Η παιδική ηλικία του Χούλιο Κορτάσαρ σημαδεύτηκε από την εγκατάλειψη της οικογενείας από τον πατέρα του, Χούλιο Χοσέ, και από προβλήματα υγείας τα οποία τον καθήλωναν στο κρεβάτι. Περνούσε τον χρόνο του διαβάζοντας, ενώ η μητέρα του τον μύησε στα αναγνώσματα του Ιούλιου Βερν. Κάπως έτσι, μπολιάστηκε μέσα του η αγάπη για το φανταστικό που τον μετέτρεψε σε ένα άνθρωπο υπερευαίσθητο, με μια διαφορετική αντίληψη του τόπου και του χρόνου από εκείνη του κόσμου που τον περιστοίχιζε.
Βιβλιοθήκη
Ο Άρης Αλεξάνδρου (αληθινό επώνυμο, Βασιλειάδης) γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη) και πέθανε το 1978 στο Παρίσι. Διετέλεσε 3 χρόνια εξόριστος (1948-1951) στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο, ενώ μεταξύ 1952 και 1958 ήταν έγκλειστος σε φυλακές, καταδικασθείς ως ανυπότακτος. Η ιδιότητα που συνόδευσε τον Αλεξάνδρου καθόλη του τη ζωή ήταν αυτή του διαπρεπούς μεταφραστή, με ειδίκευση στη μετάφραση έργων της ρώσικης γραμματείας (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, κ.α.). Παράλληλα, συνέγραψε τις ποιητικές συλλογές «Ακόμα τούτη η άνοιξη» (1946), «Άγονος γραμμή» (1952) και «Ευθύτης οδών» (1959). Όλα τα παραπάνω θεωρούνται δευτερεύοντα μπροστά στο ένα και μοναδικό του μυθιστορηματικό πόνημα, «Το κιβώτιο», το οποίο εκδίδεται το 1972, μετά από 7 χρόνια συγγραφής. Ένα κιβώτιο που περιέχει εν τέλει μονάχα αέρα κοπανιστό, αλλά είναι τόσο πλήρες και περιεκτικό από νοήματα, που όταν το ανοίξεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάς αποσβολωμένος.
Το «Αμερικάνικο Ειδύλλιο» εκδόθηκε το 1997 και έναν χρόνο αργότερα, τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ. Για την σκιαγράφηση του πορτρέτου του βασικού χαρακτήρα του βιβλίου, του «Σουηδού» Seymour Levov, ο Φίλιπ Ροθ άντλησε έμπνευση από την αληθινή περσόνα του Seymour Masin. Γεννημένος δεκατρία χρόνια νωρίτερα από τον Ροθ, ο Masin υπήρξε αθλητής – φαινόμενο του γυμνασίου του Weequahic, του οποίου μαθητής υπήρξε και ο διάσημος συγγραφέας. Αφηγητής του δράματος του «Σουηδού» είναι το alter ego του συγγραφέα, ο Νέιθαν Ζούκερμαν, στην έκτη κατά χρονολογική σειρά εμφάνισή του (εννέα στο σύνολο) σε μυθιστόρημα του Ροθ.
«Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν βαριέσαι. Αφθονεί. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι ήρεμος. Αυτή είναι η καλύτερη λογοτεχνία, νομίζω εγώ. Υπάρχει επίσης μια λογοτεχνία για όταν είσαι θλιμμένος. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι χαρούμενος. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν διψάς για γνώση. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι απελπισμένος. Αυτή την τελευταία θέλησαν να κάνουν ο Ουλίσες Λίμα και ο Μπελάνο».
«Νομίζουν ότι δεν έχω αντιληφθεί αυτό που σιγά σιγά βλασταίνει στον κόσμο απ’ άκρη σ’άκρη. Νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνω τον σκοπό των ερωτήσεών τους, πώς κρύβεται στις φωνές τους κάθε φορά που θα πω κάτι αόριστο, κάτι ανόητο, κάτι που δεν μας βγάζει πουθενά. Κάθε φορά που δείχνω να μην θυμάμαι κάτι που, κατά τη γνώμη τους, όφειλα να θυμάμαι. Είναι τόσο εγκλωβισμένοι στις απύθμενες, στις ακόρεστες ανάγκες τους, τους έχουν σε τόσο βαθμό στομώσει τα κατάλοιπα του τρόπου που όλοι μας νιώσαμε τότε, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι θυμάμαι τα πάντα. Η μνήμη κατέχει μέσα μου τόσο χώρο όσο το αίμα και τα κόκαλα».
«Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στον Σηκουάνα». Τάδε έφη ο Αργεντίνος συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ, αναφερόμενος στο μυθιστόρημα «Το κουτσό» (“Rayuela” στο πρωτότυπο), το οποίο εξέδωσε το 1963 στα ισπανικά και τρία χρόνια αργότερα, στα αγγλικά.
Διαβάζοντας ένα κείμενο που ανέλυε το ρόλο της τέχνης και της επιστήμης σταμάτησα στη φράση: «Η επιστήμη είναι πιο λυτρωτική από την τέχνη». Η πρόταση μου προκάλεσε απορία και ενώ δεν την κατάλαβα πλήρως μου έμεινε στο μυαλό. Θεωρούσα και θεωρώ ότι η τέχνη, σε κάθε μορφή της, είναι o τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος εκφράζεται πιο ουσιαστικά. Γίνεται περισσότερο κατανοητός στους άλλους και στην ίδια του την ύπαρξη. Με αυτήν την επικοινωνία θα μπορούσαμε να πούμε έρχεται μια προσωπική λύτρωση τουλάχιστον στο επίπεδο ότι προσεγγίζεις και μοιράζεσαι τις μικρές και τις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς μπορεί η επιστήμη να διεκδικεί για τον εαυτό της αυτά τα μεγάλα δώρα; Με ποιο τρόπο λυτρώνει τον άνθρωπο; Και καθώς διαβάζω «Το Τρίτο Ράιχ» του Μπολάνιο, η φράση μου αποκαλύπτει «τον εαυτό της» και η επιστήμη κερδίζει πόντους.
«Είναι μια πολιτεία που τη ζώνει από παντού νερό, με υδάτινα περάσματα αντί για δρόμους και αδιάβατα απ’ τη λάσπη σοκάκια που μόνο οι αρουραίοι μπορούν και διασχίζουν. Αν χάσεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, μπορεί να βρεθείς αντιμέτωπος με εκατό μάτια που φυλάνε ένα ερειπωμένο μέγαρο γεμάτο σακιά και κόκαλα. Αν βρεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, ίσως και να συναντήσεις μια γριά σε ένα κατώφλι. Θα σου πει τη μοίρα κοιτάζοντας μόνο το πρόσωπο σου».
«Ο δίσκος τελειώνει, η αυτόματη κεφαλή σηκώνεται, ο βραχίονας επιστρέφει στη βάση του. Ο μπάρμαν πάει στο πικάπ για να αλλάξει δίσκο. Τον παίρνει με αργές κινήσεις και τον βάζει στη θήκη του. Διαλέγει έναν άλλο, ελέγχει την επιφάνεια στο φως και τον τοποθετεί στο πλατό. Πατάει το κουμπί, η βελόνα κατεβαίνει στις αυλακώσεις. Ήχος ελαφρού γρατσουνίσματος. Ακούγεται το sophisticated lady του Ντιουκ Έλινγκτον. Το νωχελικό σόλο μπάσο κλαρινέτο του Χάρι Κάρνει. Οι άνετες κινήσεις του μπάρμαν προσδίνουν στο χώρο μια ιδιαίτερη ροή του χρόνου».
Σκόπευα να γράψω για ένα άλλο βιβλίο αλλά να, με βρήκε το «’Ενα Κάποιο Τέλος» του Julian Barnes και ένιωσα μία ακατανίκητη επιθυμία να «σκαλίσω» λίγο τη δουλειά του. Πρωτοάκουσα γι αυτόν πριν από κάποια χρόνια και πάντα για κάποιον διεστραμμένο και ανεξήγητο λόγο ανέβαλα την ανάγνωση των βιβλίων του. Για κάποιο λόγο πάντα αντιστέκομαι σε βιβλία που ενστικτωδώς είμαι σίγουρη ότι θα τα λατρέψω. Σε κάποιο βιβλιοδικτατορικό παράλληλο σύμπαν θα με είχαν εξορίσει σε κάποια αναθεματισμένη γωνιά του πλανήτη για τούτη την ύβρη. Γιατί τώρα τον διάβασα… και τώρα σ’ έχω στερνή μου γνώση.