Είναι το δεύτερο βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα που διαβάζω φέτος και ομολογώ πως η γραφή του με κέρδισε το ίδιο, όπως και στον «Γυρισμό». Ο τίτλος κατ' εμέ είναι λίγο άνισος ως προς το περιεχόμενο και θεωρώ πως το αδικεί. Δεν ξέρω πως ακριβώς μεταφράζεται από τα γερμανικά η λέξη Liebesfluchten (όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου), νομίζω όμως ότι το «Ερωτικές Αποδράσεις» παραπέμπει αλλού. Τέλος πάντων…
Βιβλιοθήκη
Το βιβλίο του Μπέρνχαρντ Σλινκ «Ο γυρισμός» είναι ένα απίστευτα δυνατό μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο βιβλίο που σε αρκετά σημεία θα διαβάσεις ξανά και ξανά παραγράφους για να μπορέσεις να σταθείς επάξια στις επάλξεις του. Είναι ένα βιβλίο για την Ιστορία, για τους Οικογενειακούς Δεσμούς, για το Καλό και το Κακό, την Παγκοσμιοποίηση, τον Άνθρωπο.
Κάποια βιβλία τα διαβάζεις σε ταραγμένες εποχές κι αισθάνεσαι ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Αυτό το χρονογράφημα του Ασημάκη Πανσέληνου είναι η ιστορία της Ελλάδας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα μέσα σε 500 και κάτι σελίδες, με όλα τα λάθη, τις παθογένειες, αλλά και τα σπάνια προτερήματα αυτού του λαού, το μέλλον του οποίου παίζεται τούτες τις ώρες στην καρδιά μας παρηκμασμένης Ευρώπης η οποία απέχει παρασάγγας απ' τις αρχές με τις οποίες στήθηκε.
O συγκεκριμένος τόμος περιλαμβάνει τις τρεις νουβέλες του George Martin «Ο περιπλανώμενος ιππότης», «Το ορκισμένο σπαθί» και «Ο μυστηριώδης ιππότης». Γράφτηκαν διαδοχικά το 1998, το 2003 και το 2010 και αποτελούν μέρος του «Ιππότη των Επτά Βασιλείων» ή «Οι περιπέτειες του Ντανκ και του Εγκ». Τα γεγονότα του βιβλίου λαμβάνουν χώρα έναν αιώνα πριν τα γεγονότα του “Game of Thrones”, πρώτου βιβλίου της πασίγνωστης μυθιστορηματικής σειράς «Το τραγούδι της Φωτιάς και του Πάγου».
O γέρο Μπουκόφσκυ έγραφε κάπου: ο τελικός και ο πιο αυστηρός κριτής του έργου ενός συγγραφέα είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Αν παραμελήσει την αποστολή του, η οποία είναι να γράψει την επόμενη γραμμή και αρχίσει να παίρνει πολύ σοβαρά τα καλά λόγια των κριτικών και των θαυμαστών του, τον παίρνει το ποτάμι με τις υπόλοιπες κουράδες, ο Θεός αναπαύει τη συγγραφική του ψυχή και πάμε παρακάτω. Δεν έχω ιδέα, αν ο ΜακΚάρθυ έχει ακούσει ποτέ την άποψη του συναδέλφου του. Ξέρω όμως ότι ανήκει σε εκείνη τη σπάνια ράτσα συγγραφέων που το γράψιμο σημαίνει απόλυτη αφοσίωση. Η επόμενη γραμμή και μόνο η επόμενη γραμμή είναι αυτό που τον αφορά. Ρισκάρω να πιθανολογήσω ότι με αυτήν την επιμονή στο τέλος κερδίζει το ακριβότερο των δώρων. Τον αυτοσεβασμό.
«Άσε με μόνη»: αυτή είναι η ανεξήγητη απόφαση της «γυναίκας» στην αρχή της νουβέλας του Χάντκε. Μια απόφαση καθαρά παραισθησιογόνα, αν συνυπολογίσουμε την κατάσταση εντός της οποίας λαμβάνει χώρα. Η αριστερόχειρη γυναίκα είναι σύζυγος ενός επιτυχημένου, self-made μεσοαστού αντιπροσώπου πωλήσεων, μητέρα ενός γιου και μπορεί να απολαμβάνει όλες τις ανέσεις που προσέφερε απλόχερα η Χρυσή Τριακονταετία της μεταπολεμικής Ευρώπης: ένα σπίτι στα προάστια, αυτοκίνητο, τηλεόραση, ηλεκτρικές συσκευές, βόλτες στο σούπερ μάρκετ, λεφτά, λεφτά, λεφτά. Σαν baby boomers της δεκαετίας του ‘70 που ήταν, δεν φαίνονται να νοιάζονταν για το χρήμα, η καθημερινή επιβίωση δεν ήταν εμπόδιο για το κυνήγι της ευτυχίας τουλάχιστον όπως το διδάσκουν τα εγχειρίδια της ωφελιμιστικής φιλαργυρίας. Ο άντρας της, τής εκμυστηρεύεται πόσο πολύ την αγαπάει και πόσο πολύ δεμένος νιώθει μαζί της.
«Έχω παρατηρήσει ότι μερικές φορές προκαλώ το φόβο στους άλλους. Όμως αυτό που φοβούνται στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Νομίζουν ότι εγώ τους τρομάζω, αλλ’ αυτό που τους τρομάζει είναι ο νάνος μέσα τους, το πιθηκόμορφο ανθρωποειδές που σηκώνει το κεφάλι του από τα βάθη της ψυχής τους».
Αυτό είναι ένα βιβλίο για τους προσωπικούς δαίμονες του καθενός, που κάποια στιγμή ξεφεύγουν απ' την φυλακή που τους έχουμε κλείσει για να μας τυραννούν και γίνονται οι δαίμονες άλλων ανθρώπων, κοντινών μας, αγαπημένων, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν τους δικούς τους δαίμονες, πιο ζοφερούς ή όχι δεν έχει σημασία, όλα έχουν να κάνουν με το πώς τα διαχειρίζεσαι.
Ο Μαλαπάρτε σε πολλά σημεία φλερτάρει με την τρέλα και ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται. Οι λέξεις, η δομή του κειμένου, οι εικόνες που περιγράφονται έχουν αυτή τη δύναμη και την μεταφέρουν στον αναγνώστη. Ίσως είναι και ο λόγος που κάνει αυτό το βιβλίο αξέχαστο, όχι για τις λογοτεχνικές του αρετές αλλά για την Αλήθεια του και τη Δύναμή του.
Το μυθιστόρημα «100 χρόνια μοναξιά» εκδόθηκε το 1967, έχει μεταφραστεί σε περίπου σαράντα γλώσσες κι έχει πουλήσει περισσότερα από τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραφε κάθε μέρα για δεκαοκτώ ολόκληρους μήνες μέχρι να το ολοκληρώσει, παρατώντας τους πάντες και τα πάντα. Προτού ξεκινήσει τη συγγραφή, πούλησε το αμάξι του για να έχει μια «κάβα» χρημάτων, η οποία φυσικά δεν ήταν αρκετή, με αποτέλεσμα η οικογένειά του να κινδυνεύει με έξωση λόγω των εννέα μηνών απλήρωτου ενοικίου. Το έργο που ολοκλήρωσε δεν ήταν ένα μυθιστόρημα. Ήταν ένα δώρο προς την ανθρωπότητα.