Να μη βρίζεις. Να μη βρίζεις.
Writer’s Corner
Κοίταζα την πόρτα, αποσβολωμένος. Δίπλα μου, ο όχι και τόσο μελλοθάνατος κοίταζε κι αυτός αποχαυνωμένος την πόρτα.
Πάντα μία μελαγχολία για κάποια λησμονιά,
Το σώμα δεν αγαπάει. Μόνο ανταλλάσει πέπλα, να το θυμάσαι.
Υπάρχουν τυχερές και άτυχες στιγμές στη ζωή. Υπάρχουν φορές που είσαι στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και το αντίστροφο. Εκεί πάνω βασίζεται και η ιστορία της εκδίκησης που θα διαβάσετε.
Καλοκαιρινή μέρα στο κέντρο της Αθήνας… ο Νίκος αγχωμένος τρέχει να προλάβει κάτι πολύ επείγον. Ίσως αυτό του αλλάξει τη ζωή, πράγμα που θα φανεί σε λίγες στάσεις.
Υπομονετικά προσμένουν σε ναό από μαρμαρένια φαντασία καμωμένο, πριν το ταξίδι, οι κυνηγοί. Κάποιοι μπορεί να μη πάρουν τη σειρά τους ποτέ…
«…Και θα αποδειχθεί στο μέλλον ότι, απολύτως τίποτα δεν ήταν τελικά όπως νομίζαμε ότι είναι…»
Είναι μεγάλος σε ηλικία. Εκείνη είναι μικρή. Τουλάχιστον πολύ μικρότερη από ‘κείνον. Θα μπορούσε να είναι όχι απλά κόρη του αλλά εγγονή του. Είναι όμορφη όμως η άτιμη. Και τώρα τι γίνεται; Μπέρδεμα.
Ένιωθα το νερό της θάλασσας να μου γαργαλάει τα πόδια. Μύριζα τον αέρα. Μύριζα τη θάλασσα. Μύριζα την ηρεμία. Μύριζα τη χαρά, το γέλιο. Μύριζα την ελευθερία.