«Είναι πολύ άσχημο να μην έχει κανείς μέλλον, είναι όμως κυριολεκτικά αφόρητο το να μην έχει παρελθόν». Ένα θέμα πρωτότυπο από τη μια, επώδυνο και σκληρό από την άλλη.
Λόγος + Τέχνη
Ο κύριος Μάκης ήταν ψηλός, πάνω από εξήντα, καλοντυμένος. Πήγαινε πάντα στο ίδιο ξενοδοχείο, μια φορά το μήνα. Είχε μάλλον στενάχωρο βλέμμα, δεν χαμογελούσε πολύ. Ντρεπόταν να σε κοιτάξει στα μάτια. Έκλεινε το δωμάτιο από πριν. Έλεγε το επίθετό του, έπαιρνε τα κλειδιά και ψέλλιζε ένα «ευχαριστώ» στον υπάλληλο στη ρεσεψιόν. Πήγαινε πάντα την ίδια ώρα, δέκα το βράδυ, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. Πάντα παρέα με μια κοπέλα.
Σε μια παγωμένη Σουηδία, όταν το χιόνι πέφτει πυκνό και το τοπίο γίνεται ένας κρυστάλλινος κόσμος, αρκεί ένα δυνατό χτύπημα για να τον γκρεμίσει και να τον διαλύσει σε εκατομμύρια κομμάτια. Αρκεί ένας φόνος, και στη συνέχεια ένας δεύτερος, για να ταράξει την κοινωνία και την ηρεμία των πρωταγωνιστών.
Ο Kurt Vonnegut γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1922 στην Ιντιανάπολις των ΗΠΑ και άφησε την τελευταία του πνοή μία μέρα σαν κι αυτή, ακριβώς πριν από μία δεκαετία. Το 1943, οι φτωχές ακαδημαϊκές επιδόσεις, καθώς και ένα σατιρικό άρθρο στην εφημερίδα του πανεπιστημίου του Κορνέλ, το οποίο θεωρήθηκε ανάρμοστο, κόστισαν στον Vonnegut τη φοιτητική του ιδιότητα. Το Περλ Χάρμπορ είχε στο μεταξύ επισπεύσει την πλήρη εμπλοκή των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Vonnegut βρέθηκε σχεδόν από τη μία στιγμή στην άλλη στο μέτωπο της Γαλλίας, όπου αιχμαλωτίστηκε στη Μάχη των Αρδενών από τα ναζιστικά στρατεύματα, το 1944. Ως αιχμάλωτος πολέμου, ο Vonnegut μεταφέρθηκε στην πόλη της Δρέσδης και έζησε από πρώτο χέρι τον ανηλεή και βάρβαρο βομβαρδισμό της από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, στις 13-15 Φεβρουαρίου 1945.
Πρόκειται για την ενδέκατη, νέα περιπέτεια του δαιμόνιου επιθεωρήτη Χάρι Χόλε (ή Χούλε), και είναι φυσικά πολλοί οι Nesbomaniacs που την ανέμεναν με προσμονή, καθώς η μυθιστορηματική του φιγούρα είναι από τους πιο αγαπητούς ήρωες της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Δύο δεκατετράχρονοι έφηβοι, ο Μάικ και ο Τσικ, και ένα στραπατσαρισμένο κλεμμένο λάντα είναι οι ήρωες του απολαυστικού λογοτεχνικού road trip που έγραψε ο πρόωρα αδικοχαμένος Γερμανός συγγραφέας Wolfgang Herrndorf (1965-2013). Το «Βερολίνο, Γεια» είναι ένα μυθιστόρημα δρόμου που αναδεικνύει και μας θυμίζει τις χαρές της ζωής που μπορούμε να απολαύσουμε οποιαδήποτε στιγμή με μοναδικούς «συνοδοιπόρους» έναν φίλο μας, λίγες προμήθειες και ένα παλιό αυτοκίνητο που απλά να τσουλάει. Το μόνο που χρειάζεται είναι να αφήσουμε κατά μέρος τη μιζέρια και την κλάψα της καθημερινότητας και να τολμήσουμε να ξεκινήσουμε.
Δευτέρα πρωί, μόλις έχω φτάσει στη δουλειά. Βρέχει. Κάνει κρύο, πολύ κρύο. Δεν προλαβαίνω να ανοίξω τον υπολογιστή, και χτυπάει το κουδούνι. Μέχρι να πατήσω το κουμπί ν’ ανοίξει η πόρτα, έχει χτυπήσει άλλες δύο φορές. Τροχαίο, σκέφτηκα. Μια κοπέλα μπαίνει αναστατωμένη, μ’ ένα κουτάβι στην αγκαλιά. «Πετάχτηκε ξαφνικά» μουρμουράει, το βλέμμα της χαμένο. Το αφήνει διστακτικά στα χέρια μου.
Πώς θα ένιωθες αν έβλεπες όλη τη ζωή σου σε μικρογραφία; Αν κάποιος άλλος γνώριζε πριν από σένα τι πρόκειται να συμβεί και σου έστελνε τις απαντήσεις, πριν καν προλάβεις να διατυπώσεις τις ερωτήσεις σου;
Σαν σήμερα, πριν από 77 χρόνια, αφήνει την τελευταία του πνοή στη Μόσχα ο σπουδαίος Ρώσος συγγραφέας Mikhail Bulgakov. Ήταν μόλις 48 ετών. Οι τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν λίγο-πολύ το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου αφού, όπως και ο Chekov, o Bulkhakov ήταν κι αυτός ένας γιατρός που έβλεπε τον εαυτό του να αργοπεθαίνει (ο Chekov από φυματίωση ενώ ο ίδιος από μια κληρονομική ασθένεια που κατέστρεφε τα νεφρά του).
Δεν είναι τυχαίο που το μυθιστόρημα της Νεοϋορκέζας (μισής Χαβανέζας μισής Κορεάτισσας στην καταγωγή) Hanya Yanagihara έχει μαγέψει τόσο κριτικούς όσο και αναγνώστες σε όλον τον κόσμο. Είναι από τα βιβλία αυτά που σε αγγίζουν βαθιά και τα σκέφτεσαι για πολύ καιρό αφού ολοκληρώσεις την ανάγνωσή τους. Όσο το διαβάζεις ζεις μέσα στον απόλυτο διχασμό. Θέλεις να συνεχίσεις την ανάγνωση αλλά ταυτόχρονα δεν το αντέχεις. Θέλεις να κλάψεις πάνω από τις σελίδες του και την ίδια στιγμή πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελά ευχαριστημένος με τις ευκαιρίες που προσφέρει η ζωή ακόμα και στους πιο άτυχους. Αρρωσταίνεις με τη βία και την ωμότητα που βρίσκεις στις σελίδες του και ταυτόχρονα ανακαλύπτεις λόγους να πιστεύεις στην ανθρωπιά και την αγάπη. Νιώθεις να περνάς από τις φωτιές της κόλασης, αλλά στο τέλος βγαίνεις από μέσα του σαν να έχεις ξεπλυθεί από το φως του κόσμου, κι ενώ μάλιστα δεν έχει happy end.