Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε στη μαρτυρική πόλη του Ναγκασάκι στις 8 Νοεμβρίου του 1954 και μετακόμισε, μαζί με την οικογένειά του, στην Αγγλία, σε ηλικία έξι ετών. Μεγαλωμένος με ιαπωνική ανατροφή, σε ένα σπίτι όπου μιλιόταν η ιαπωνική γλώσσα, αλλά ζώντας σε αγγλικό έδαφος, ο Ισιγκούρο άντλησε στοιχεία από αμφότερες τις κουλτούρες με τις οποίες συναναστράφηκε. Πραγματοποίησε το συγγραφικό του ντεμπούτο το 1982, με το “A Pale View of Hills” και επτά χρόνια αργότερα, τιμήθηκε με το βραβείο Booker για το καταπληκτικό «Τα απομεινάρια μιας μέρας», το οποίο και θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.
Βιβλιοθήκη
Ο σπουδαίος Παύλος Μάτεσις υποστήριζε πως είναι το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα (άποψη, αρκετά αιρετική, όταν οι περισσότεροι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στον «Οδυσσέα» του Τζόις, το «Αναζητώντας Τον Χαμένο Χρόνο» του Προυστ και τον «Ξένο» του Καμύ). Ανεξάρτητα από το αν η καθολική εγκυρότητα μιας τέτοιας διαβεβαίωσης είναι, στην πραγματικότητα, συζητήσιμη (στη συνείδηση του γράφοντα, η «Βουή Και Η Μανία», πάλι του Φώκνερ, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, η «Ναυτία» του Σαρτρ, ο «Πύργος» του Kάφκα και η «Παναγία Των Λουλουδιών» του Ζενέ, διεκδικούν επίσης τη θέση της κορυφής), δε μπορείς παρά να νιώσεις δέος διαβάζοντας ένα έργο σαν το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!». Ένα έργο τόσο περίπλοκο και πυκνό που το ίδιο το γεγονός ότι γράφτηκε να αποτελεί κάτι σαν σκάνδαλο.
Ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Άλντους Χάξλεϋ γράφτηκε το 1931 και εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα. Ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ και πιο συγκεκριμένα, από την τέταρτη πράξη και το σημείο στο οποίο η Μιράντα αναφωνεί: “O wonder! How many godly creatures are there here! How beauteous mankind is! O brave new world, That has such people in't”. Πολύ συχνά αναφέρεται πως ο Χάξλεϋ είναι αυτός που προσέδωσε ειρωνική χροιά στις συγκεκριμένες λέξεις, αλλά μάλλον πιο ακριβές είναι το ότι πήρε σχεδόν αυτούσια την ειρωνική χροιά της σαιξπηρικής αναφοράς και την τοποθέτησε στον τίτλο του βιβλίου του. Η Μιράντα αφενός μεν εκπλήσσεται που επιτέλους αντικρίζει άλλους ανθρώπους, αφετέρου δε αυτό που βλέπουν τα μάτια της δεν είναι ακριβώς μια πολλά υποσχόμενη αφρόκρεμα του ανθρώπινου είδους…
Ο Jean-Louis Lebris de Kérouac ή, όπως έγινε αργότερα γνωστός, ως Jack Kerouac, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1922, στο Λόουελ της Μασαχουσέτης. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο τόπος καταγωγής της οικογένειάς του ήταν η Βρετάνη της Γαλλίας. Η εκπαίδευση και η ανατροφή του ήταν βασισμένες στην καθολική πίστη, αργότερα όμως μελέτησε με μεγάλο ζήλο τη βουδιστική φιλοσοφία και θρησκεία. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι αναφορές που πραγματοποιεί στην Ζεν φιλοσοφία μέσα από τα έργα του. Πολλές από τις νουβέλες του οφείλουν το όνομα τους σε αυτή του την ενασχόληση, όπως «Οι Αλήτες του Ντάρμα» (1958) και «Σατόρι στο Παρίσι» (1966). Μαζί με τον Allen Ginsberg (με τον οποίο υπήρξε συμφοιτητής για σύντομο χρονικό διάστημα στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια), τον William S. Burroughs και τον Neil Cassidy διαμόρφωσαν τη ζωή και το ύφος της Beat γενιάς.
Αν ανοίξετε κάποιο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας και αναζητήσετε το λήμμα «δυστοπία», θα συναντήσετε, περίπου, τον ακόλουθο ορισμό. Η λογοτεχνική ή εν γένει καλλιτεχνική παρουσίαση μιας μελλοντικής κοινωνίας ή ενός μελλοντικού κόσμου, όπου κυριαρχεί η δυστυχία και η απαισιοδοξία. Η λέξη προκύπτει ετυμολογικά από το πρόθεμα δυσ- και τη λέξη –τόπος. Η ίδια η λέξη συνιστά γλωσσικό δάνειο από την αγγλική γλώσσα, παρόλο που οι αρχικές της ρίζες είναι ελληνικές. Η δυστοπία λογίζεται ως το αντίβαρο της ουτοπίας, ένα τρόπον τινά διαλεκτικό της αντίθετο. Η ουτοπία είχε βρει τη θέση της στον χάρτη της λογοτεχνίας το 1516, όταν ο σερ Τόμας Μορ συνέγραψε το έργο «Περί της καλλίστης δημοκρατίας, της ευρισκόμενης επί της νέας νήσου Ουτοπίας». Η Ουτοπία δεν είναι λοιπόν ένας τόπος ανύπαρκτος, άλλα ένας τόπος που περιμένει να ανακαλυφθεί.
Η παιδική ηλικία του Χούλιο Κορτάσαρ σημαδεύτηκε από την εγκατάλειψη της οικογενείας από τον πατέρα του, Χούλιο Χοσέ, και από προβλήματα υγείας τα οποία τον καθήλωναν στο κρεβάτι. Περνούσε τον χρόνο του διαβάζοντας, ενώ η μητέρα του τον μύησε στα αναγνώσματα του Ιούλιου Βερν. Κάπως έτσι, μπολιάστηκε μέσα του η αγάπη για το φανταστικό που τον μετέτρεψε σε ένα άνθρωπο υπερευαίσθητο, με μια διαφορετική αντίληψη του τόπου και του χρόνου από εκείνη του κόσμου που τον περιστοίχιζε.
Ο Άρης Αλεξάνδρου (αληθινό επώνυμο, Βασιλειάδης) γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη) και πέθανε το 1978 στο Παρίσι. Διετέλεσε 3 χρόνια εξόριστος (1948-1951) στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο, ενώ μεταξύ 1952 και 1958 ήταν έγκλειστος σε φυλακές, καταδικασθείς ως ανυπότακτος. Η ιδιότητα που συνόδευσε τον Αλεξάνδρου καθόλη του τη ζωή ήταν αυτή του διαπρεπούς μεταφραστή, με ειδίκευση στη μετάφραση έργων της ρώσικης γραμματείας (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, κ.α.). Παράλληλα, συνέγραψε τις ποιητικές συλλογές «Ακόμα τούτη η άνοιξη» (1946), «Άγονος γραμμή» (1952) και «Ευθύτης οδών» (1959). Όλα τα παραπάνω θεωρούνται δευτερεύοντα μπροστά στο ένα και μοναδικό του μυθιστορηματικό πόνημα, «Το κιβώτιο», το οποίο εκδίδεται το 1972, μετά από 7 χρόνια συγγραφής. Ένα κιβώτιο που περιέχει εν τέλει μονάχα αέρα κοπανιστό, αλλά είναι τόσο πλήρες και περιεκτικό από νοήματα, που όταν το ανοίξεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάς αποσβολωμένος.
Το «Αμερικάνικο Ειδύλλιο» εκδόθηκε το 1997 και έναν χρόνο αργότερα, τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ. Για την σκιαγράφηση του πορτρέτου του βασικού χαρακτήρα του βιβλίου, του «Σουηδού» Seymour Levov, ο Φίλιπ Ροθ άντλησε έμπνευση από την αληθινή περσόνα του Seymour Masin. Γεννημένος δεκατρία χρόνια νωρίτερα από τον Ροθ, ο Masin υπήρξε αθλητής – φαινόμενο του γυμνασίου του Weequahic, του οποίου μαθητής υπήρξε και ο διάσημος συγγραφέας. Αφηγητής του δράματος του «Σουηδού» είναι το alter ego του συγγραφέα, ο Νέιθαν Ζούκερμαν, στην έκτη κατά χρονολογική σειρά εμφάνισή του (εννέα στο σύνολο) σε μυθιστόρημα του Ροθ.
«Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν βαριέσαι. Αφθονεί. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι ήρεμος. Αυτή είναι η καλύτερη λογοτεχνία, νομίζω εγώ. Υπάρχει επίσης μια λογοτεχνία για όταν είσαι θλιμμένος. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι χαρούμενος. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν διψάς για γνώση. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι απελπισμένος. Αυτή την τελευταία θέλησαν να κάνουν ο Ουλίσες Λίμα και ο Μπελάνο».
«Νομίζουν ότι δεν έχω αντιληφθεί αυτό που σιγά σιγά βλασταίνει στον κόσμο απ’ άκρη σ’άκρη. Νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνω τον σκοπό των ερωτήσεών τους, πώς κρύβεται στις φωνές τους κάθε φορά που θα πω κάτι αόριστο, κάτι ανόητο, κάτι που δεν μας βγάζει πουθενά. Κάθε φορά που δείχνω να μην θυμάμαι κάτι που, κατά τη γνώμη τους, όφειλα να θυμάμαι. Είναι τόσο εγκλωβισμένοι στις απύθμενες, στις ακόρεστες ανάγκες τους, τους έχουν σε τόσο βαθμό στομώσει τα κατάλοιπα του τρόπου που όλοι μας νιώσαμε τότε, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι θυμάμαι τα πάντα. Η μνήμη κατέχει μέσα μου τόσο χώρο όσο το αίμα και τα κόκαλα».