Μια μέρα σαν κι αυτή, στις 10 Γενάρη του 1927, κυκλοφόρησε στις γερμανικές αίθουσες μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, ένα ορόσημο του βωβού κινηματογράφου και του είδους της επιστημονικής φαντασίας, μα πάνω απ’ όλα, ένα διαχρονικό πολιτισμικό σημείο αναφοράς: το Metropolis (1927) του σπουδαίου Fritz Lang.
Ταινιοθήκη
«Ένα μυστικό δεν είναι αναγκαστικά κάτι που θέλεις να κρύψεις. Πολλές φορές, απλώς δεν έχεις σε ποιον να το πεις». Η παραπάνω φράση, που βγαίνει από τα πιο αθώα παιδικά χείλη, συμπυκνώνει και οριοθετεί το σύμπαν του Petite Maman της Σελίν Σιαμά. Ένας κόσμος συναισθηματικής μοναξιάς και βουβαμάρας, όπου το παιδικό βλέμμα φέρνει τα τραύματα στα δικά του μέτρα, προσπαθώντας να τα θεραπεύσει. Διόλου τυχαία, πάντως, η ιστορία μας ξεκινά σε ένα περιβάλλον θανάτου, απώλειας και πένθους.
Τα πάντα στη ζωή είναι θέμα συγχρονισμού και το “Don’t Look Up” σίγουρα πρέπει να ευλογεί τα γένια του για ένα timing σχεδόν θεόσταλτο: ένα σενάριο που γράφτηκε με σκοπό να σχολιάσει δηκτικά τη διαχρονική αδιαφορία για ζητήματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης κατέληξε να συσχετιστεί άμεσα με το κύμα δυσπιστίας απέναντι στην επιστήμη την εποχή του κορωνοϊού. Γενικότερα μιλώντας, η ταινία του Adam McKay (η οποία πέρασε και δεν ακούμπησε στα σινεμά, αλλά έγινε social media sensation με το που κυκλοφόρησε στο Netflix) βρίσκει αναμενόμενη και εύλογη απήχηση σε ένα ευρύτατο κοινό, με κυριότερο γαλόνι ότι στηλιτεύει ανελέητα τα κακώς κείμενα και τις παθογένειες που ταλανίζουν μια πλανητική κοινωνία σε πλήρη σύγχυση, σε συνδυασμό με το λαμπερό της καστ.
Η ταινία που απέσπασε δέκα Βραβεία Ίρις στην Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και αποτελεί την ελληνική πρόταση για τα 94α Όσκαρ, αποτελεί μια ταινία διπόλων που τελικά συμπίπτουν.
Το σύμπαν του Wes Anderson, τόσο ως αισθητική όσο και ως ιδιοσυγκρασία, είναι αναγνωρίσιμο από μακρινούς γαλαξίες. Ένας κόσμος φτιαγμένος από ντελικάτες συμμετρίες, γεωμετρικά κεντραρίσματα, παστέλ αποχρώσεις, οικογενειακές πληγές, απορυθμισμένο χιούμορ. Πάνω απ’ όλα ένας κόσμος που κατοικείται από ήρωες που ψάχνουν την αγάπη δίχως να το φωνάζουν, που στέκονται αμήχανοι μπροστά στο θαύμα της επαφής, που επιζητούν με μανία μια παιδικότητα εξ ορισμού ανέφικτη. Διότι αυτό που λαχταρούν κατά βάση οι ήρωες του Wes είναι να ανακαλύψουν μια συναισθηματική ουτοπία, όπου το παιδικό γούρλωμα και η ενήλικη μελαγχολία μπορούν να συνυπάρξουν. Το πρώτο σκίρτημα της νοσταλγίας σκοτώνει μια για πάντα την παιδικότητα και ο Wes ξορκίζει ξανά και ξανά το ίδιο τραύμα, επινοώντας μια συνθήκη που συνδυάζει τον ενθουσιασμό με τη συγκράτηση.
Ποια είναι άραγε τα στοιχεία που αναγορεύουν μία ταινία σε θρύλο; Η απάντηση είναι ταυτοχρόνως απλή και σύνθετη. Από τη μια, σύνθετη γιατί συνήθως πρέπει να ευθυγραμμιστούνοι τροχιές πολλών παραμέτρων για να συμβεί αυτό, με αυτές τις παράμετρους πολλές φορές να ξεφεύγουν από το αμιγώς κινηματογραφικό-καλλιτεχνικό πεδίο. Από την άλλη απλή, διότι οι μηχανισμοί που οδηγούν στην αθανασία είναι καποιες φορές απλούστεροι απ’ όσο θέλουμε ενίοτε να πιστεύουμε.
Μία φεμινιστική ιστορία εκδίκησης
Ο τελευταίος χορός του Daniel Craig
«Νιώθω σαν να χάνω όλα τα φύλλα μου», εξομολογείται σχεδόν σπαρακτικά ο Anthoni Hopkins, σε μια από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας “The Father”. Ασθενής με άνοια, που πολεμάει με τη μνήμη και την ανάμνηση σε μία μάχη με άνισους όρους. Μία επιβλητικά καθηλωτική ερμηνεία, που χάρισε στον πρωταγωνιστή το Όσκαρ Άνδρικού Ρόλου.
Ένα βιογραφικό animation για ενήλικες: η αφήγηση της περιπετειώδους ζωής του Καταλανού καλλιτέχνη Josep Bartoli.