Ο Μπράιαν Στίβενσον είναι ένας Αφροαμερικανός δικηγόρος, άρτι αποφοιτήσας από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ με ιδιαιτέρως πολλές περγαμηνές. Αντί όμως να ακολουθήσει κάποια συμβατική οδό στο χώρο των νομικών επαγγελμάτων, ξεκινά μία ανορθόδοξη καριέρα: πηγαίνει στην Αλαμπάμα και αναλαμβάνει την υπεράσπιση καταδικασμένων θανατοποινιτών, κατά κύριο λόγο μαύρων, αποσκοπώντας σε μία -ανήκουστο για την περιοχή- δίκαιη δίκη για λογαριασμό τους. Αντιμέτωπος με ένα κραταιό σύστημα απόλυτου ρατσισμού, ο Στίβενσον μάχεται με τους λέοντες του αμερικανικού νότου έχοντας στο πλευρό ολιγάριθμους συμμαχητές του Δικαίου. Μία από τις αποφάσεις που θα βάλει σκοπό της ζωής του να ανατρέψει είναι και αυτή που καταδικάζει τον μεσήλικα Τζόνι Ντι σε θάνατο για έναν φόνο που ουδέποτε διέπραξε.
Ταινιοθήκη
Ο Κρίστι είναι ένας μικρομεσαίος Ρουμάνος αστυνομικός ο οποίος μπλέκεται σε έναν κόσμο πολύ πιο περιπετειώδη από τον δικό του, όταν καταφθάνει στα Κανάρια νησιά στο πλαίσιο μίας αποστολής διάσωσης ενός μαφιόζου. Σύντομα μπαίνει ολόψυχα στα άμφια του διπλού του ρόλου και γίνεται ένας νομιζόμενος πληροφοριοδότης που παραστράτησε, ενώ για την εκπλήρωση του σκοπού του απαιτείται και μία σημαντική λεπτομέρεια: να μάθει στην εντέλεια τη ντόπια σφυριχτή διάλεκτο των νησιωτών, που αποτέλεσε έναν μυστικό κώδικα συνεννόησης απανταχού κακοποιών στοιχείων ανά τους αιώνες.
Η Χατίτζε είναι μία μελισσοκόμος τουρκικής καταγωγής που ζει στην καρδιά των ορεινών άγονων εκτάσεων της Βόρειας Μακεδονίας με την υπερήλικη και εν πολλοίς ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί μητέρα της. Διάγει βίο μοναχικό, η ερημική όψη του οποίου αλλοιώνεται μόνο από τις τακτικές καταβάσεις της στην εγγύτερη πόλη χάρη στις οποίες εξασφαλίζει την εμπορία του μέλιτος. Η απόλυτη αρμονία της με το φυσικό περιβάλλον διαταράσσεται όταν η νομαδική πολυμελής οικογένεια των Σαμ -επίσης τουρκικής καταγωγής- καταφθάνει δίπλα στο σπίτι της και η συμβίωση με τους θορυβώδεις γείτονες αποδεικνύεται για την Χατίτζε μία ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία.
Τα «Παράσιτα » του Κορεάτη Bong Joon Ho ("Okja", "Snowpiercer", "Madeo", «Ο Επισκέπτης», «Μνήμες Εγκλήματος») είναι η (τρανή) απόδειξη του πως φτιάχνεται μια σωστή ταινία του Λανθιμο-είδους (o τελευταίος ήταν και στην επιτροπή που το βράβευσε στις Κάννες) όταν υπάρχει γνήσιο (και όχι απατεωνίστικο) ταλέντο και ικανότητα. Mια ταινία που διαθέτει γενναίες δόσεις κυνισμού και πικρού χιούμορ, με Σαμπρολική (ενδο-οικογενειακή) μαυρίλα και Μπουνιουελικό βιτριολισμό, με απαράμιλλη (αξιοζήλευτη για τον έλεγχό της) σκηνοθετική διαχείριση-αρχιτεκτονική και αφηγηματική μαεστρία (χάρις – εν πολλοίς – στο εξαιρετικό, αψεγάδιαστο σενάριο) και είναι – σίγουρα – ο πιο ευφυής κι ένας απ’ τους πιο δίκαιους Χρυσούς Φοίνικες από καταβολής του θεσμού.
Έξι στερεοτυπικά διαφορετικοί άντρες βρίσκονται σε ένα πολυτελές σκάφος. Ενώ κινούνται προς επιστροφή, το σκάφος παθαίνει κάποια βλάβη οπότε αναγκάζονται να παίξουν κάποιο παιχνίδι για να περάσουν την ώρα τους. Το μόνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι το εξής: Ένα παιχνίδι που δεν διακόπτεται ποτέ, κινείται στο χρόνο της φυσικής ροής των πραγμάτων και στο οποίου οι πάντες βαθμολογούν τους πάντες επί παντός.
Ο Τζότζο είναι ένα δεκάχρονο παιδί που μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία. Μέλος της ναζιστικής νεολαίας ήδη από αυτή την ηλικία, ο μικρός ονειρεύεται μία σταδιοδρομία στα στρατιωτικά κλιμάκια του τρίτου Ράιχ που θα τον οδηγήσει στη δόξα. Όταν ένα ατύχημα με μία χειροβομβίδα θα σταθεί προσωρινά εμπόδιο στην πορεία του, θα στηριχθεί τη βοήθεια ενός ιδιαίτερου φανταστικού φίλου, του Αδόλφου Χίτλερ. Ώσπου ανακαλύπτει ότι η μητέρα του κρύβει στο πατάρι του σπιτιού τους την Έλσα, ένα έφηβο κορίτσι που ανήκει στην «εξωγήινη» φυλή των Εβραίων και έτσι ο μικρός και ο σαχλός φανταστικός φίλος του αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν από κοινού το πρόβλημα της συμβίωσης με τον εχθρό.
«Πάντα να κάνεις το ακροατήριο να υποφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο»
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Εσκιμώων διαβιεί στα βόρεια πέρατα του κόσμου. Ο Νανούκ και η Σέντνα ζουν ασκητικά, απολύτως μοναχικά, κληρονόμοι ενός τρόπου ζωής που εξαφανίζεται. Παλεύουν ώστε να βρίσκονται πάντα σε αρμονία με την πάλλευκη φύση που τους περιβάλλει, αναζητώντας σε ολοένα και δυσκολότερες συνθήκες την επιβίωσή τους. Ακόμα όμως και σε αυτό το συμπαγές μοτίβο, έχει καταφέρει να δημιουργηθεί μία σχισμή: η Άγα, η κόρη του ζεύγους, η οποία τους έχει εγκαταλείψει προς εξασφάλιση ενός διαφορετικού μέλλοντος.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες και τα έργα τους αξίζουν πάντα το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ένα αξιολογικό ελαφρυντικό αν προτιμάτε, ή μια δεύτερη ευκαιρία. Πολλώ μάλλον όταν στεκόμαστε απέναντι σ’ έναν κινηματογραφικό ογκόλιθο του διαμετρήματος και της ποιοτικής συνέπειας του Clint Eastwood. Αυτού του σκληροτράχηλου Αμερικανού θρύλου που συνεχίζει άοκνα στα 90 παρά κάτι του να κινηματογραφεί και να συνθέτει καλλιτεχνικά αραβουργήματα, προικισμένα με μια στόφα συλλογικής εικονολατρίας και τα φόντα να εκτοξεύσουν τα Box Office στον αέρα. Όμως το τελευταίο φιλμ του αγέραστου κολοσσού πάσχει βαθιά και σοβαρά τόσο στο ύφος όσο και στη θεματική του, ταλαντευόμενο εν τέλει κάπου μεταξύ της μετριότητας και της κοινοτοπίας.
Τι μπορεί να συμβεί σε μια Γυναίκα του Πολέμου (και πόσο χειρότερο να αποβεί) μετά τον Πόλεμο, ενόσω συντελείται Εντός της (στο μυαλό και στη φύση της) μια κατακλυσμιαία, τεκτονική αλλαγή; Το «Ένα Ψηλό Κορίτσι» εκκινεί με τους ήχους κάποιου που «πνίγεται» στο σκοτάδι (σε μια μαύρη οθόνη). Οι ήχοι παρατείνονται τόσο όσο (ενδεχομένως) αρκεί για να φανταστείς την δική σου, εφιαλτική εκδοχή αυτού που διαδραματίζεται.