Ο Γιώργος Ιωάννου αποτελεί μια ιδιάζουσα μορφή στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τέκνο της σχολής της Θεσσαλονίκης (Ν. Γαβριήλ Πεντζίκης, Στέλιος Ξεφλούδας κ.α.) ακολούθησε έναν μοναδικό δρόμο έκφρασης που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην εξωτερίκευση ενός εσωτερικού μονόλογου του δημιουργού. Με λίγα λόγια ήταν ακριβώς το αντίθετο απ' την ξακουστή γενιά του ‘30 που διακρίθηκε στο επονομαζόμενο, αστικό μυθιστόρημα.
Λόγος + Τέχνη
Το 1934, ένα δέμα από την Κωνσταντινούπολη καταφθάνει στα γραφεία του βραχύβιου περιοδικού “Nombres” (“Tchisla” στα ρώσικα, «Νούμερα» ελληνιστί), το οποίο εκδιδόταν από Ρώσους εμιγκρέδες στο Παρίσι. Το δέμα περιείχε το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος, που έφερε τον τίτλο «Μυθιστόρημα με κοκαΐνη» και την υπογραφή Μ. Αγκέεφ. Το περιοδικό δημοσιεύει το πρώτο σκέλος του μυθιστορήματος, το οποίο εκδίδεται δύο χρόνια αργότερα από την Ένωση Ρώσων Συγγραφέων του Παρισιού. Προϊόντος του χρόνου και μετά τη μετάφρασή του στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, το εν λόγω βιβλίο αποκτά μεγάλη δημοφιλία, καθώς και τη χροιά ενός λογοτεχνικού θρύλου, εξαιτίας ενός βασανιστικού αναπάντητου ερωτήματος: ποιος είναι ο μυστηριώδης κύριος Μ. Αγκέεφ;
Έχω την εντύπωση ότι όσο μεγαλώνω τόσο πιο δύσκολα μπορώ να χαθώ μέσα στις σελίδες κάποιου βιβλίου. Λίγο τα άγχη της καθημερινότητας, λίγο που η παιδικότητα χάνεται και επέρχεται μία, μάλλον, ανάλγητη ψευδοενηλικίωση, λίγο που η μπαταρία της υπομονής μου ξοδεύεται πλέον γρηγορότερα και γίνομαι περισσότερο απαιτητική από τα βιβλία μου… είναι λοιπόν δυσκολότερο για μένα να εισέλθω στο matrix του εκάστοτε βιβλίου. Ευτυχώς, συμβαίνει ακόμα, όπως στην περίπτωση του βιβλίου «Πρωινή Γαλήνη» του Ηλία Μαγκλίνη. Εξοικειωμένη ήδη με το έργο του, μέσα από την εβδομαδιαία στήλη του, «Ο κύριος Γκρι», στην εφημερίδα «Καθημερινή», και τα άλλα δύο μυθιστορήματά του «Σώμα με σώμα» και «Η Ανάκριση», ήξερα ότι στο καινούργιο του βιβλίο θα με περίμενε ένας φιλόξενος κόσμος πανέμορφης λογοτεχνικής γραφής με ατόφιο συναίσθημα. Παρακάτω, λοιπόν, είναι η συζήτησή μου με τον κ. Μαγκλίνη με δώρο το εξαιρετικό soundtrack που μας έφτιαξε για το βιβλίο του…
Ο Μπέρνι Γκούντερ δεν είναι ναζιστής, δεν ανήκει στο κόμμα και δεν μισεί τους Εβραίους. Πρέπει απλώς να κάνει τη δουλειά του όπως αυτός πιστεύει πως πρέπει να γίνει, να περάσει όσο το δυνατόν απαρατήρητος και να περιμένει να τελειώσει αυτή η φάρσα της Ιστορίας.
Ξεκινώντας να γράψω λίγες λέξεις για το “Vincent”, θεώρησα σωστό να αναζητήσω πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Vincent van Gogh. Έμαθα, λοιπόν, ότι η τέχνη του μεγάλου δημιουργού υπήρξε καταλυτική για τα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού (τι λέξη!), αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης. Ευτυχώς για όλους μας, όλα αυτά έχουν ελάχιστη σχέση με το κόμικ. Η ολλανδέζα δημιουργός διαθέτει στο έπακρο την ικανότητα των αληθινών καλλιτεχνών να δουλεύουν πάνω σε κάτι περίπλοκο και να το αποδίδουν, τελικά, ως κάτι απλό. Οπότε, ας το απολαύσουμε.
«Εγώ θα πεθάνω για τον εαυτό μου και μόνο, δεν έχω σκοπό να πεθάνω για κανένα σκοπό, θα το γλεντήσω λοιπόν, είναι δική μου, καταδική μου υπόθεση αυτή η καταδίκη και δεν πρόκειται να τη φορτώσω σε άλλους».
Ο Paul Auster, μέχρι σήμερα, φαίνεται πως έζησε τις εποχές της ζωής του έντονα και κατά περιόδους ευτυχισμένα. Λίγο πριν τη βαρυχειμωνιά του προσωπικού του χειμώνα, αποφασίζει να μας διηγηθεί με τον μοναδικό του τρόπο τις πιο χαρακτηριστικές και σημαδιακές αναμνήσεις της ζωής του, έχοντας ως βάση, όχι τη σπουδαιότητά τους, αλλά τη θέση τους στη μνήμη του.
Ο Ιωάννης Συκουτρής, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της κλασικής αρχαιότητας, ξεχώρισε με το έργο του στους ευρωπαϊκούς ακαδημαϊκούς κύκλους, σε πολύ νεαρή ηλικία. Αντίθετα, το ιδιοφυές και επαναστατικό πνεύμα του ξεσήκωσε έριδες στον κλειστοφοβικό πανεπιστημιακό μικρόκοσμο της δικτατορίας του Μεταξά. Οι μελέτες του τάραξαν τα νερά της συντηρητικής «ηθικής» των Ελλήνων διανοουμένων, ο φθόνος κυριάρχησε και ο Συκουτρής δέχθηκε δριμύτατη επίθεση, ώσπου δεν άντεξε τη δημόσια κατακραυγή και έδωσε τέλος στη ζωή του. Στο «Βερονάλ», ο Τάκης Θεοδωρόπουλος προσεγγίζει την προσωπικότητα του Συκουτρή, υπογραμμίζοντας παράλληλα τα ερωτήματα που γεννώνται από την τραγική ιστορία της ζωής του.
Άντρας πολύτροπος και πολυμήχανος, ο Χαΐνης Δ. Αποστολάκης, αγαπημένος από το κοινό και τις μούσες, εισβάλλει δυναμικά στον κόσμο της λογοτεχνίας ως πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας με το πρωτόλειό του να αποτελείται από δέκα αυτοτελείς διηγήσεις.
«Γιατί στην αρχή των πραγμάτων υπάρχει πάντα φως;»