Ο Τιερί δεν είναι ούτε ήρωας ούτε δειλός. Είναι ένας άνθρωπος τρομερά στριμωγμένος. Όταν απολύθηκε (αδίκως) από το εργοστάσιο όπου δούλευε, βρέθηκε σε κινούμενη άμμο. Πάλεψε, προσπάθησε να σώσει τη δουλειά του, πάσχισε να φέρει τους υπεύθυνους ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά σε κάποια στιγμή κουράστηκε. Η ζωή συνεχίζεται ανεξάρτητα από τη δική μας συμμετοχή κι ο Τιερί δεν ήθελε να δηλώσει «απών». Συμμορφώθηκε λοιπόν με τον «νόμο της αγοράς».
Ταινιοθήκη
Σε ένα δυστοπικό, όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όσοι άνθρωποι χωρίζουν μεταφέρονται σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο όπου τους δίνεται 45 μέρες διορία προκειμένου να βρούν νέο ερωτικό σύντροφο. Αν δεν τα καταφέρουν, μεταμορφώνονται στο ζώο της επιλογής τους. Στο μεταξύ, μια ομάδα ανέντακτων αρνείται να υποβληθεί σε αυτή τη διαδικασία και κρύβεται στο δάσος έχοντας σχηματίσει μια κοινωνία εξίσου αυταρχική και γεμάτη ασφυκτικά αυστηρούς κανόνες και βίαιες τιμωρίες.
Φαίνεται ότι δημιουργείται μια άτυπη διαστημική τριλογία στο Hollywood, με απανωτά ηχηρά χτυπήματα: “Gravity” του Alfonso Cuarón το 2013, “Interstellar” του Christopher Nolan το 2014, “The Martian” του Ridley Scott φέτος. Το νήμα που τις συνδέει μεταξύ τους είναι η επιστημονική εγκυρότητα και η προσοχή στη λεπτομέρεια.
Ο pop μύθος των αδερφών Kray μάλλον δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα. Κι όμως αυτό το δίδυμο των gangster αλώνιζε τους δρόμους και τα κλαμπ του Ανατολικού Λονδίνου για περίπου δύο δεκαετίες. Αδίστακτοι εκτελεστές, δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, ορισμός του badass, λαϊκά είδωλα, εκκεντρικοί, λάτρεις της μόδας , μαμόθρεφτοι, παρανοϊκοί, αφού πρώτα έζησαν μια ζωή αντάξια rock star, πέρασαν πολλές, πολλές δεκαετίες στη φυλακή (ο Reggie) και στο ψυχιατρείο (ο Ronnie).
Η απίστευτη, αλλά καθόλα αληθινή, ιστορία του Φιλίπ Πετί, που το 1974, έτος εγκαινίων των δίδυμων πύργων, εκτέλεσε ένα από τα πιο επικίνδυνα, αλλά και εντυπωσιακότερα stunt της ιστορίας, ακροβατώντας πάνω σε ένα σκοινί ανάμεσα στους δύο πύργους, αφήνοντας ανεξίτηλη στο συλλογικό υποσυνείδητο της Αμερικής μια πανέμορφη εικόνα που έμελλε δεκαετίες μετά να σπιλωθεί από ένα τραγικό γεγονός που σημάδεψε τον ιστορικό ρου της Αμερικής με την πτώση των πύργων.
Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1955, μεταξύ των πολύβουων δρόμων της Νέας Υόρκης και μίας παραδοσιακής αγροτικής φάρμας, κάπου στην πολιτεία της Ιντιάνα. Βρισκόμαστε ενώπιον δύο ανθρώπων που συναισθάνονται πως αγγίζουν τη σπουδαιότητα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να την αρπάξουν, να την κάνουν ολόδική τους. Βρισκόμαστε απέναντι σε μία στιγμή που διαφέρει από τις υπόλοιπες στιγμές, γιατί είναι έτοιμη να γίνει από κάμπια πεταλούδα, να μεταμορφωθεί σε Ιστορία. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου παγώνει ο χρόνος και μετατρέπεται σε αθανασία. Βρισκόμαστε ένα κλικ πριν από το μεγαλείο. Κυριολεκτικά ένα κλικ ή τέλος πάντων, ίσως λίγα περισσότερα, αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα ακριβώς με το όνομά τους.
Μία λάμπα φωτίζει αχνά ένα δωμάτιο. Αδυνατούμε να το διακρίνουμε ολόκληρο, προσανατολιζόμαστε αμυδρά. Παρατηρούμε σχολαστικά τα διάφορα αντικείμενα και καθώς η κάμερα μετατοπίζεται προς τα δεξιά, μας αποκαλύπτεται η παρουσία δύο ανθρώπων. Αρχικά, ενός άνδρα και έπειτα, μίας γυναίκας. Η σιωπή μεταξύ τους μοιάζει ατελείωτη. Η αναμονή να συμβεί το οτιδήποτε, βασανιστική. Η πρώτη ουσιαστική κίνηση της γυναίκας είναι να πειραματιστεί με τη θέση μίας κορνίζας. Αμέσως μετά, θα μετακινήσει κάποια από τα αντικείμενα του δωματίου.
Το 1939, στις παρυφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το παρισινό κοινό μάλλον αντικρίζει έντρομο το καθρεφτισμένο είδωλο του στο πανί. Αυτό μιας διεφθαρμένης, αμοραλιστικής κοινωνίας που βαδίζει με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή, με αποτέλεσμα να λογοκριθεί η ταινία ως «υποσκάπτουσα την ηθική». Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, η αυθεντική μορφή της επιτέλους ανασυντίθεται και μία από τις ταινίες – σταθμούς στην ιστορία του κινηματογράφου στρογγυλοκάθεται στον θρόνο της.
«We are infinite!”
«Μια φορά με επισκέφθηκε ένας νέος άντρας, ένας ερασιτέχνης φωτογράφος. Τον ρώτησα το 1983, «Πώς επιβίωσες από αυτόν το σκληρό πόλεμο;» Μου είπε, «Ήταν πολύ εύκολο. Το αντιμετώπισα σαν μια μεγάλη εκδρομή». Είπε στον εαυτό του: «Πώπω! Τι σπουδαίες εικόνες: Πυροβολισμοί, κανονιές, πληγωμένοι, ουρλιαχτά…». Τα είδε όλα σαν να κοίταζε μέσα από μια φανταστική κάμερα. Τότε συνέβη κάτι: Η «κάμερά» του έσπασε. Είχε βρει ένα μηχανισμό για να μείνει έξω από την αυτήν την κατάσταση, σαν να έβλεπε μια ταινία για τον πόλεμο αντί να συμμετέχει. Αυτό τον προστάτευσε. Μόλις σύρθηκε από τα γεγονότα, δεν μπορούσε πια να αρνηθεί την πραγματικότητα. Ο τρόμος τον περικύκλωσε και σάλταρε».

