τα πέντε συνολικά βραβεία από την Ιρανική Ακαδημία Κινηματογράφου, η «Περίπτωση συνείδησης» του Vahid Jalilvand (“Wednesday, 9 May”) έρχεται, αν και καθυστερημένα, στις ελληνικές αίθουσες από την Ama Films, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για διανομή ταινιών μικρής παραγωγής αλλά μεγάλης λάμψης. Το ιρανικό σινεμά, ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό κοινό ήδη από τις πρώτες επαφές του με τον κινηματογράφο του Asghar Farhadi και του Abbas Kiarostami, συνεχίζει να εκπλήσσει με τη διαύγειά του και την ειλικρινή του ανάγκη να αφηγηθεί ιστορίες. Ο Jalilvand συνεχίζει την παράδοση του χαμηλόφωνου και βραδείας καύσεως κοινωνικού θρίλερ των συγχρόνων του, σκιαγραφόντας την αστική Τεχεράνη του σήμερα μέσα από τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων της.