Ο Ίρβιν Γιάλομ στο «Ο Κήπος του Επίκουρου: Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου» αναφέρεται στο Αφυπνιστικό Γεγονός που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο και το οποίο θα πυροδοτήσει τις δυνάμεις εκείνες που υπάρχουν μέσα του και που θα τον οδηγήσουν στο να πάρει τη ζωή αλλιώς. Ένα τέτοιο Γεγονός μπορεί να είναι ένας θάνατος, μια ασθένεια, στην περίπτωση του βιβλίου του Μερσιέ είναι μια παράξενη συνάντηση του ήρωα με μια γυναίκα. Το «Νυχτερινό Τρένο για τη Λισαβόνα» έκανα αρκετό καιρό να το τελειώσω και παράλληλα διάβαζα κι άλλα πράγματα, μόνο και μόνο γιατί στις σελίδες του επιστρέφεις ξανά και ξανά, διαβάζοντας δύο και τρεις φορές ολόκληρες σελίδες. Σε κάποια σημεία αγκομάχησα αλλά ξέρω πως δεν έφταιγε το βιβλίο αλλά εγώ που εκείνη την ώρα δεν είχα την πραγματική διάθεση να σκεφτώ την ουσία της σκέψης που αποτυπωνόταν μεν στα μάτια μου όχι όμως και στο μυαλό μου.
Βιβλιοθήκη
Αυτό το βιβλίο εξιστορεί τον θρύλο ενός ανθρώπου. Τον θρύλο που έγινε μύθος. Και αφήνει τον αναγνώστη με μια πικρή γεύση στο στόμα για την κατασκευή των θρύλων. Για την πραγματική διάσταση των γεγονότων και της ίδιας της ιστορίας. Για τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα.
«Αχ, Χριστέ μου, είμαι νευρωτικός…» Το είπε ψιθυριστά κι έπειτα χαμογέλασε, αναγνωρίζοντας πόσο ανελέητος ήταν με τον εαυτό του. Γιατί η στάση του δεν είχε να κάνει με νεύρωση, αλλά με ένα τρομακτικό κράμα ντροπαλότητας και ανασφαλειών που συσσωρεύονταν επί σαράντα εφτά χρόνια.
Ζοφερό και αστείο, σκληρό και γλυκό, βαρύ και ευκίνητο: αυτό είναι το μάτι του ψαριού της Λένας Κιτσοπούλου.
«Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά μόνο με τον τρόπο που καίει ο πάγος».
Ένα παραμύθι της Εύας Ιεροπούλου.
«Το σαθρό υλικό του ανθρώπου» αποτελεί μια συλλογή δοκιμίων του Isaiah Berlin [1909-1997], δημοσιευμένα ή γραμμένα μεταξύ των ετών 1960-1990. Ο τίτλος είναι παρμένος από μια αποστροφή του Immanuel Kant [1724-1804], διαθλασμένη από την απόδοσή της από τον Robin George Collingwood [1889-1943]: «Από το στραβόξυλο της ανθρώπινης φύσης τίποτε ίσιο δεν κατασκευάστηκε ποτέ». Την επανέκδοσή του από τις εκδόσεις «Κριτική», σε μετάφραση Γιώργου Μερτίκα και επιμέλεια Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, προλογίζει ο Νικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ με διακριτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα και τη βιόσφαιρα μιας ορισμένης Αριστεράς.
«Αγαπητή Έρση, σου γράφω επειδή δεν υπάρχει πια μουσική, σε φιλώ, Ρέα»
Ίσως είμαι απ' τους λίγους αναγνώστες του Κερ στην Ελλάδα που τον γνώρισαν… ανάποδα. Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει ακόμα την «Τριλογία του Βερολίνου», τα βιβλία δηλαδή που τον έκαναν γνωστό και στη χώρα μας, αλλά άρχισα απ' το αμέσως επόμενο, την «Μοιραία Πράγα». Ακολούθησε το «Άνθρωπος χωρίς Ανάσα» και η… δική μου τριλογία κλείνει σήμερα με το τελευταίο πόνημά του που εκδόθηκε στα ελληνικά, το «Φλόγα που Σιγοκαίει».
Ο Χουάν Ρούλφο γεννήθηκε το 1917 στην επαρχία Χαλίσκο του Μεξικό και μέχρι να φτάσει στην ηλικία των δέκα ετών, είχε προλάβει να ορφανέψει και από τους δύο του γονείς. Το 1953, εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του «Ο κάμπος στις φλόγες», η οποία γίνεται δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό και δύο χρόνια αργότερα, έρχεται η απόλυτη αναγνώριση με την έκδοση του «Πέδρο Πάραμο». Σε αυτό περίπου το σημείο, θα αναρωτιέστε μάλλον, αν η συνέχεια υπήρξε αναλόγως λαμπρή ή αν εν τέλει ο Ρούλφο δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που γέννησε η ξαφνική αυτή επιτυχία. Η απάντηση είναι πως τίποτα από αυτά τα δύο δεν συνέβη.