Ο Τζιμ Τόμσον γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1906 σε μια κωμόπολη της Οκλαχόμα και πέθανε στις 7 Απριλίου 1977, στο Λος Άντζελες, χτυπημένος από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων. Ο χρόνιος και βαρβάτος αλκοολισμός είχε κλονίσει από νεαρή ηλικία την υγεία του, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του υπέφερε από ισχυρούς νευρικούς κλονισμούς. Ο Τόμσον αποχαιρέτισε τον μάταιο τούτο κόσμο σε καθεστώς πλήρους αφάνειας, παρά το ότι είχε συγγράψει περισσότερα από 30 μυθιστορήματα. Παράλληλα, είχε επιδείξει αξιοσημείωτη δραστηριότητα στον χώρο του σινεμά, υπογράφοντας τα σενάρια των ταινιών του Στάνλεϊ Κούμπρικ, “The Killing” και “Paths of Glory”. Επιπλέον, ορισμένα βιβλία του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως το “The Getaway” (από τον Σαμ Πέκινπα), το “The Grifters” (από τον Στίβεν Φρίαρς), αλλά και το “The Killer Inside Me” (δις, από τους Μπαρτ Κένεντι και Μάικλ Γουιντερμπότομ), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.
Λόγος + Τέχνη
Από το Κιλκίς στη Θεσσαλονίκη, από τη Θεολογική Σχολή στο θέατρο και από εκεί Αθήνα για να καταλήξει στο Λονδίνο και να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε δραματικές σχολές, θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικά σποτ και διδασκαλία δράματος. Ο Κωνσταντίνος Καβακιώτης είναι το λιγότερο πολυάσχολος, το… περισσότερο ταλαντούχος και πολίτης (και δάσκαλος) του κόσμου. Καταφέραμε να κλέψουμε λίγο από τον χρόνο του με τη βοήθεια του διαδικτύου και του ζητήσαμε να μας πει: τελικά τα ταλέντα στην Ελλάδα επιβιώνουν μόνο στο εξωτερικό ή εντέλει η καρδιά της χώρας μας δεν χτυπά χωρίς τους καλλιτέχνες της;
Ο Βύρωνας Θεοδωρόπουλος δίνει παραστάσεις κωμωδίας από το 2011. Και σε αυτή τη συνέντευξη, μας εξηγεί πολλά και διάφορα. Πώς ωριμάζει και βελτιώνεται ένας stand up comedian κι από πού αντλεί υλικό. Για την άνθιση της κωμωδίας στην Ελλάδα και για τα 14 ένσημά του στην κατηγορία του ΙΚΑ «Ακροβάτες Γελωτοποιοί ή/και Κλόουν». Για τους λόγους που μας φαίνεται αστείο το σεξ. Για το ποιους κωμικούς θαυμάζει και για το πότε το χιούμορ αγγίζει κορυφές. Για την απορία του γιατί ο Μπιλ Κόσμπι έπρεπε να ναρκώσει γυναίκες για να ερωτοτροπήσει μαζί τους, ενώ αυτές θα ήταν πρόθυμες, ακόμη και ξύπνιες.
Ο Μάκης Πανώριος είναι ένας δημιουργός που, δίχως μεγάλη υπερβολή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ‘Πατριάρχης του ελληνικού Φανταστικού’, με σημαντικό συγγραφικό και ανθολογικό έργο που εκτείνεται στο πέρασμα δεκαετιών. Για το έργο του έχει τιμηθεί ουκ ολίγες φορές, ενώ επίσης έχει εργαστεί ως ηθοποιός και ζωγράφος (περισσότερα για την πορεία του αναφέρει ο ίδιος εντός της συνέντευξης). Κύρια μυθιστορήματά του η τριλογία «Η διαδρομή/Η Καταδίκη» (2005, επανέκδοση παλαιότερων έργων), «Το Μαυσωλείο» (2006) και «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου» (2010), στα οποία πρωταγωνιστεί ο Αλέξανδρος, γενολογικό/γενόσημο [generic] όνομα του ανθρώπινου όντος.
Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε στη μαρτυρική πόλη του Ναγκασάκι στις 8 Νοεμβρίου του 1954 και μετακόμισε, μαζί με την οικογένειά του, στην Αγγλία, σε ηλικία έξι ετών. Μεγαλωμένος με ιαπωνική ανατροφή, σε ένα σπίτι όπου μιλιόταν η ιαπωνική γλώσσα, αλλά ζώντας σε αγγλικό έδαφος, ο Ισιγκούρο άντλησε στοιχεία από αμφότερες τις κουλτούρες με τις οποίες συναναστράφηκε. Πραγματοποίησε το συγγραφικό του ντεμπούτο το 1982, με το “A Pale View of Hills” και επτά χρόνια αργότερα, τιμήθηκε με το βραβείο Booker για το καταπληκτικό «Τα απομεινάρια μιας μέρας», το οποίο και θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.
Ο σπουδαίος Παύλος Μάτεσις υποστήριζε πως είναι το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα (άποψη, αρκετά αιρετική, όταν οι περισσότεροι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στον «Οδυσσέα» του Τζόις, το «Αναζητώντας Τον Χαμένο Χρόνο» του Προυστ και τον «Ξένο» του Καμύ). Ανεξάρτητα από το αν η καθολική εγκυρότητα μιας τέτοιας διαβεβαίωσης είναι, στην πραγματικότητα, συζητήσιμη (στη συνείδηση του γράφοντα, η «Βουή Και Η Μανία», πάλι του Φώκνερ, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, η «Ναυτία» του Σαρτρ, ο «Πύργος» του Kάφκα και η «Παναγία Των Λουλουδιών» του Ζενέ, διεκδικούν επίσης τη θέση της κορυφής), δε μπορείς παρά να νιώσεις δέος διαβάζοντας ένα έργο σαν το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!». Ένα έργο τόσο περίπλοκο και πυκνό που το ίδιο το γεγονός ότι γράφτηκε να αποτελεί κάτι σαν σκάνδαλο.
Αγαπητοί αναγνώστες. Διανύω τις τελευταίες στιγμές της ποινής μου. Θέλω να τις μοιραστώ μαζί σας με αυτό το γράμμα.
Ο Τζον Τσίβερ γεννήθηκε στο Ουόλστοουν της Μασαχουσέτης στις 27/5/1912. Παρότι οι ρίζες του γενεαλογικού του δένδρου φτάνουν στους πρώτους αποικιοκράτες της Μασαχουσέτης, η οικογένεια Τσίβερ δεν αποτελεί παράδειγμα εύπορης πουριτανικής οικογένειας. Με το ξέσπασμα του κραχ των Kreuger and Toll to 1932, ο πατέρας του Τσίβερ, Φρέντερικ, χάνει και το τελευταίο περιουσιακό του στοιχείο, τη βικτωριανή πατρική κατοικία στην οδό Winthrop. Την ίδια χρονιά, ο Τζον και ο αδερφός του μετακομίζουν στη Βοστώνη. Το 1935 δημοσιεύεται το πρώτο διήγημα του Τσίβερ «Buffalo» από το περιοδικό The New Yorker. To 1964 δημοσιεύεται το διήγημα για το οποίο ο Τσίβερ έχει λάβει και τη μεγαλύτερη μνεία, «The Swimmer», το οποίο μεταφέρεται και στη μεγάλη οθόνη το 1966 με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ. Παράλληλα με την νεοαποκτηθείσα αναγνώρισή του από το αμερικανικό κοινό ως διηγηματογράφος, ο Τσίβερ βρίσκεται αντιμέτωπος με τους προσωπικούς του δαίμονες: τον αλκοολισμό και την αμφισεξουαλικότητά του.
Ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Άλντους Χάξλεϋ γράφτηκε το 1931 και εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα. Ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ και πιο συγκεκριμένα, από την τέταρτη πράξη και το σημείο στο οποίο η Μιράντα αναφωνεί: “O wonder! How many godly creatures are there here! How beauteous mankind is! O brave new world, That has such people in't”. Πολύ συχνά αναφέρεται πως ο Χάξλεϋ είναι αυτός που προσέδωσε ειρωνική χροιά στις συγκεκριμένες λέξεις, αλλά μάλλον πιο ακριβές είναι το ότι πήρε σχεδόν αυτούσια την ειρωνική χροιά της σαιξπηρικής αναφοράς και την τοποθέτησε στον τίτλο του βιβλίου του. Η Μιράντα αφενός μεν εκπλήσσεται που επιτέλους αντικρίζει άλλους ανθρώπους, αφετέρου δε αυτό που βλέπουν τα μάτια της δεν είναι ακριβώς μια πολλά υποσχόμενη αφρόκρεμα του ανθρώπινου είδους…
Το τέλος της δεκαετίας του 1930 σημαδεύτηκε από δύο από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία των κόμικς, την εμφάνιση του Superman και του Batman, εισάγοντας στον κόσμο το υπερηρωικό κόμικ, μια από τις γνωστότερες, πολυπληθέστερες (και αναμφισβήτητα η πιο προσοδοφόρα) εκφάνσεις της 9ης τέχνης.