Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής χρειάστηκαν μεγάλο, διαρκή αγώνα και πίστη σε ένα κοινό Όραμα για να οικοδομήσουν το Αύριο μιας χώρας που συνασπίστηκε πάνω από τα συντρίμμια ενός Πολέμου της Ανεξαρτησίας κι ενός Εμφυλίου, αλλά και τη διακύβευση μιας ετερόκλητης πραγματικότητας, ενός τρομακτικού ψηφιδωτού που έμοιαζε με αβυσσαλέο χωνευτήρι πολιτισμών και παραδόσεων, δυσκολοκατάβλητου, απειθάρχητου και αποξενωτικού.
Ταινιοθήκη
O Fatih Akin, μετά την ταινία «Η Μαχαιριά» (“The Cut”, 2014), για το Ολοκαύτωμα των Αρμενίων, η οποία ήθελε να φτάσει ώς το κόκαλο, αλλά ακουμπούσε μονάχα ξώφαλτσα και επιδερμικά, επιστρέφει σε μία γνώριμη χαλαρή διάθεση. Αυτή που είχε γεννήσει τις μεγάλες του επιτυχίες “Soul Kitchen” (2009) και “Head-On” (2004) και στην οποία δείχνει να κινείται με χάρη και επιδεξιότητα. Βασικοί του ήρωες δύο ανήλικοι κοινωνικοί παρίες, οι μόνοι απόντες από το καλοκαιρινό πάρτι της βασίλισσας του σχολείου. Από τη μια, ο Μάικ, ένα ευαίσθητο, αόρατο και -όπως έχει πείσει τον εαυτό του- βαρετό αγόρι, με μία αλκοολική μητέρα με την οποία αλλήλο-αγαπιούνται και έναν παντελώς ψυχρό και αδιάφορο πατέρα. Από την άλλη, ο Τσικ, ένας μετανάστης αδιευκρίνιστης καταγωγής, με ρίζες που διακλαδώνονται στο πουθενά, και εμφάνιση -ιδίως ενδυματολογική- που προκαλεί αυτόματα τη χλεύη.
Είναι πολύ δύσκολο όταν μπαίνεις στην σκοτεινή αίθουσα για να παρακολουθήσεις ένα φιλόδοξο biopic που ξεδιπλώνει τη ζωή και την καριέρα ενός από τα λαμπερότερα μουσικά ινδάλματα που σφράγισαν με το χνάρι τους τον προηγούμενο αιώνα (και μίας από τις πιο αγαπημένες σου τραγουδίστριες όλων των εποχών), να πειθαρχήσεις και να παραμείνεις στο αμιγώς ζητούμενο που είναι το κινηματογραφικό (για το μουσικό δεν κουβαλάς τον παραμικρό ενδοιασμό – και δικαιώνεσαι) αποτέλεσμα του εγχειρήματος.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι τούτη η ταινία των Gastón Duprat και Mariano Cohn. Μια ταινία, που φέρνει στο νου κάτι από το «Κυνήγι» του Thomas Vinterberg αλλά και από τον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού, σε πιο χαλαρούς τόνους πάντως, όπως και να έχει. Μια σπουδή πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, τα δάνεια από την πραγματικότητα, την ίδια την τέχνη της αφήγησης, εντέλει, το ίδιο το σινεμά!
Στις 14 Ιουλίου 2015, o Arthur Cave , ο ένας από τους δυο γιους που είχε αποκτήσει ο Nick Cave με το πρώην μοντέλο Susie Bick, βρήκε τραγικό θάνατο, πέφτοντας από ένα γκρεμό στο Μπράιτον της Αγγλίας, ευρισκόμενος –όπως έχει εμμέσως επιβεβαιωθεί- υπό την επήρεια ουσιών. Εκείνη την εποχή, ο σκοτεινός πρίγκιπας ηχογραφούσε το δέκατο έκτο άλμπουμ του συγκροτήματος Nick Cave and The Bad Seeds, με τίτλο “Skeleton Tree”. Παρόλο που το μεγαλύτερο τμήμα του άλμπουμ είχε ήδη ηχογραφηθεί, ο Cave, με τη βοήθεια των συνεργατών του, ενέταξε το συναίσθημα της σοκαριστικής οδύνης στους στίχους και τη γενικότερη αύρα του “Skeleton Tree”, το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα στο μυαλό του κοινού με αυτή την ανείπωτη τραγωδία.
Η Justine είναι μία νεαρή βίγκαν που ξεκινάει τις σπουδές της στην Κτηνιατρική, στο κολέγιο όπου σπουδάζει η αδερφή της και σπούδαζαν παλαιότερα οι γονείς της. Όταν στην πορεία αναγκάζεται να φάει ένα ωμό νεφρό λαγού, στο πλαίσιο μίας τελετής μύησης που οργανώνουν οι συμφοιτητές της, αισθάνεται την όρεξή της για το κρέας να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ύψη, ικανά να την ωθήσουν μέχρι και στη βρώση ανθρώπινων μελών.
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Mustafa Kara, οχτώ χρόνιαμετά την πρώτη του, το “Umut adasi” (2015). Η ταινία «Το κρύο της Τραπεζούντας», αν και παραγωγή του 2015, ήταν η επίσημη υποψηφιότητα της Τουρκίας για τα ξενόγλωσσα Όσκαρ του 2016, δεν μπόρεσε όμως να μπει στις τελικές υποψηφιότητες και να διεκδικήσει το αντίστοιχο βραβείο που δόθηκε πριν περίπου ένα μήνα. Η ταινία προβλήθηκε σε μια σειρά από φεστιβάλ, όπως του Τόκιο, της Αντάλια, της Ανζέ, του Αμβούργου, της Χάιφας. Και στο φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης βραβεύτηκε με την Χρυσή Τουλίπα καλύτερης σκηνοθεσίας, αλλά και με τα βραβεία καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας, μοντάζ και α’ ανδρικού ρόλου (στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα).
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Γιάννης Σακαρίδης, μετά το “Wild Duck” (2013). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ της Μπουσάν. Ακολούθησε η παρουσία της στο φεστιβάλ του Σικάγο. Κατόπιν, ήταν η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που έλαβαν μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου τιμήθηκε με Ειδική Μνεία για την ερμηνεία του Βασίλη Κουκαλάνι, αλλά και με το βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας από τη FIPRESCI. Πήρε μέρος και στο φεστιβάλ της Τεργέστης και η φεστιβαλική της πορεία συνεχίζεται.
«Κάπου, ήταν κάποτε ήδη…»
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του John le Carre, η ταινία αφηγείται την ιστορία του μυστικού πράκτορα George Smiley (Gary Oldman) και σκιαγραφεί τα ανώτατα κλιμάκια των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών στη μέση του Ψυχρού Πολέμου. Ο Smiley, αφού αποσύρεται από την ενεργό δράση, καλείται να επιστρέψει για να διερευνήσει την ύπαρξη ενός διπλού πράκτορα, καθοδηγούμενου από τη Σοβιετική Ένωση, ο οποίος μάλιστα βρίσκεται σε εξέχουσα θέση στην ιεραρχία της αγγλικής αντικατασκοπείας.