Contre-Temps της Μιμίκας Κρανάκη
Η πρωταγωνίστρια, η Κυβέλη, δεν διαφέρει πολύ από τα υπόλοιπα κορίτσια. Εφηβικά ερωτευμένη και αφοσιωμένη στην ανάμνηση της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, περνά τις μέρες της μοιρασμένη ανάμεσα στις μουσικές σπουδές της και σε μία σχεδόν εμμονική αναδρομή στο παρελθόν. Αυτό είναι που της προσδίδει και το βάθος της μελαγχολίας που την διακατέχει. Η Κυβέλη δεν χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στον ίδιο της τον εαυτό. Σε κάθε περιστατικό παραβάλει ένα άλλο συμβάν, μία μνήμη, την υπαρξιακή απορία «τι θα γινόταν εάν ήταν αλλιώς…». Έτσι ο χρόνος της γίνεται πολυεπίπεδος και την ίδια στιγμή απωθείται ως δυσάρεστος, ως ανίκανος να προσφέρει οποιουδήποτε είδους απόλαυση.
Η ηρωίδα αδυνατεί να αφεθεί στις περιστάσεις, στη γοητεία, στον έρωτα, ακόμα και στις ίδιες τις μουσικές της ικανότητες που ποτέ δεν πραγματώνονται στον μέγιστο βαθμό, παρά την ρεαλιστικά σκληρή προσπάθεια. Φαίνεται πως τίποτα δεν είναι εφικτό εάν δεν είσαι πραγματικά παρόν και πάντα μένει μία άλλη ανεκπλήρωτη δυνατότητα, ένα άλλο παραθυράκι του χρόνου το οποίο ωστόσο δεν είναι προσβάσιμο. Όλα βαίνουν ενάντια στον χρόνο και η μουσική παίζεται a contre-temps, κι έτσι η πραγματικότητα του (αντι)μυθιστορήματος αυτού σκιαγραφείται ως μελαγχολική ψευδαίσθηση.
Κι ο αφηγητής αναρωτιέται προκλητικά, εισάγοντας συμβάντα και περιστάσεις, και εάν όλα εκπληρώνονταν; Εάν ο χρόνος αντί να γυρίσει πίσω, γύρναγε απλώς υπέρ ημών και βρισκόμασταν ξαφνικά στη μέση των ίδιων μας των επιθυμιών; Τότε, απαντά η Κυβέλη, όλα ξεκινούν ξανά, η μελωδία παίζεται από την αρχή και πάλι με τα γυρίσματα και τις ανατροπές της, το εκπληρωμένο δεν είναι παρά μία άλλη μελαγχολική ψευδαίσθηση, η μελαγχολία της μίας πόλης εναλλάσσεται με αυτήν μίας άλλης, το ένα ανεκπλήρωτο πάθος εναλλάσσεται με το άλλο και το καθένα λαμβάνει διαδοχικά τον ρόλο του μέσα στον στρόβιλο των αναμνήσεων και των «τι θα γινόταν άραγε εάν…». Η Κυβέλη, πάντα σε αναζήτηση του «αλλιώς», του «τότε», της ίδια της προσωπικής της ανεπάρκειας που δεν ανταποκρίθηκε στις περιστάσεις.
Ο αναγνώστης με τη σειρά του αναρωτιέται… φταίει άραγε η ηρωίδα, μήπως είναι όντως ανεπαρκής, νευρωτική, ανικανοποίητη; Η μήπως φταίει η ανθρώπινη φύση που πάει πάντα κόντρα στον ίδιο τον προσωπικό της χρόνο, μήπως φταίνε τα πράγματα που είναι πάντα «λιγότερα» απ’ όσο θα ήθελε να είναι; Μήπως η προσωπική πορεία είναι καταδικασμένη στο δίλημμα του ιδανικού και της πραγματικότητας έτσι ώστε να μπορεί να συνθέτει κι αυτή μουσικά, στροφές και αντιστροφές; Και γιατί άραγε να αναρωτιέται η ηρωίδα και γιατί να αναρωτιέται ο αναγνώστης; Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία αισιόδοξη απάντηση. Όταν η μουσική τελειώνει, ο ακροατής μένει σ’ ένα πριν, στο τώρα, στο μηδέν, όπως η Κυβέλη ξαναγυρνά στο μηδέν της αναζήτησής της, αναζητώντας (και πάλι) μία νέα αρχή που θα μπορούσε όμως να είναι και το τέλος. Μάλλον δεν απομένει τίποτα παρά να ξαναπαίξει a contre – temps την συμφωνία, να αφεθεί στη μελαγχολία του χρόνου, στον επιβλητικό απόηχο της μουσικής… Όπως πάνω κάτω, κάνουμε όλοι… Γι’ αυτό και το “Contre-Temps” είναι αντιμυθιστόρημα: γιατί λέει μία – πάντα – αληθινή ιστορία.