Σαν σήμερα, πριν από 17 χρόνια απεβίωσε ο μεγάλος αμερικάνος ποιητής της Μπιτ γενιάς, Άλεν Γκίνσμπεργκ.
Λόγος + Τέχνη
«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα / λιμασμένα, υστερικά, γυμνά / να σέρνονται στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μία λυσσασμένη δόση […] φτωχοί, κουρελιασμένοι, με κούφια μάτια και φτιαγμένοι / στάθηκαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι σαράβαλων διαμερισμάτων / αιωρούμενοι πάνω από τις κορυφές των πόλεων […] που διπλώθηκαν ξεντυμένοι από τον φόβο σε αξύριστα δωμάτια / καίγοντας τα λεφτά τους σε κάλαθους αχρήστων / και ακούγοντας τον Τρόμο μέσα από τον τοίχο [..] με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής πετσοκομμένη από τα κορμιά τους / τροφή που σε βγάζει για χίλια χρόνια…»
Σκόπευα να γράψω για ένα άλλο βιβλίο αλλά να, με βρήκε το «’Ενα Κάποιο Τέλος» του Julian Barnes και ένιωσα μία ακατανίκητη επιθυμία να «σκαλίσω» λίγο τη δουλειά του. Πρωτοάκουσα γι αυτόν πριν από κάποια χρόνια και πάντα για κάποιον διεστραμμένο και ανεξήγητο λόγο ανέβαλα την ανάγνωση των βιβλίων του. Για κάποιο λόγο πάντα αντιστέκομαι σε βιβλία που ενστικτωδώς είμαι σίγουρη ότι θα τα λατρέψω. Σε κάποιο βιβλιοδικτατορικό παράλληλο σύμπαν θα με είχαν εξορίσει σε κάποια αναθεματισμένη γωνιά του πλανήτη για τούτη την ύβρη. Γιατί τώρα τον διάβασα… και τώρα σ’ έχω στερνή μου γνώση.
«Όνειρα; Μακάρι να ‘ταν! Όμως, γιατρέ, δεν τα χρειάζομαι τα όνειρα, και γι΄αυτό δεν βλέπω συχνά-στη θέση τους, έχω αυτή τη ζωή! Μ ’εμένα όλα γίνονται στο άπλετο φως! Το δυσανάλογο και το μελοδραματικό είναι ο άρτος μου ο επιούσιος! Τις συμπτώσεις των ονείρων, τα σύμβολα, τις τρομακτικά γελοίες καταστάσεις, τις αλλόκοτα δυσοίωνες κοινοτοπίες, τα ατυχήματα και την ταπείνωση, τα περιέργως δίκαια κρούσματα της τύχης ή της ατυχίας, όλα αυτά που οι άλλοι άνθρωποι τα βιώνουν με τα μάτια τους κλειστά, εγώ τα δέχομαι με τα δικά μου ορθάνοιχτα!»
Δείτε την παρακάτω φωτογραφία και προσπαθήστε να μαντέψετε πού τραβήχτηκε.
Δεν μπορεί να γράψει κανείς για τον Φλωμπέρ μέσα σε δυο τρεις παραγράφους… μόνο νύξεις μπορεί να κάνει. Νύξεις, οι οποίες και πάλι θα είναι ανεπαρκείς μπροστά στο πλήθος των υπαινιγμών του δημιουργού, ίσως και ανακριβείς μπροστά στο πλήθος των ερμηνειών που οι υπαινιγμοί του επιδέχονται.
«Υπάρχει, άραγε, στην πραγματικότητα, αυτό που λέμε «ολέθριο ελάττωμα», αυτή η έντονα σκοτεινή ρωγμή που χωρίζει στα δύο μια ζωή,
«Όλα ήταν τόσο εύθραυστα, τόσο μεταβατικά. Έπρεπε να γράψει τουλάχιστον για να διατηρήσει στον χρόνο κάτι το περαστικό. Έναν έρωτα ίσως. Αλεξάνδρα, σκέφτηκε. Και Χεορχίνα. Όμως θα μπορούσε να γράψει για όλα αυτά; Πώς; αχ, πόσο δυσπρόσιτα ήταν όλα αυτά, πόσο απελπιστικά εύθραυστα!»
Και έχει πάει 5.30 το απόγευμα. Κάθομαι με τους δύο Νικολάδες στην Πλατεία Odeon και ρουφάμε εσπρέσο και τσιγάρα νευρικά στην προσμονή της επικείμενης συνάντησής μας με τον Αύγουστο Κορτώ.
Να μη βρίζεις. Να μη βρίζεις.