Αλγερία, 1954, στις απαρχές της αντί-αποικιοκρατικής επανάστασης. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα παίρνουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για τον κόσμο της ταινίας. Μια γη σκληρή, γεμάτη πέτρα και χώμα που ρουφάει τάχιστα το αίμα που χύνεται ανεξέλεγκτα. Με ένα τραχύ φως που την ομορφαίνει, χωρίς ποτέ να την κάνει φωτεινή. Ένα ύφος λιτό κι απέριττο, βυθισμένο στο ημίφως ή στο μισοσκόταδο, ανάλογα με την οπτική και τη διάθεση της στιγμής. Δύο άνδρες που ξεκινούν ένα παράξενο ταξίδι.
Ταινιοθήκη
Και όμως, το εμπόριο πετρελαίου θέρμανσης στη Νέα Υόρκη του 1981 ήταν μια δουλειά γεμάτη κινδύνους και δολοπλοκίες! Aρκετές, ώστε o ταλαντούχος J.C.Chandor να εμπνευστεί και να υλοποιήσει το «Στα Χρόνια της βίας», όχι όμως και για να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού για 125 ολόκληρα λεπτά. Και αυτό είναι σίγουρα κρίμα για μια ταινία με κατά τ’ άλλα, ξεκάθαρη αισθητική, δυνατές ερμηνείες και πολλή, πολλή, τροφή για σκέψη.
Η ταινία αποτελεί συνέχεια της επανεκκίνησης της σειράς που έλαβε χώρα το 2011 και κατά κοινή ομολογία αποδεικνύεται άξιος κληρονόμος ενός ήδη επιτυχημένου εγχειρήματος.
Κάποιες ταινίες τις ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά. Ή τουλάχιστον, τις ερωτεύομαι εγώ με την πρώτη ματιά. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί στην προηγούμενη ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, το The Master. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθ’ όπως λένε, και τα πρώτα λεπτά του Inherent Vice είναι σκέτος έρωτας.
Εναρκτήρια πλάνα μαγευτικής φυσικής ομορφιάς. Αδάμαστης απέναντι στις ανθρώπινες ορέξεις, ανθεκτικής στο πέρασμα του χρόνου. Με σφήνες από κατάλοιπα θανάτου. Παρατημένες βάρκες που λιμνάζουν και βαλτώνουν. Το κουφάρι ενός κήτους που έχει ξεβραστεί στην ακτή. Μία αύρα κάπως μυστικιστική. Κάτι αδιόρατο και πανίσχυρο που υπήρχε από τη χαραυγή του χρόνου και έχει ως μόνη αποστολή να καταδυναστεύσει. Η μοίρα του ανθρώπου μοιάζει αναπόδραστη. Εν τέλει, αργά ή γρήγορα, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, θα υποκύψει. Ένα φαύλος κύκλος, από τον οποίο δεν μπορούμε να ξεμπλέξουμε. Ναι, είναι μάλλον απαραίτητο να είσαι ένας σκηνοθέτης του διαμετρήματος του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ για να μην πέσεις στην παγίδα ενός μονόπατου μανιφέστο ντετερμινισμού. Ο Ζβιάγκιντσεφ φτιάχνει μια ταινία ανάλογη του δικού του καλλιτεχνικού βεληνεκούς. Μία ταινία ογκώδη και πελώρια που σκοτεινιάζει τον ουρανό του θεατή. Τον καταπίνει και τον ξερνοβολά μουδιασμένο και αμήχανο.
Ο 71χρονος Μike Leigh, στην πρόσφατή του ταινία «Κύριος Τέρνερ», παρουσιάζει με μαεστρία και ειλικρίνεια, το τελευταίο τέταρτο της ζωής του σπουδαίου ρομαντικού ζωγράφου J.M.W. Turner: Ένα κομμάτι της ζωής του, αφηγηματικά φτωχότερο από τα ταραχώδη παιδικά του χρόνια, την εφηβεία του ως μια πρώιμη καλλιτεχνική ιδιοφυία και την εκκεντρική νεότητά του. Νοηματικά όμως πλουσίου και ερμηνευτικά απαιτητικού. Ο πρωταγωνιστής Timothy Spall εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και αποδίδει μοναδικά έναν εξαιρετικά σύνθετο, αληθινό και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα. Ο Leigh, με τη συνδρομή του κινηματογραφιστή Dick Pope, επικεντρώνεται δικαίως σε αυτόν, δημιουργώντας γύρω του με ομορφιά, χιούμορ και προσοχή στη λεπτομέρεια, έναν κόσμο που καταρρέει και αλλάζει.
Μία επικείμενη θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεϊ. Η πρεμιέρα πλησιάζει απειλητικά. Βρυχάται, είναι αιμοβόρα, και απειλεί το εύθραυστο ψυχισμό όλων των εμπλεκόμενων. Ένας πρώην χολιγουντιανός σταρ που άφησε τη φήμη και τα λεφτά του να «πετάξουν» και τώρα πασχίζει να βρει την προσωπική εξιλέωση. Θέλει να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ του κουλτουριάρικου νεοϋορκέζικου θεάτρου και να ξαναβαφτιστεί. Επιζητά την ποιότητα, την αναγνώριση, την αποδοχή. Την πλάνη της καλλιτεχνικής αθανασίας. Μετατρέπει αυτή την παράσταση σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Οι εμμονές μας έχουν πάντα την τάση να διαστέλλονται, συστέλλοντας ταυτόχρονα όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος ξάφνου μας φαίνεται μια ανούσια μινιατούρα.
Στο φεστιβάλ του Sundance, η ταινία παίρνει το βραβείο κοινού και αποσπά φοβερές κριτικές. Στις Κάννες, στο Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών, η ταινία χειροκροτείται επί 20 λεπτά. Στις Χρυσές Σφαίρες, ο J. K. Simmons κερδίζει βραβείο ερμηνείας. Ήταν θέμα χρόνου το Whiplash να παίξει δυνατά στην κούρσα των Όσκαρ, πράγμα που νομοτελειακά συνέβη. Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, τούτο εδώ το διαμάντι αποτελεί μια απ' τις καλύτερες ταινίες που είδα φέτος.
Ο Τιμ Μπάρτον υπήρξε σεσημασμένα και αδιαμφισβήτητα cool για τουλάχιστον μια γεμάτη δεκαπενταετία. Γιατί είχε καλό σημάδι και στόχευε όχι στην καρδιά των παραμυθιών που έφτιαχνε, αλλά στο περιθώριό τους. Γιατί οι ταινίες του μιλούσαν για αλλόκοτα παιδιά, για λοξοδρομημένες ευτυχίες και μειονοτικές ευαισθησίες. Γιατί το ύφος του διακατεχόταν από μια συνεπή αισθητική, η οποία ήταν πάντα επιμελώς στολισμένη, αλλά όχι υπέρογκα φορτωμένη. Γιατί προσπαθούσε να φανεί σοβαρός, χωρίς όμως να καταστρέφει την πλάκα του παραμυθιού. Γιατί έκανε ταινία για τη ζωή του, σχεδόν επίσημα ανακηρυγμένου χειρότερου σκηνοθέτη στην ιστορία του σινεμά, Εντ Γουντ. Γιατί ήταν παντρεμένος με την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ. Γιατί κατά πάσα πιθανότητα μας έπειθε να ξεγελάσουμε οικειοθελώς τους εαυτούς μας, πιστεύοντας πως είναι λίγο μεγαλύτερος σκηνοθέτης απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα.
Μια ταινία που ελάχιστοι θα έχουν ακούσει ή θα έχουν δει αλλά αδιαμφισβήτητα μια ταινία που δημιουργήθηκε για να προκαλέσει και να θέσει έντονα ερωτηματικά στους σκεπτόμενους, σχετικά με το προς τα πού οδεύει η ηθική αυτού του κόσμου.