«Νομίζουν ότι δεν έχω αντιληφθεί αυτό που σιγά σιγά βλασταίνει στον κόσμο απ’ άκρη σ’άκρη. Νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνω τον σκοπό των ερωτήσεών τους, πώς κρύβεται στις φωνές τους κάθε φορά που θα πω κάτι αόριστο, κάτι ανόητο, κάτι που δεν μας βγάζει πουθενά. Κάθε φορά που δείχνω να μην θυμάμαι κάτι που, κατά τη γνώμη τους, όφειλα να θυμάμαι. Είναι τόσο εγκλωβισμένοι στις απύθμενες, στις ακόρεστες ανάγκες τους, τους έχουν σε τόσο βαθμό στομώσει τα κατάλοιπα του τρόπου που όλοι μας νιώσαμε τότε, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι θυμάμαι τα πάντα. Η μνήμη κατέχει μέσα μου τόσο χώρο όσο το αίμα και τα κόκαλα».
Λόγος + Τέχνη
«Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στον Σηκουάνα». Τάδε έφη ο Αργεντίνος συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ, αναφερόμενος στο μυθιστόρημα «Το κουτσό» (“Rayuela” στο πρωτότυπο), το οποίο εξέδωσε το 1963 στα ισπανικά και τρία χρόνια αργότερα, στα αγγλικά.
Είναι μόνος, μένει στο βουνό, και θέλει να πάρει μέρος σε ένα διαγωνισμό λογοτεχνίας. Δεν έχει ξαναγράψει ποτέ του. Το πρόβλημα είναι ότι είναι λίγο μεγάλος για τέτοια πράγματα. Έτσι τουλάχιστον θα του λέγανε οι φίλοι του. Αν είχε.
Tι είναι η κλασσική λογοτεχνία; Πού να την εντάξω, πώς να της φερθώ, σε ποιον ορισμό να την χωρέσω έτσι «τεράστια» που είναι;
Διαβάζοντας ένα κείμενο που ανέλυε το ρόλο της τέχνης και της επιστήμης σταμάτησα στη φράση: «Η επιστήμη είναι πιο λυτρωτική από την τέχνη». Η πρόταση μου προκάλεσε απορία και ενώ δεν την κατάλαβα πλήρως μου έμεινε στο μυαλό. Θεωρούσα και θεωρώ ότι η τέχνη, σε κάθε μορφή της, είναι o τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος εκφράζεται πιο ουσιαστικά. Γίνεται περισσότερο κατανοητός στους άλλους και στην ίδια του την ύπαρξη. Με αυτήν την επικοινωνία θα μπορούσαμε να πούμε έρχεται μια προσωπική λύτρωση τουλάχιστον στο επίπεδο ότι προσεγγίζεις και μοιράζεσαι τις μικρές και τις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς μπορεί η επιστήμη να διεκδικεί για τον εαυτό της αυτά τα μεγάλα δώρα; Με ποιο τρόπο λυτρώνει τον άνθρωπο; Και καθώς διαβάζω «Το Τρίτο Ράιχ» του Μπολάνιο, η φράση μου αποκαλύπτει «τον εαυτό της» και η επιστήμη κερδίζει πόντους.
«Είναι μια πολιτεία που τη ζώνει από παντού νερό, με υδάτινα περάσματα αντί για δρόμους και αδιάβατα απ’ τη λάσπη σοκάκια που μόνο οι αρουραίοι μπορούν και διασχίζουν. Αν χάσεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, μπορεί να βρεθείς αντιμέτωπος με εκατό μάτια που φυλάνε ένα ερειπωμένο μέγαρο γεμάτο σακιά και κόκαλα. Αν βρεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, ίσως και να συναντήσεις μια γριά σε ένα κατώφλι. Θα σου πει τη μοίρα κοιτάζοντας μόνο το πρόσωπο σου».
«Ο δίσκος τελειώνει, η αυτόματη κεφαλή σηκώνεται, ο βραχίονας επιστρέφει στη βάση του. Ο μπάρμαν πάει στο πικάπ για να αλλάξει δίσκο. Τον παίρνει με αργές κινήσεις και τον βάζει στη θήκη του. Διαλέγει έναν άλλο, ελέγχει την επιφάνεια στο φως και τον τοποθετεί στο πλατό. Πατάει το κουμπί, η βελόνα κατεβαίνει στις αυλακώσεις. Ήχος ελαφρού γρατσουνίσματος. Ακούγεται το sophisticated lady του Ντιουκ Έλινγκτον. Το νωχελικό σόλο μπάσο κλαρινέτο του Χάρι Κάρνει. Οι άνετες κινήσεις του μπάρμαν προσδίνουν στο χώρο μια ιδιαίτερη ροή του χρόνου».
Σαν σήμερα, πριν από 17 χρόνια απεβίωσε ο μεγάλος αμερικάνος ποιητής της Μπιτ γενιάς, Άλεν Γκίνσμπεργκ.
«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα / λιμασμένα, υστερικά, γυμνά / να σέρνονται στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μία λυσσασμένη δόση […] φτωχοί, κουρελιασμένοι, με κούφια μάτια και φτιαγμένοι / στάθηκαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι σαράβαλων διαμερισμάτων / αιωρούμενοι πάνω από τις κορυφές των πόλεων […] που διπλώθηκαν ξεντυμένοι από τον φόβο σε αξύριστα δωμάτια / καίγοντας τα λεφτά τους σε κάλαθους αχρήστων / και ακούγοντας τον Τρόμο μέσα από τον τοίχο [..] με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής πετσοκομμένη από τα κορμιά τους / τροφή που σε βγάζει για χίλια χρόνια…»
Σκόπευα να γράψω για ένα άλλο βιβλίο αλλά να, με βρήκε το «’Ενα Κάποιο Τέλος» του Julian Barnes και ένιωσα μία ακατανίκητη επιθυμία να «σκαλίσω» λίγο τη δουλειά του. Πρωτοάκουσα γι αυτόν πριν από κάποια χρόνια και πάντα για κάποιον διεστραμμένο και ανεξήγητο λόγο ανέβαλα την ανάγνωση των βιβλίων του. Για κάποιο λόγο πάντα αντιστέκομαι σε βιβλία που ενστικτωδώς είμαι σίγουρη ότι θα τα λατρέψω. Σε κάποιο βιβλιοδικτατορικό παράλληλο σύμπαν θα με είχαν εξορίσει σε κάποια αναθεματισμένη γωνιά του πλανήτη για τούτη την ύβρη. Γιατί τώρα τον διάβασα… και τώρα σ’ έχω στερνή μου γνώση.