Coco, των Lee Unkrich και Adrian Molina
Μια τέτοια ταινία λοιπόν φιλοδοξούσε η εταιρία να δημιουργήσει και στην προκειμένη περίπτωση και ευτυχώς τα κατάφερε. Στο “Coco” πρωταγωνιστεί ο Μιγκέλ, ένα δεκάχρονο παιδί από το Μεξικό που μεγαλώνει σε μια οικογένεια που αποστρέφεται τη μουσική όπως ο διάολος το λιβάνι. Μόνο που ο μικρός διαθέτει ένα σπάνιο ταλέντο και όταν μάλιστα ανακαλύπτει ότι ο προ-προπάππους του είναι ο σπουδαίος μουσικός Ερνέστο Ντε Λα Κρουζ, αποφασίζει να πάει κόντρα στις επιταγές της οικογένειάς του και έτσι να συμμετάσχει σ’ έναν τοπικό διαγωνισμό που θα ελάμβανε χώρα την «Ημέρα των Νεκρών». Τα πράγματα όμως παίρνουν μια αναπάντεχη τροπή και ο Μιγκέλ οδηγείται στον «κάτω» κόσμο, διατηρώντας ένα ενδιάμεσο στάτους ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Εκεί συνειδητοποιεί πως οι νεκροί σε τούτη τη σημαδιακή μέρα επιστρέφουν στον κόσμο των ζωντανών, αρκεί αυτοί να έχουν μια φωτογραφία τους στον οικιακό βωμό (ofrenda στα ισπανικά), και γνωρίζει την αποβιώσασα οικογένεια του, που ετοιμάζεται να επισκεφτεί το παλιό της σπίτι. Εκτός αυτών, γνωρίζει και τον Χέκτορ, έναν νεκρό τυχοδιώκτη που ψάχνει τρόπους να εξαπατήσει το σύστημα και να επιστρέψει. Μαζί λοιπόν θα επιδιώξουν να φτάσουν μέχρι τον λαμπρό πρόγονο του Μιγκέλ, τον όποιο ο Χέκτορ ισχυρίζεται ότι γνωρίζει.
Η κεντρική ιδέα είναι ως συνήθως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η ανάπτυξή της βασίζεται σε σίγουρες λύσεις, όπως οι ανατροπές και τα αδιέξοδα, δεν γίνεται όμως ποτέ φορτική για το θεατή. Η πλοκή δεν περιπλέκεται άνευ λόγου, ενώ και ο ρυθμός δεν είναι ασθματικός και φρενήρης, αλλά σταθερός και ισορροπημένος. Έτσι, η ταινία ανασαίνει και παίρνει τον απαιτούμενο χρόνο για να δημιουργήσει ολοκληρωμένα το συγκινητικό κλίμα και να βάλει το θεατή στη θέση του συνοδοιπόρου του Μιγκέλ στην περιδιάβαση του στον κόσμο των νεκρών, αλλά και να φωτίσει από πολλές πλευρές τους χαρακτήρες που κουβαλούν το συναισθηματικό φορτίο της ταινίας.
Ο κόσμος των νεκρών θυμίζει κάτι από τη «Νεκρή Νύφη» του Τιμ Μπάρτον. Δεν είναι σκοτεινός και θλιβερός, αλλά γεμάτος τραγούδια και χρώματα. Οι νεκροί δεν εμφανίζονται διόλου απόκοσμοι και τρομακτικοί, αλλά ανθρώπινοι. Με άλλα λόγια, οι δημιουργοί επιχειρούν να εγκαταστήσουν κλίμα οικειότητας μεταξύ του θεατή και του πιο ανοίκειου τόπου για τον άνθρωπο: του κόσμου των νεκρών. Στο “Coco” λοιπόν, υπάρχουν δύο ήδη θανάτου: ο συνήθης βιολογικός και ο αληθινά οριστικός, αυτός που επέρχεται όταν πια κανένας στον κόσμο των ζωντανών δεν θυμάται τον θανόντα. Υπό αυτή τη σκοπιά, ο θρήνος συνιστά ύψιστο φόρο τιμής και καθήκον των ζωντανών απέναντι στους νεκρούς.
Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική, η ταινία που διαθέτει για πρωταγωνιστές μερικούς συμπαθείς σκελετούς καταφέρνει να μιλήσει με τρόπο ολοκληρωτικά ανθρώπινο για ένα απάνθρωπο στοιχείο της ζωής, τον θάνατο. Θυμίζει ότι η ανάμνηση είναι πηγή ζωής και ότι, όσο οξύς και αν είναι ο πόνος της απώλειας, ο άνθρωπος κουβαλά τους αγαπημένους του μαζί του όσο τους κρατά στη μνήμη του. Έτσι, ο πόνος απαλύνεται και ο θάνατος δεν αποτελεί το αληθινό τέλος. Η γενναιότητα ενός έργου που απευθύνεται (και) σε παιδιά και βασίζεται σε τέτοιους θεματικούς άξονες, χωρίς μάλιστα να καταλήγει δασκαλίστικη, είναι αξιέπαινη.
Δεύτερο κυρίαρχο θέμα της ταινίας είναι το κυνήγι του προσωπικού ονείρου, ειδικά όταν έρχεται σε ευθεία ρήξη με τις επιθυμίες της οικογένειας. Έξυπνα οι δημιουργοί δεν πλάθουν την οικογένεια του Μιγκέλ –ζωντανή και νεκρή– σαν ένα μάτσο καταπιεστικούς τύπους που δε δίνουν δεκάρα για τα όνειρά του, αλλά σαν ανθρώπους που νοιάζονται ειλικρινά για την ευτυχία του και προσπαθούν να τον προστατεύσουν. Παράλληλα, παρουσιάζουν και στις αληθινές τους διαστάσεις το τίμημα του αγώνα για την κατάκτηση του ονείρου. Αναφέρονται στις θυσίες, στις ηθικές και πρακτικές εκπτώσεις και στις απογοητεύσεις που καιροφυλακτούν, αποφεύγοντας τους εξωραϊσμούς. Στο “Coco”, η οικογένεια είναι ένα κύτταρο που τα μιτοχόνδρια του παράγουν στοργή και αγάπη, ακόμα και αν μερικές φορές τα όριά του μοιάζουν στενά.
Παράλληλα, η ταινία μοιάζει με μια λαογραφικού τύπου περιήγηση στα ήθη των Μεξικανών. Άλλωστε, η οικογένεια εκλαμβάνεται με τους όρους της μεξικανικής κοινωνίας, με δεσμούς πολύ πιο στενούς από αυτούς της μέσης αμερικανικής οικογένειας. Παρουσιάζονται διάφορες μεξικανικές παραδόσεις, κυριαρχεί η ξακουστή μεξικανική μουσική, εμφανίζεται η Φρίντα Κάλο, μέχρι και τα μυθικά πλάσματα της χώρας των νεκρών είναι δημιουργημένα κατά τα πρότυπα της παραδοσιακής μεξικανικής γλυπτικής. Βέβαια, η περιδιάβαση στην μεξικανική λαϊκή κουλτούρα είναι κάπως βιαστική και δεν προσφέρει κάποια σοβαρή προσέγγιση των παραδόσεων της κοινωνίας. Πάντως, η ημέρα των νεκρών στην οποία εκτυλίσσεται η ταινία είναι μια αληθινή μεξικανική εορτή κατά την οποία γιορτάζεται η επιστροφή των νεκρών στη γη. Μάλιστα, ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Día de los Muertos», αντί του ορθού «Día de Muertos». Όταν όμως η Ντίσνεϊ απαίτησε η παραπάνω φράση να αποτελεί σήμα κατατεθέν της ταινίας και να χρησιμοποιείται εμπορικά, ξέσπασαν αντιδράσεις από την μεξικανική κοινότητα, η οποία κατηγόρησε την εταιρία ότι οικειοποιείται και εκμεταλλεύεται την κουλτούρα του Μεξικό και έτσι ο τίτλος αποσύρθηκε.
Το “Coco” είναι μια ταινία πιο παιδική από άλλες της Pixar. Παρόλ’ αυτά, διαθέτει ένα πολύ δύσκολο θέμα, το οποίο μεταχειρίζεται με σπουδαίο τρόπο, και ένα αυθεντικά συγκινητικό πλαίσιο στο οποίο βασίζει όλη τη δύναμή της. Ως εκ τούτου, έρχεται να προσθέσει το όνομα της στη βαριά κληρονομιά που έχει δημιουργήσει η εταιρία, που διατηρεί την παγκόσμια πρωτοτυπία να μην έχει απολέσει τον χαρακτήρα της, παρά τη συνεργασία με την κολοσσιαία Ντίσνεϊ. Τέλος, το συγκεκριμένο έργο αποκτά και μια ιδιάζουσα σημασία λόγω της εποχή μας. Είναι μια ταινία που αγγίζει τη μεξικανική κουλτούρα, έστω επιδερμικά, και φέρνει τρυφερής ηλικίας κοινό σε επαφή με αυτόν τον πολιτισμό, σε μια εποχή κατά την οποία ο ψυχασθενής που παριστάνει τον πλανητάρχη προσπαθεί να εγείρει αντιμεταναστευτικό τοίχος στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού.
Coco, των Lee Unkrich και Adrian Molina
Είδος: Κινούμενα σχέδια, Περιπέτεια, Κωμωδία
Διάρκεια: 105'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine