Η «νέα γυναίκα» και η ανατομία της καρδιάς από τον Guy de Maupassant.
Βιβλιοθήκη
Όπως το ερωτευμένο αίμα βάφει κατακόκκινα τα εντελβάις, έτσι και οι πολύτιμες κατακόκκινες πέτρες θα ασκούν μια μυστηριώδη δύναμη σε όποιον τις αγγίζει, κι έτσι θα ξεκινήσει μια παράνοια χωρίς τέλος και αρχή.
Το «Όταν θα δεις τη θάλασσα» είναι μία αριστουργηματική τοιχογραφία εποχής, με κεντρικό πυρήνα τον άνθρωπο και τις επιλογές του. Επιλογές απαλλαγμένες από καθωσπρεπισμό και στεγανοποιημένα πρότυπα, τα οποία απαγορεύουν την ελεύθερη έκφραση της προσωπικής βούλησης, ιδιαίτερα των γυναικών, που –ακόμη και στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου τοποθετείται χρονικά το μυθιστόρημα– αντιμετωπίζονταν ως άβουλα πλάσματα, έρμαια των ιδεολογικών αντιλήψεων των αντρών. Ακόμη και τότε θεωρούταν ανορθόδοξο να έχει μια γυναίκα ρομαντικές ευαισθησίες και όνειρα, να καλλιεργεί τα χαρίσματά της, να εμπνέεται, να εκδηλώνεται πέρα από το επιτρεπτό και κοινωνικά αποδεκτό.
Μια ιστορία (για την) στην Πετρούπολη
Στα άδυτα των φημισμένων χαμάμ της Ανατολής, ενσαρκώνεται ένας έρωτας παραμυθένιος. Ο εξαγνισμός του σώματος μέσα στα ατμόλουτρα θα δοκιμάσει την ψυχή της όμορφης αρχοντοπούλας με το όνομα Γέρση. Το πανέμορφο 16χρονο τότε κορίτσι θα πληρώσει το τίμημα της σκανδαλιάς της, δοκιμάζοντας μία φιλία χρόνων, που έχει σφραγιστεί με το ίδιο αίμα. Ένα παραμύθι εκτυλίσσεται, παίρνοντας λίγο από την αίγλη των παραμυθιών της Χαλιμάς. Έρωτας και ιστορία γίνονται ένα κουβάρι, όπου δεσπόζει ένα πολύβουο μελίσσι διαφορετικών φυλών∙ ένα κουβάρι από μυστικά, λουλουδένια χρώματα, μεθυστικές μυρωδιές, αρμύρα, αλλά και μαχαίρι, σφαγή, θάνατος.
Ένα σπίτι φτιαγμένο από λάσπη, κοπριά, άχυρο, τρίχες, γάλα και αίμα. Ένα σπίτι που κρύβει μέσα του πόνο και τρομερά μυστικά. Κι ένα μικρό «θαύμα», που κινδυνεύει να χαθεί εξαιτίας της άγνοιας, της αδιαφορίας, της προκατάληψης και της δεισιδαιμονίας.
Είναι το βιβλίο της Shirley Jackson «Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο» ένα κλασικό δείγμα γοτθικής λογοτεχνίας; Μέσα στην ιστορία του δεν υπάρχουν στοιχειωμένοι πύργοι ή κάστρα (παρά τον τίτλο που ίσως παραπέμπει σε μεσαιωνικό αφήγημα), υπάρχει όμως ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι που το έχει θερίσει το θανατικό και, σίγουρα, στις σκοτεινές γωνιές του παραμονεύουν τα φαντάσματα των αδικοχαμένων μελών μιας ολόκληρης οικογένειας. Μπορεί να μην εμφανίζονται ούτε να μιλάνε με κανέναν, αλλά –καθώς η πλοκή προχωρά– ο αναγνώστης νιώθει την παρουσία τους και το ερώτημα που μοιράζονται με τους ζωντανούς: ποιος ήταν αυτός που τους καταδίκασε να «περάσουν» στον άλλο κόσμο;
Ένας αποτελεσματικός τρόπος για να απαλυνθούν ψυχικά τραύματα, που έχουν αποδεκατίσει κάθε κύτταρο του ανθρώπινου κορμιού, είναι να δοθεί το κίνητρο στον κάθε ένα από μας να εκφράσει τη μοναξιά της ψυχής του μέσω μιας μορφής τέχνης, η οποία θα τον βοηθήσει ν’ αποδράσει και θα λειτουργήσει ως κατασταλτικό της φουρτουνιασμένης ψυχής. «Φιλί στα μάτια» είναι ο τίτλος του έργου της διάσημης Ελληνίδας ζωγράφου Μάχης Βασταρδή. Φαινομενικά παράταιρος, κάνει τους θεατές να απορούν, αφού το ερωτικό φιλί στα χείλη ενός γοητευτικού ζευγαριού μοιάζει να τον αναιρεί. Από το ερωτικό σύμπλεγμα των δύο κορμιών, ο θεατής εύκολα αντιλαμβάνεται την «απαγόρευση» που επισκιάζει αυτή τη σχέση και τ’ ανομολόγητα μυστικά που ταλανίζουν το ερωτικό βλέμμα.
To 2012, o επιφανής Βαρκελωνέζος συγγραφέας Enrique Vila-Matas βρίσκεται προσκεκλημένος στην Documenta 13, στο Κάσελ της Γερμανίας. Αυτό που καλείται να κάνει είναι να λειτουργήσει ως ζώσα καλλιτεχνική εγκατάσταση, δηλαδή να περνάει τα πρωινά του σε μια γωνιά του κινεζικού εστιατορίου Τζένγκις Χαν γράφοντας, ως ζωντανό έκθεμα για τους επισκέπτες που θα μπορούσαν να δουν τα γραπτά του και να του κάνουν ερωτήσεις για τη συγγραφή. Η αρχική του αμφιβολία για το αν θα έπρεπε να ανταποκριθεί θετικά στην πρόσκληση κάμπτεται εύκολα – άλλωστε μιλάμε για την Documenta, ένα κορυφαίο καλλιτεχνικό γεγονός που λαμβάνει χώρα κάθε πέντε χρόνια και συγκεντρώνει τους πιο πρωτοποριακούς καλλιτέχνες ανά τον κόσμο και χιλιάδες επισκέπτες.
Ο Can Dündar (Τζαν Ντουντάρ) θεωρείται, ίσως, ο πιο γνωστός δημοσιογράφος της Τουρκίας, αρχισυντάκτης στην αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Cumhuriyet (Τζουμχουριέτ) ως τον Άυγουστο του ’16. Σήμερα ζει αυτοεξόριστος στη Γερμανία με ένα ένταλμα σύλληψης να εκρεμμεί εις βάρος του στην πατρίδα του, και είναι δημιουργός πολλών ντοκιμαντέρ και συγγραφέας πολλών βιβλίων μεταξύ των οποίων του «Μας συνέλαβαν! Μία μαρτυρία από τη φυλακή» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κριτική, όπου αφηγείται την ιστορία του τρίμηνου σχεδόν εγκλεισμού του στις φυλακές της Συληβρίας. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται μία συνέντευξη που παραχώρησε στην Athens Voice και δημοσιεύτηκε φέτος τον Μάρτιο, όπως και ένας ξεχωριστός πρόλογος για τους Έλληνες αναγνώστες του βιβλίου.