Το σκηνοθετικό δίδυμο των Kristina Grozeva και Petar Valchanov μας συστήθηκε πριν τρία χρόνια. Η πρώτη τους ταινία, το εξαιρετικό «Μάθημα» (“Urok”, 2014), είχε λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είχε τιμηθεί με βραβείο καλύτερου σεναρίου και χάλκινου Αλεξάνδρου. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια για να προβληθεί εκείνη η ταινία στους κινηματογράφους της χώρας μας. Στις 31 Μαρτίου του 2016, λοιπόν, βγήκε σε περιορισμένο κύκλωμα, μόνο στην Αθήνα! Αυτό δεν εμπόδισε τον γράφοντα να συμπεριλάβει την ταινία στη δεκάδα του με τις καλύτερες ταινίες που προβλήθηκαν εμπορικά στη χώρα μας για το 2016. Κι όσοι την έχετε δει είμαι σίγουρος ότι συμφωνείτε μαζί μου.
Ταινιοθήκη
Η Βερόνικα ζει στην Πολωνία. Εργάζεται σε ένα μουσικό σχολείο και ετοιμάζεται για την πρώτη της παράσταση όπερας. Η φωνή της είναι μία δίοδος προς το Θείο. Μία σκάλα που ανεβαίνει ως τους Ουρανούς και εξαφανίζεται. Ένα μέσο εξαΰλωσης, ένα θανατερό χάρισμα αθανασίας. Μία σπονδή του σώματος στην ψυχή.
Υπήρχε μια εποχή, στα τέλη των 90s και στην αυγή των 00s, που οι «σκοτεινές», σοβαροφανείς μεταφορές κόμικ στη μεγάλη οθόνη δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Το κλίμα της εποχής επίτασσε οι κινηματογραφικές εκδοχές γνωστών κόμικ ηρώων να είναι όσο πιο «ενήλικες» γίνεται, στο πλαίσιο, φυσικά, της σήμανσης «άνω των 13ών», καθώς η κατηγορία «άνω των 18», ειδικά όσον αφορά ταινίες που απευθύνονται σε εφήβους και νέους ενήλικες, μπορεί να καταστεί εισπρακτικά καταστροφικό για μια ταινία που επιδιώκει να αποσβέσει ένα σοβαρό budget και να αποφέρει αρκετό κέρδος ώστε να δικαιολογήσει τις πολυπόθητες συνέχειες. Μερικές εξ αυτών πέτυχαν απόλυτα τον στόχο τους, αφού το πρωτογενές υλικό ταίριαζε με την πιο σκοτεινή αισθητική των κινηματογραφικών τους αντίστοιχων, όπως το «Κοράκι» και το πρώτο “Blade”.
Η Γαλλίδα γλύπτρια Camille Claudel [Καμίγ (και σίγουρα όχι Καμίλ) Κλοντέλ] (1864-1943) υπήρξε για περισσότερο από μία δεκαετία μοντέλο, μαθήτρια, μούσα και ερωμένη του περίφημου γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν. Με το πέρας της θυελλώδους σχέσης τους, η Claudel αυτονομήθηκε καλλιτεχνικά και ξεκίνησε να εκθέτει τα δικά της έργα στα τέλη του 18ου αιώνα ως και τις αρχές του 19ου. Εκείνη τη χρονική περίοδο, εμφάνισε τα πρώτα δείγματα ψυχολογικών διαταραχών και απομόνωσης, τα οποία εντάθηκαν τα προσεχή χρόνια. Το 1913, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της και κατόπιν προτροπής του ποιητή αδερφού της, Paul Claudel, εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική. Η Camille Claudel έμελλε να περάσει τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής της μεταξύ ασύλων και κλινικών, καθώς όλες οι απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια που απηύθυνε προς την οικογένειά της, έπεσαν στο κενό.
Το καλοκαίρι του 1962, ο Φινλανδός Πρωταθλητής Ευρώπης, ο ερασιτέχνης πυγμάχος, Όλλι Μάκι, είναι έτοιμος να αγωνιστεί για τον τίτλο του Πρωταθλητή Κόσμου στην κατηγορία φτερού απέναντι στον έχοντα τον τίτλο Αμερικάνο Πρωταθλητή, Ντάεβι Μουρ. Ο δρόμος από την επαρχία της Φινλανδίας μέχρι την καρδιά του Ελσίνκι, μοιάζει να είναι στρωμένος για την επιτυχία. Το μόνο που χρειάζεται ο Όλλι Μάκι είναι να χάσει βάρος και να συγκεντρωθεί στην προπόνηση, υπό την επίβλεψη του πρώην πρωταθλητή πυγμαχίας Έλις Άσκ. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα… Ο Όλλι έχει ερωτευτεί τη Ράιγια!
Όταν ένα τηλεφώνημα από το νοσοκομείο τον ενημερώνει ότι ο αδερφός του Joe (Kyle Chandler) έχει υποστεί καρδιακό επεισόδιο, ο Lee Chandler (Casey Affleck), αφήνει τη δουλειά του ως επιστάτης στη Βοστόνη, και επιστρέφει στο Manchester, όπου έζησε τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του. Εκεί θα μάθει ότι ο αδερφός του είναι ήδη νεκρός και θα χρειαστεί να αναλάβει τη φροντίδα του έφηβου ανιψιού του Patrick (Lucas Hedges). Τα φαντάσματα του παρελθόντος του χτυπούν την πόρτα και η ανάληψη ευθυνών είναι προ των πυλών.
Ο Χιλιανός ποιητής Pablo Neruda είναι μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 21ου αιώνα. Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Pablo Larraín μοιάζει να το γνωρίζει καλά και το εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Δεν επιχειρεί να δημιουργήσει μια βιογραφική ταινία ή έστω να φωτίσει απόκρυφες πτυχές της ζωής του ποιητή. Ούτε και δημιουργεί μια εναλλακτική βιογραφία. Χρησιμοποιεί μαεστρικά την αίγλη του ονόματος –που χαρίζει στο έργο και τον τίτλο του– για να αφηγηθεί μια ιστορία που δεν εξαντλείται σε απλή εξιστόρηση επεισοδίων από τον ταραγμένο βίο του Neruda.
Στο κινηματογραφικό σύμπαν του υπέροχου Φινλανδού σκηνοθέτη Aki Kaurismäki, οι κώδικες επικοινωνίας και αντίληψης των πραγμάτων είναι είναι «πειραγμένοι» και ελλειπτικοί, είναι διακεκομμένοι και τελετουργικοί.
O Renton, ο Spud, ο Sick Boy, o Begbie, ο Tommy. Πέντε χαμένα κορμιά από τις υποβαθμισμένες περιοχές του Εδιμβούργου, που «επέλεξαν να μην επιλέξουν τη ζωή» και να αφεθούν στη γλυκιά και παρηγορητική θαλπωρή της ηρωίνης. Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, ο Danny Boyle μας σύστησε μία παρέα από hard core losers που έζησαν σαν να μην υπάρχει αύριο, ακριβώς επειδή μάλλον δεν υπήρχε αύριο, και μας άφησε στο φινάλε με μία απορία. Ο Renton, αφότου έκλεψε τα λεφτά των φίλων του (αλλά είχε κι αυτός τα δίκια του, υπό μία έννοια, μην το ξεχνάμε), τι ακριβώς απέγινε;
Η μουσική είναι μία Σειρήνα. Που είναι ικανή να απαλύνει τον πόνο. Που βρίσκει ενίοτε τον τρόπο να ρίχνει ένα πέπλο πάνω από τα βάσανα. Που γλυκαίνει την πίκρα και παρηγορεί το κουρασμένο μυαλό. Που έχει τη δύναμη να αναπαύει και επιταχύνει την ούτως ή άλλως ασταμάτητη ροή του χρόνου. Που κατορθώνει, έστω και φευγαλέα ή ακόμη και απατηλά, να εξανθρωπίζει το κτήνος που αποδεσμεύει κάθε λίγο και λιγάκι ο άνθρωπος.