«Είδα κάποτε έναν άνδρα που έχασε την πίστη του και ξέμεινε με τα ανθρώπινα θηρία. Είδα κάποτε μια γυναίκα που πίστευε ότι δεν θα την περίμενε κανείς στον σταθμό και η διάψευση ήταν γλυκιά.» Και ούτω καθεξής, στο διηνεκές του χρόνου, σε μια ατέρμονη επαναληψιμότητα, στην οποία -όλως παραδόξως- ούτε μια στιγμή μοιάζει με την προηγούμενη. Μια φωνή που θυμίζει Σεχραζάντ, με αυτοκρατορική ουδετερότητα και άσπιλη αχρωμία, ξεδιπλώνει τις χίλιες και μια νύχτες της ανθρώπινης ύπαρξης, οι οποίες συσκευάζονται σε 32 βινιέτες απροσμέτρητης και γενναιόδωρης αμηχανίας.
Ταινιοθήκη
Βόρεια Γαλλία, 6 Απριλίου 1917. Δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες αναλαμβάνουν να διαμηνύσουν σε ένα τάγμα που ετοιμάζεται για επίθεση τις εντολές του ανώτατου αξιωματικού περί ματαίωσης της επιχείρησης διότι επίκειται ενέδρα των Γερμανών. Για να το κατορθώσουν, πρέπει να διασχίσουν εχθρικές γραμμές. Αν αποτύχουν, χίλιοι εξακόσιοι άνδρες -μεταξύ των οποίων ο αδερφός του ενός- θα οδηγηθούν στη σφαγή.
«Δεν θέλω να θυμάμαι». Μια φράση λακωνική που κρύβει μέσα της πόνο, σπαραγμό κι ανείπωτα. Μια φράση που αυτο-αναιρείται αστραπιαία, καθώς δίνει το έναυσμα για να ξετυλιχτεί το κουβάρι μιας συναρπαστικής ζωής. Μιας ζωής γεμάτης έμπνευση, δημιουργία, πάθη, λάθη, τραύματα και απώλειες, με το βλέμμα αδιάκοπα στραμμένο σε μια άνευ όρων ελευθερία. Μέσα από το σεναριακό εύρημα μιας επινοημένης τιμητικής βραδιάς (τοποθετημένης αόριστα κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60), όπου όλοι μεγάλοι του ελληνικού τραγουδιού της αποτείνουν φόρο τιμής, η «Ευτυχία» περιδιαβαίνει τις στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο της σπουδαίας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
O Τουρκογερμανός Fatih Akin είναι μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Αγαπημένος από χρόνια στο ελληνικό κοινό, εστίασε την τέχνη του στην αποτύπωση αληθινών, βαθιά ανθρώπινων χαρακτήρων κι η γραφή του μας απέδωσε μερικά μνημειώδη φιλμ του σύγχρονου κινηματογράφου, όπως το “Head-On” αλλά και το πιο πρόσφατο “In The Fade”. Στο “Golden Glove” όμως, την πιο πρόσφατη ταινία του όπου και συνθέτει το κάδρο ενός κατά συρροή δολοφόνου του Αμβούργου απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 70’, μιλάμε για ένα τελείως διαφορετικό είδος κινηματογραφικής αφήγησης· πολύ πιο ωμό και σκληρό. Τόσο που θέλει αρκετή καρδιά και στομάχι για να απολαύσεις την προβολή.
Η Πετρούνια είναι μία γυναίκα τριάντα δύο ετών που ζει σε μία μικρή πόλη της Βόρειας Μακεδονίας με τους γονείς της. Ιστορικός στο επάγγελμα, αδυνατεί να βρει δουλειά και ετοιμάζεται για μία ακόμα συνέντευξη για μία θέση άσχετη με τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Και ενώ η μέρα των Θεοφανίων έμοιαζε σαν κάθε άλλη στη ζοφερή συλλογή της, η Πετρούνια αποφασίζει ενστικτωδώς να επαναστατήσει: λαμβάνει μέρος στην ανδροκρατούμενη τελετή ανέλκυσης του σταυρού, πιάνοντας η ίδια το θρησκευτικό «έπαθλο» και μετατρέποντας τον καθαγιασμό των υδάτων σε σκάνδαλο για το ήθη της κοινωνίας.
Μια εφιαλτική και παγωμένη δαγκεροτυπία της ανθρώπινης κατάστασης. Ή αν ο «Επαναστατημένος Άνθρωπος» του Camus ήταν ταινία, θα μπορούσε να ήταν ο «φάρος», στην ίδια την καρδιά του κλασικού κινηματογράφου.
Ο Σαλβαδόρ είναι ένας μεσήλικας σκηνοθέτης σε καλλιτεχνική και προσωπική κρίση. Όταν η ταινιοθήκη της Μαδρίτης αποφασίζει να προβάλει την αποκατεστημένη κόπια μίας τριακονταετούς ταινίας του, προσκαλώντας τον δημιουργό να προλογίσει και να συμμετάσχει σε ένα Q and A με το κοινό μετά την προβολή, εκείνος αποφασίζει ότι είναι έντιμο να προσκαλέσει και τον Αλμπέρτο, πρωταγωνιστή της ταινίας του. Μόνο που οι δυο τους έχουν να βρεθούν τριάντα χρόνια, ακριβώς με το πέρας των γυρισμάτων του φιλμ, οπότε και διαπληκτίστηκαν έντονα σχετικά με την ερμηνεία του ηθοποιού. Η επικείμενη συνάντηση των δύο ανδρών αναστατώνει τη λημνάζουσα δυστυχία του Σαλβαδόρ, φέρνοντας στο νου του θύμισες από όλη του τη ζωή που τον καθόρισαν αλλά και έναν ανεξερεύνητο φόβο θανάτου.
Το πολυαναμενόμενο sequel του "Breaking Bad" μόλις έκανε πρεμιέρα στο Netflix! Αξίζει τελικά να το δει κανείς, λάτρης ή μη της σειράς;
Έντονο και συχνά τοξικό διαδικτυακό debate, μάχη στα χαρακώματα της ιδεολογικής οικειοποίησης, συλλογική πρόσληψη που κατακερματίζεται σε ετερόκλητες ροές από ενθουσιώδη fanbase μέχρι τα πρόθυρα ηθικού πανικού: Αυτός είναι πάνω κάτω σήμερα ο “Joker” του Todd Phillips, προορισμένος σχεδόν από τα πρώτα του teaser στο να αποτελέσει ένα συμβάν στην μαζική κουλτούρα.
Η πνευματική αναμέτρηση με το έργο του κινηματογραφικού πατέρα Bergman είναι για όλους ανεξαιρέτως μια διαρκής κι αειφόρος διαδικασία, κατά την οποία διαφαίνονται συνεχώς -με σισύφεια σχεδόν επαναληψιμότητα- νέες προοπτικές ανάλυσης, και προστίθενται από εποχή σε εποχή καινούργιες, επικαιροποιημένες θεωρητικές κι αισθητικές προσεγγίσεις. Κι όταν σου δίνεται η ευκαιρία να απολαύσεις ένα από τα πιο στιβαρά και πολυδαίδαλα αριστουργήματά του στις φυσικές του διαστάσεις, δεν γίνεται να την αφήσεις ανεκμετάλλευτη. Κάτι θα έχει πάλι να σου πει. Κι έτσι, σε επανακυκλοφορία αυτήν την εβδομάδα η «Σιωπή». Το φιλμ που συγκλόνισε τον Wim Wenders και διαπέρασε τη φιλμογραφία του Tarkovsky· ένας από τους λαμπρότερους καλλιτεχνικούς φάρους του δυτικού πολιτισμού.