Το «Εγώ, ο Κολοκυθάκης» (Ma vie de Courgette) είναι μια ταινία που την είδαμε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στο φεστιβάλ των Καννών του 2016. Στο περσινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε ως η μία από τις τρεις ευρωπαϊκές ταινίες που ήταν υποψήφιες για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε ο Ελβετός Claude Barras.
Ταινιοθήκη
Καλοκαίρι του 1950, στην πολυσύχναστη πλαζ του Κόνι Άιλαντ, στα περίχωρα του Μπρούκλιν. Ένα σμήνος από λουόμενους, φασαριόζικο και παλλόμενο μεν, άμορφο και ακανόνιστο δε, απολαμβάνει τα θερινά του μπάνια. Στο πίσω φόντο, το ξόρκισμα των -κυρίως ψυχολογικών- δεινών του πολέμου και η δυσκολία επανάκαμψης σε μια γωνιά του Μεγάλου Μήλου που δεν βιώνει το baby boom και το αμερικάνικο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα. Σύμβολο της γειτονιάς αυτής η ρόδα του λούνα παρκ, η διάσημη Wonder Wheel, που υπόσχεται και υλοποιεί ένα μόνο θαύμα: αυτό της αδιαπραγμάτευτης στασιμότητας.
Μια φλεγματική σαιξπηρική ηρωίδα που ταξιδεύει ως τη Ρωσία μέσα από τη νουβέλα του Nikolai Leskov, για να ξαναβρεθεί στην αποξένωση της βρετανικής υπαίθρου του 19ου αιώνα. Ταξικά χάσματα και υπαρξιακά κενά, που μόνο μέσα απ’ τον έρωτα μπορούν να γεμίσουν, να εκπληρωθούν, να γεφυρωθούν, σε μια ατμόσφαιρα που έχει κάτι από Ανεμοδαρμένα Ύψη και μια ηρωίδα που έχει κάτι από Μαντάμ Μποβαρύ.
Ο Λάκι είναι ένας ενενηντάχρονος Αμερικανός που κατοικεί στο Νότο και περνάει τον καιρό του καπνίζοντας και βλέποντας τηλεόραση. Έχει μια σταθερή καθημερινότητα που περιλαμβάνει πρωινή γυμναστική, καφέ στο ίδιο πάντα μέρος, σταυρόλεξα και ένα μπλάντι μέρι κάθε βράδυ. Είναι μία από τις φιγούρες της μικρής του πόλης, καθώς όλοι γνωρίζουν την ύπαρξή του και τις παραξενιές του. Σε όλα αυτά τα χρόνια που έχει περάσει στο μέρος, όλο και κάποια κουβέντα θα έχουν ανοίξει μαζί του, έξω από ένα μπαρ ή περπατώντας προς τις δουλειές τους.
«Η Ιστορία δεν είναι το παρελθόν. Η Ιστορία είναι το παρόν. Τη φέρουμε μέσα μας. Είμαστε η Ιστορία μας. Αν προσποιηθούμε ότι αυτό δεν ισχύει, δεν είμαστε παρά κοινοί εγκληματίες.» Ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος James Baldwin (1924-1987) παράτησε τη βολή της μεταπολεμικής παρισινής αυτοεξορίας, έχοντας πλέον αγγίξει ένα σημείο θραύσης, το δικό του ύστατο όριο. Δεν μπορούσε να αρκεστεί στον ρόλο ενός εξ αποστάσεως περισπούδαστου διανοούμενου, τη στιγμή που στην πατρίδα του το καζάνι ήταν ξέχειλο.
Ο Στίβεν Μέρφι είναι ένας καρδιοχειρουργός που φαινομενικά έχει τα πάντα: οικονομική άνεση, όμορφη τετραμελή οικογένεια, επαγγελματική αναγνώριση. Έχει μάλιστα και υπό την προστασία τον Μάρτιν, έναν ψυχικά διαταραγμένο έφηβο. Μεταξύ τους έχουν μια ιδιαίτερη σχέση, καθώς ο Στίβεν είχε χειρουργήσει τον πατέρα του Μάρτιν. Μια επέμβαση από την οποία αυτός δεν επέζησε. Όσο όμως ο Μάρτιν εισχωρεί όλο και παραπάνω στον Οίκο του Στίβεν, οι δεσμοί της οικογένειας υφίστανται ανυπολόγιστη ζημιά, καθώς αποκαλύπτεται ότι αληθής πρόθεση του νεαρού είναι η εκδίκηση για τον αδικοχαμένο πατέρα του.
Testről és lélekről ή αλλιώς: τι μουσική θα έβγαζε μια παγωμένη λίμνη
Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, οι φοβεροί και τρομεροί αδερφοί Κοέν είχαν γράψει ένα σενάριο για ένα ντόμινο φόνων που εκτυλίσσεται σε ένα τυπικό καλοβαλμένο και αποστειρωμένο σκηνικό αμερικανικών προαστίων, στη δεκαετία του ’80. Για τον φίλο τους George Clooney, ο οποίος παραδοσιακά υποδύεται κάποιον όχι και τόσο ευφυή χαρακτήρα στις ταινίες τους, είχαν κατά νου τον βραχύ, αλλά τελείως πιασάρικο, ρόλο ενός ασφαλιστή που ανακαλύπτει τη βασική πλεκτάνη. Το παρατημένο αυτό πρότζεκτ ανέβαλε, λοιπόν, ο George Clooney, αλλάζοντας την πλοκή σε ορισμένους ουσιώδεις άξονες.
Χαϊδάρι, 1944. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης, μαζί με χιλιάδες ακόμη Έλληνες, βρίσκεται κρατούμενος των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Εκτελεί χρέη διερμηνέα των Ναζί και ως εκ τούτου γίνεται συχνά αυτόπτης μάρτυρας της κτηνωδίας τους. Λόγω της ιδιαίτερης θέσης του, έχει αναπτύξει διαφορετική σχέση με τον Γερμανό διοικητή του στρατοπέδου. Μια σχέση ψυχοφθόρα, καθώς στην ουσία αδυνατεί να βοηθήσει τους συμπατριώτες του, οι οποίοι κοιτούν, δικαιολογημένα από τη μεριά τους, με καχυποψία την επαφή του με τον σκληρό διοικητή.
Όπως διατρανώνει εμφατικά ο τίτλος του, το «Χωρίς αγάπη», του σπουδαίου Ρώσου Andrey Zvyagintsev, φύεται κακήν κακώς σε ένα κόσμο στραγγιγμένο από οποιαδήποτε τρυφερότητα και ενσυναίσθηση. Σε ένα κόσμο άνυδρο και στείρο. Το αληθινά σπαρακτικό, όμως, στο σύμπαν του “Loveless” είναι ότι ανιχνεύονται, ακόμη και στα πιο σκοτεινά του σημεία, κάποιες στάλες ανάγκης. Ανάγκης για εκδήλωση συμπόνοιας, για κυοφόρηση αισθήματων, για την ανθρωπιά του να νοιάζεσαι και να μοχθείς για ένα σκοπό που σε υπερβαίνει εξ ορισμού και καθ’ ολοκληρίαν.