«Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν βαριέσαι. Αφθονεί. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι ήρεμος. Αυτή είναι η καλύτερη λογοτεχνία, νομίζω εγώ. Υπάρχει επίσης μια λογοτεχνία για όταν είσαι θλιμμένος. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι χαρούμενος. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν διψάς για γνώση. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι απελπισμένος. Αυτή την τελευταία θέλησαν να κάνουν ο Ουλίσες Λίμα και ο Μπελάνο».
Λόγος + Τέχνη
Ο Αλμπέρτο Μοράβια εξέδωσε το 1929, σε ηλικία μόλις 22 ετών, το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Οι αδιάφοροι» (“Gli Indifferenti”), το οποίο προσγειώθηκε σαν φλεγόμενος μετεωρίτης στον κόσμο της λογοτεχνίας. Μέσα από μία πρωτοφανή αποθέωση από τους κριτικούς της εποχής, «Οι αδιάφοροι» χαιρετίστηκαν ως μία στροφή ανανέωσης και μοντερνισμού ως προς τη δομή και το ύφος του σύγχρονου μυθιστορήματος. Για την ακρίβεια, πέρα από ανανεωτικό ή ριζοσπαστικό, το συγγραφικό ντεμπούτο του Μοράβια υπήρξε ταυτόχρονα προάγγελος νέων τάσεων που δεν είχαν ακόμη σχηματοποιηθεί, αλλά και άξιος κληρονόμος παλαιών διδαχών.
Το θέμα μας είναι τα χιουμοριστικά βιβλία. Μοιάζει περίεργο, αλλά τα συγκεκριμένα βιβλία είναι κάτι σαν είδος προς εξαφάνιση. Ενώ κυκλοφορούν χιλιάδες νέοι τίτλοι, ελάχιστα έργα στο σύνολο γράφονται με κωμική διάθεση. Ίσως η αφορμή για τη συγγραφή να βρίσκεται στον πόνο και όχι στη χαρά. Ίσως η οπτική μας να έχει εθιστεί σε υποθέσεις μυστηρίου, βίας και σεξ. Ποιος ξέρει; Μερικές φορές σκέφτομαι όμως ότι το γέλιο φοβίζει τους πάντες. Τους σοβαροφανείς δηλαδή που διοικούν τον κόσμο. Πολιτικοί, τραπεζίτες, «δυσκοίλιοι» διανοούμενοι και θρησκευτικοί ηγέτες αντιμετωπίζουν το γέλιο σαν ένα είδος ταμπού. Αν σκεφτούμε ότι ολόκληρη η Αγία Γραφή δεν έχει ένα κωμικό περιστατικό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι και οι θεοί φοβούνται το γέλιο! Και όταν φοβούνται οι θεοί κάτι, οι άνθρωποι το τρέμουν.
«Νομίζουν ότι δεν έχω αντιληφθεί αυτό που σιγά σιγά βλασταίνει στον κόσμο απ’ άκρη σ’άκρη. Νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνω τον σκοπό των ερωτήσεών τους, πώς κρύβεται στις φωνές τους κάθε φορά που θα πω κάτι αόριστο, κάτι ανόητο, κάτι που δεν μας βγάζει πουθενά. Κάθε φορά που δείχνω να μην θυμάμαι κάτι που, κατά τη γνώμη τους, όφειλα να θυμάμαι. Είναι τόσο εγκλωβισμένοι στις απύθμενες, στις ακόρεστες ανάγκες τους, τους έχουν σε τόσο βαθμό στομώσει τα κατάλοιπα του τρόπου που όλοι μας νιώσαμε τότε, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι θυμάμαι τα πάντα. Η μνήμη κατέχει μέσα μου τόσο χώρο όσο το αίμα και τα κόκαλα».
«Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στον Σηκουάνα». Τάδε έφη ο Αργεντίνος συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ, αναφερόμενος στο μυθιστόρημα «Το κουτσό» (“Rayuela” στο πρωτότυπο), το οποίο εξέδωσε το 1963 στα ισπανικά και τρία χρόνια αργότερα, στα αγγλικά.
Είναι μόνος, μένει στο βουνό, και θέλει να πάρει μέρος σε ένα διαγωνισμό λογοτεχνίας. Δεν έχει ξαναγράψει ποτέ του. Το πρόβλημα είναι ότι είναι λίγο μεγάλος για τέτοια πράγματα. Έτσι τουλάχιστον θα του λέγανε οι φίλοι του. Αν είχε.
Tι είναι η κλασσική λογοτεχνία; Πού να την εντάξω, πώς να της φερθώ, σε ποιον ορισμό να την χωρέσω έτσι «τεράστια» που είναι;
Διαβάζοντας ένα κείμενο που ανέλυε το ρόλο της τέχνης και της επιστήμης σταμάτησα στη φράση: «Η επιστήμη είναι πιο λυτρωτική από την τέχνη». Η πρόταση μου προκάλεσε απορία και ενώ δεν την κατάλαβα πλήρως μου έμεινε στο μυαλό. Θεωρούσα και θεωρώ ότι η τέχνη, σε κάθε μορφή της, είναι o τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος εκφράζεται πιο ουσιαστικά. Γίνεται περισσότερο κατανοητός στους άλλους και στην ίδια του την ύπαρξη. Με αυτήν την επικοινωνία θα μπορούσαμε να πούμε έρχεται μια προσωπική λύτρωση τουλάχιστον στο επίπεδο ότι προσεγγίζεις και μοιράζεσαι τις μικρές και τις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς μπορεί η επιστήμη να διεκδικεί για τον εαυτό της αυτά τα μεγάλα δώρα; Με ποιο τρόπο λυτρώνει τον άνθρωπο; Και καθώς διαβάζω «Το Τρίτο Ράιχ» του Μπολάνιο, η φράση μου αποκαλύπτει «τον εαυτό της» και η επιστήμη κερδίζει πόντους.
«Είναι μια πολιτεία που τη ζώνει από παντού νερό, με υδάτινα περάσματα αντί για δρόμους και αδιάβατα απ’ τη λάσπη σοκάκια που μόνο οι αρουραίοι μπορούν και διασχίζουν. Αν χάσεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, μπορεί να βρεθείς αντιμέτωπος με εκατό μάτια που φυλάνε ένα ερειπωμένο μέγαρο γεμάτο σακιά και κόκαλα. Αν βρεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, ίσως και να συναντήσεις μια γριά σε ένα κατώφλι. Θα σου πει τη μοίρα κοιτάζοντας μόνο το πρόσωπο σου».
«Ο δίσκος τελειώνει, η αυτόματη κεφαλή σηκώνεται, ο βραχίονας επιστρέφει στη βάση του. Ο μπάρμαν πάει στο πικάπ για να αλλάξει δίσκο. Τον παίρνει με αργές κινήσεις και τον βάζει στη θήκη του. Διαλέγει έναν άλλο, ελέγχει την επιφάνεια στο φως και τον τοποθετεί στο πλατό. Πατάει το κουμπί, η βελόνα κατεβαίνει στις αυλακώσεις. Ήχος ελαφρού γρατσουνίσματος. Ακούγεται το sophisticated lady του Ντιουκ Έλινγκτον. Το νωχελικό σόλο μπάσο κλαρινέτο του Χάρι Κάρνει. Οι άνετες κινήσεις του μπάρμαν προσδίνουν στο χώρο μια ιδιαίτερη ροή του χρόνου».