Φέτος είναι η επέτειος των 80 χρόνων απ' την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου. Σ' ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, πρόκειται για τη σύρραξη που προηγήθηκε του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ των φασιστών-ναζιστών και των κομμουνιστών-φιλελεύθερων-αναρχικών-σοσιαλιστών, μια σύρραξη που έκλεισε τον κύκλο της με τον Ελληνικό Εμφύλιο που ολοκληρώθηκε το 1949.
Βιβλιοθήκη
Και όμως, υπήρξε βιβλίο της ελληνικής λογοτεχνίας που ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 10.000 αντίτυπα εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος είναι ένας ποιητής που έχει ήδη στο ενεργητικό του επτά ποιητικές συλλογές («Τα Παράταιρα» (1997), «Κραυγές» (Ιωλκός, 2009), «Πρόσωπα γνωστά», (ΡΕΩ, 2011), «Ερείπια» (ΡΕΩ, 2012), «Ξερόκλαδα» (ΡΕΩ, 2012), «Πρόγνωση καιρού» (vakxikon.gr, 2014). H πρόσφατη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Έξυπνες βόμβες» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο από τις εκδόσεις Μανδραγόρας είναι μια πρωτότυπη παρέμβαση στον κόσμο της ποίησης, με 50 χαϊκού χωρίς τίτλο, αλλά με έντονα κοινωνικό, αφυπνιστικό και παράλληλα ρομαντικό και μεταφορικό χαρακτήρα. Όπως φαίνεται και από το όνομα της συλλογής, ο ποιητής υϊοθετεί μια κριτική άποψη για την κοινωνία, η οποία συχνά ενδύεται την οξύτητα και τη δραστικότητα μιας ρηξικέλευθης επίθεσης:
Ο Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε στην Κολωνία το 1917 από πιστούς καθολικούς γονείς και σε ηλικία 21 ετών αναγκάστηκε να παρατήσει τις φιλολογικές σπουδές του, εξαναγκαζόμενος να καταταγεί στον γερμανικό στρατό. Πολέμησε σε έξι διαφορετικά μέτωπα του Β´. Παγκοσμίου Πολέμου, προτού αιχμαλωτιστεί από τους Αμερικάνους. Στη διάρκεια του πολέμου, έχασε πολλά από τα δάχτυλα των ποδιών του από κρυοπαγήματα, γεγονός που τον ανάγκασε να μπαινοβγαίνει σε νοσοκομεία ολόκληρη τη ζωή του. Το 1949, ξεκινά τη συγγραφική καριέρα του και είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 1972, του απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Την καλύτερη όμως στιγμή του την κρατούσε για λίγο πιο μετά.
Πριν από περίπου έναν χρόνο τελείωνα την «Ρετροσπεκτίβα» του Αβραάμ Γεοσούα και χαιρόμουν που ανακάλυπτα έναν πραγματικά σπουδαίο συγγραφέα. Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του είχα πλέον την ευκαιρία να το διαπιστώσω και στα «Φιλικά Πυρά», τα οποία μου κράτησαν συντροφιά το τελευταίο διάστημα σαν ένα εξαιρετικό κρασί, που το πίνεις όσο γίνεται πιο αργά, προκειμένου να κρατήσει πιο πολύ.
Η Ξένια Καλογεροπούλου είναι το γλυκό –σχεδόν πάντα– ασπρόμαυρο κορίτσι των κινηματογραφικών μας αναμνήσεων. Συγγραφέας και σκηνοθέτης θεατρικών έργων, βρήκε απάγκιο για τον θρήνο της, γράφοντας ένα γράμμα στον αγαπημένο της Κωστή.
Στην Τουρκία του 1950. Όταν η επιρροή της εκκοσμικευμένης Δύσης δεν έχει αγγίξει ακόμη μεγάλο μέρος της Ανατολής, και τα αυστηρά έθιμα εξακολουθούν να εφαρμόζονται πιστά, ένας νεαρός επιχειρηματίας και γόνος γνωστής οικογένειας ερωτεύεται τη θελξικάρδια Φισούν, μακρινή εξ αγχιστείας συγγενή του, οικονομικά κατώτερη και μικρότερη σε ηλικία.
Ο Γιώργος Ιωάννου αποτελεί μια ιδιάζουσα μορφή στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τέκνο της σχολής της Θεσσαλονίκης (Ν. Γαβριήλ Πεντζίκης, Στέλιος Ξεφλούδας κ.α.) ακολούθησε έναν μοναδικό δρόμο έκφρασης που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην εξωτερίκευση ενός εσωτερικού μονόλογου του δημιουργού. Με λίγα λόγια ήταν ακριβώς το αντίθετο απ' την ξακουστή γενιά του ‘30 που διακρίθηκε στο επονομαζόμενο, αστικό μυθιστόρημα.
Το 1934, ένα δέμα από την Κωνσταντινούπολη καταφθάνει στα γραφεία του βραχύβιου περιοδικού “Nombres” (“Tchisla” στα ρώσικα, «Νούμερα» ελληνιστί), το οποίο εκδιδόταν από Ρώσους εμιγκρέδες στο Παρίσι. Το δέμα περιείχε το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος, που έφερε τον τίτλο «Μυθιστόρημα με κοκαΐνη» και την υπογραφή Μ. Αγκέεφ. Το περιοδικό δημοσιεύει το πρώτο σκέλος του μυθιστορήματος, το οποίο εκδίδεται δύο χρόνια αργότερα από την Ένωση Ρώσων Συγγραφέων του Παρισιού. Προϊόντος του χρόνου και μετά τη μετάφρασή του στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, το εν λόγω βιβλίο αποκτά μεγάλη δημοφιλία, καθώς και τη χροιά ενός λογοτεχνικού θρύλου, εξαιτίας ενός βασανιστικού αναπάντητου ερωτήματος: ποιος είναι ο μυστηριώδης κύριος Μ. Αγκέεφ;
Ο Μπέρνι Γκούντερ δεν είναι ναζιστής, δεν ανήκει στο κόμμα και δεν μισεί τους Εβραίους. Πρέπει απλώς να κάνει τη δουλειά του όπως αυτός πιστεύει πως πρέπει να γίνει, να περάσει όσο το δυνατόν απαρατήρητος και να περιμένει να τελειώσει αυτή η φάρσα της Ιστορίας.