Dalida, της Lisa Azuelos
Κι όταν λέω κινηματογραφικό, εννοώ το δραματουργικό. Θα μου πεις ότι κι η μουσική και το τραγούδι, κι η χορογραφία, κι ο ήχος και το μιξάζ, και τα σκηνικά και τα κοστούμια, κι η ανάπλαση μιας vintage ατμόσφαιρας και μιας ολόκληρης εποχής, και η φωτογραφία… την δραματουργία (έστω και υπό μια ευρύτερη έννοια) υπηρετούν, ορίζοντας τις συντεταγμένες του ύφους και της αισθητικής του όλου εγχειρήματος. Δραματουργία όμως σημαίνει – κατεξοχήν – χαρακτήρες και σενάριο. Πλοκή και εξέλιξη. Σμίλευση και εμβάθυνση.
Με την γαλλο-μαροκινή Azuelos, δεν διατηρώ και τις καλύτερες σχέσεις (εκείνο το LOL – με την Μάϊλυ Σάϊρους – αρνούμαι και να το σχολιάσω, ενώ το «Μια τυχαία συνάντηση» (“Une rencontre”) δεν είναι παρά μια μελαγχολική ερωτική ιστορία που το «ξόρκι» της αμαυρώνεται από μια απίστευτη φορμαλιστική υπερβολή). Η ίδια έχει δηλώσει – για να ολοκληρώσει τον εκνευρισμό μου – πως δεν υπήρξε φαν της Dalida (τουλάχιστον πριν κάνει την ταινία). Πάλι καλά που ομολογεί πως στην πορεία του φιλμ, η τελευταία… της επιβλήθηκε! Βέβαια, όταν ακούς πως ένα μέντιουμ της είπε το 2012 (γιατί της πήρε και τέσσερα χρόνια να συλλέξει και να οργανώσει το υλικό της) ότι η… Dalida είναι χαρούμενη που θα αφηγηθεί την ιστορία της, σου ‘ρχεται να καληνυχτίσεις! Διότι αντιλαμβάνεσαι πως το καλύτερο που μπορείς να περιμένεις από την συγκεκριμένη είναι ένα απαστράπτον ποπ «προϊόν» κι ένα μεθοδευμένο crowd pleaser. Μέχρι εκεί. Το μόνο – εμφανές – προσόν της Azuelos είναι πως κι η ίδια προέρχεται από μουσική οικογένεια (μητέρα της είναι η σπουδαία Marie Laforêt – σύγχρονη της Dalida).
Τα τελευταία χρόνια, το γαλλικό σινεμά έχει παραδώσει κάμποσες βιογραφίες σημαντικών τραγουδιστών (το «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο», το “Gainsbourg”, το “Cloclo” /aka “My Way”). Θα ερχόταν, λοιπόν, κάποια στιγμή και η σειρά εκείνης που σχοινοβάτησε μεταξύ ζωής, έρωτα και θανάτου. Της (μεγαλωμένης σε μια ιταλική οικογένεια της Αιγύπτου – ο πατέρας μουσικός, πρώτο βιολί στην Όπερα του Καϊρου) Yolanda Gigliotti, που αδυνατούσε να κατακτήσει την ολοκλήρωσή της ως Γυναίκα τη στιγμή που κατακτούσε – με όλη τη δόξα και την αίγλη – το καλλιτεχνικό στερέωμα ως Dalida! Εκείνης που το 2001 θα ψηφιστεί από το γαλλικό κοινό ως η τραγουδίστρια που – μαζί με την Piaf – σημάδεψε περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη τον 20ο αιώνα (με την Piaf μοιράζεται και μια περίεργη σύμπτωση: κι οι δυο πέρασαν μικρές ένα διάστημα στο «σκοτάδι», εξαιτίας μιας μόλυνσης που απειλούσε την όρασή τους. Μοναδική παρηγοριά τις ώρες της πλήξης και του φόβου, η μουσική του πατέρα. Η απαρχή μιας ιδιαίτερης σχέσης, που θα κλονιστεί όταν ο τελευταίος επιστρέψει – μετά από παραμονή 5 χρόνων σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, κατηγορούμενος για ηθική υποστήριξη στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι – απόμακρος, ψυχικά συντετριμμένος και με εκρήξεις βίας, κάνοντάς την να βιώσει την απόρριψη απ’ τον σημαντικότερο άνθρωπο της ζωής της).
Εκείνης που με το έντονο, ιταλο-αραβικό της accent, μετέτρεψε τον εξωτισμό και τον ήλιο της Μεσογείου σε διαρκή όαση γοητείας μέσω μιας φωνής που μετέφερε στα μήκη και τα πλάτη της Γης την κοσμοπολίτικη αύρα και κουλτούρα της. Μιας φιγούρας δυναμικής, εκρηκτικής, πληθωρικής, χαμαιλεοντικής, κυκλοθυμικής και παράλληλα μυστηριώδους, ρομαντικής και σίγουρα πολύ πιο ευάλωτης απ’ όσο σ’ άφηνε να φανταστείς το μεσογειακό ταμπεραμέντο της. Μιας γυναίκας χυμώδους και μπριόζας, με ταλέντο και θέληση. Ενός πραγματικού αινίγματος που γεννήθηκε στη γη των αινιγμάτων, στη γη της Σφίγγας. Που η ζωή της υπήρξε δημόσιος Παράδεισος και ιδιωτική Κόλαση. Και που διαρκώς επικρέμονταν από πάνω της η αίσθηση μιας «κατάρας», που ήθελε τους συντρόφους της να δίνουν τραγικό τέλος στη ζωή τους. Η καλλιτεχνική δόξα και η προσωπική ευτυχία δεν έμελλε να βαδίσουν ποτέ χέρι με χέρι για κείνην. Προσέλκυε την τραγωδία σαν μαγνήτης. Οι αποτυχημένες σχέσεις και τα ειδύλλια-ανεμοστρόβιλοι θα κατέληγαν συχνά θλιβερά: αυτοκτονίες πρώην συζύγων και εραστών, απόπειρα αυτοκτονίας για την ίδια.
Το φιλμ ανοίγει υπό τους ήχους του “Un po d’ amore” (διασκευή του “Nights in White Satin”) σε μια γωνιά του (αχανούς) Παρισινού αεροδρομίου του Ορλύ και συνεχίζεται στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, εκεί όπου η ηρωίδα επιχειρεί να βάλει τέλος στη ζωή της ένα μήνα μετά από την αυτοκτονία του εραστή της, για να ολοκληρωθεί σε ένα άλλο δωμάτιο – 20 χρόνια αργότερα – με ένα τελευταίο πλάνο που βυθίζει στο βαθύ, απόλυτο, παγωμένο και παντοτινό σκοτάδι τόσο την ίδια, όσο και τον θεατή. Στο ενδιάμεσο, η αφήγηση παρακολουθεί με σχετική γραμμικότητα αλλά και χρήση φλας μπακ (μέσω των οποίων πηγαινοέρχεται στο χρόνο) την πορεία της Dalida από τα παιδικά χρόνια στην Αίγυπτο μέχρι το βαριετέ ταλέντων “Number Ones of Tomorrow” του θεάτρου Olympia κι από κει μέχρι την απόλυτη καταξίωση, το ενδιαφέρον για την ανατολική φιλοσοφία και το μυητικό ταξίδι στην Ινδία, την περίοδο ανασυγκρότησης κατά την οποία θα εντρυφήσει στον Φρόϊντ, τον Γιούνγκ, σε θεολογικά και φιλοσοφικά δοκίμια. Τα ανέμελα τραγούδια του παρελθόντος παραχωρούν τη θέση τους σε ένα ρεπερτόριο πιο μελαγχολικό, πιο ψαγμένο. Η… mademoiselle Jukebox φλερτάρει πλέον με την διανόηση και τον κόσμο της τέχνης. Εμφανίζεται στη σκηνή ως λευκοφορεμένη Μαντόνα που πενθεί τους νεκρούς έρωτές της. «Νιώθω πως ο Θάνατος με γυροφέρνει διαρκώς», λέει σε κάποια στιγμή. Σίγουρα γυρόφερνε πολλούς από κείνους που σχετίστηκαν μαζί της. Που με τον έναν ή τον άλλο (συνήθως οδυνηρό) τρόπο, διαπίστωσαν πόσο ελάχιστοι ή ανεπαρκείς υπήρξαν δίπλα της. Που συντριπτικά τους κατάπιε το μεγαλείο και η λάμψη της.
Παρά το πρόωρο διαζύγιό τους (καθώς εκείνη γοητεύεται από ένα νεαρό μποέμ ζωγράφο, πολωνικής καταγωγής), λέγεται πως η μεγαλύτερη αγάπη της Dalida υπήρξε ο πρώτος σύζυγός της, Lucien Morisse (Jean-Paul Rouve), ο άνθρωπος που την ανακάλυψε και έγινε ο μέντορας και Πυγμαλίωνάς της (αυτός μάλλον αυτοκτόνησε από τα χρέη, και όχι για χάρη της). Ωστόσο η σχέση αυτή δεν χρησιμοποιείται ως πρωταρχικός (θα μπορούσε να είναι και κυρίαρχος) μοχλός αφήγησης, με τον τελευταίο να παίρνει απλά θέση ως ο πρώτος από μια σειρά αντρών που πολιορκούν (ή πολιορκούνται από) την ηρωίδα, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο «σκοτεινός» (μετέπειτα αυτόχειρας) Ιταλός τραγουδιστής Luigi Tenco (Alessandro Borghi), ένας νεαρός Ιταλός φοιτητής που την κατέστησε έγκυο (τον υποδύεται ο Brenno Placido – γιος του Michele Placido και της Simonetta Stefanelli, της αδικοχαμένης «νύφης» του Μάικλ Κορλεόνε/Πατσίνο στον πρώτο «Νονό» – ένα παλληκάρι που θυμίζει πολύ τον Horst Buchholz στα νιάτα του) – οδηγώντας την σε μια καταστροφική άμβλωση που την αφήνει πλέον στείρα – και ένας περίεργος τύπος των κοσμικών κύκλων και της τηλεόρασης, ο επονομαζόμενος και… «Κόμης του Σεν-Ζερμαίν» (Nicolas Duvauchelle) – ένας τύπος με ψεύτικο τίτλο ευγενείας (η μάνα του ήταν νοικοκυρά κι ο πατέρας του νταλικιέρης), δεύτερος σύζυγός της κι ο τελευταίος του άρματος των αυτοχείρων που την πλαισίωσαν.
Ο μόνος άντρας (κι αυτό… υπό συζήτηση, με βάση την glam-gay εκδοχή του εδώ) που είναι διαρκώς παρών στη ζωή της είναι ο αδερφός της, Orlando (Riccardo Scamarcio), η «σκιά» της, που γίνεται και ο μετέπειτα παραγωγός της. Αντρικές φιγούρες στέρεες μεν, ωστόσο καμία δεν κατορθώνει να ξεχωρίζει ιδιαίτερα. Η παρουσία της ηρωίδας (και της σχετικά άγνωστης και άπειρης, ιταλο-ισραηλινής Sveva Alviti στον ομώνυμο ρόλο) τις καταπίνει με ευκολία. Χάρη σε μια εξαιρετική δουλειά με το μακιγιάζ (όχι όμως τόσο στο πέρασμα του χρόνου από πάνω της), το styling και την κόμμωση, η τελευταία θυμίζει σε αρκετά σημεία την θρυλική τραγουδίστρια (στο σκαρί, στα αραβικά χαρακτηριστικά). Είναι μια ενσάρκωση (δεν θα την έλεγα ερμηνεία) τούτη εδώ, που σου προκαλεί ιδιόμορφη, περίεργη αίσθηση, δίνει την εντύπωση – όπως και η ίδια η Dalida – μιας χαρισματικής δύναμης που είναι αδύνατον να αγνοήσεις. Στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, η Alviti παραμένει διεκπεραιωτική. Διαθέτει, πάντως, μια υπνωτική (ακατέργαστη, θαρρείς) γοητεία κι ένα υπόγειο τέμπο που – δυστυχώς, όμως – δεν εξελίσσονται σε εσωτερικότητα (ιδίως στις «θεατρικές» ερμηνείες των τραγουδιών).
Ό,τι δεν πετυχαίνει, ωστόσο, η ίδια το κατορθώνουν από μόνα τους τα τελευταία που επιτελούν τον δικό τους – πολύ σημαντικό – ρόλο στην οικονομία του έργου (ειδικά μέσω του εξαίρετου υποτιτλισμού των στίχων που αντανακλά την συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας σε συνδυασμό με τα εκάστοτε επεισόδια της ζωής της). Η κινηματογράφηση τους διαθέτει την αισθητική εμπνευσμένου βίντεο κλιπ και λειτουργεί με όρους παράλληλου μοντάζ μέσα στο σώμα της αφήγησης. Και τι soundtrack: “Aime-moi”, “Bambino”, “Come Prima”, “Ecoutez les mandolines”, “Le Temps Des Fleurs”, “Je me sens vivre”, “Ciao amore, ciao”, “Bang Bang”, “Histoire d’ un amour”, “Il venait d’ avoir 18 ans”, “Je suis Malade”, “Avec le temps”, “Paroles paroles”, “Besame Mucho”, “Gigi l’ amoroso”, “J’ attendrai”, “Salma Ya Salama”, “Pour ne pas vivre seul”, “Mourir sur scene” και τόσα άλλα…
Η πορεία της Dalida, εκθαμβωτική και σπαραχτική συνάμα, εξιστορείται από την Azuelos με έναν ιλιγγιώδη ρυθμό που συνταιριάζει με τα τραγούδια που ακούγονται στο φιλμ, καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα που αρκετοί θα θεωρήσουν λειτουργικό και κάμποσοι άλλοι – αναμφίβολα – μελοδραματικό (ποτέ όμως αδιάφορο και καθόλα εντυπωσιακό). Η προσέγγισή της παραμένει – δυστυχώς – επιφανειακή. Απουσία έμπνευσης, απροθυμία ή και τα δύο; (να μια ιστορία, που ενδεχομένως θα είχε ωφεληθεί τα μέγιστα εάν η δημιουργός είχε επιλέξει να την διηγηθεί με μη-χρονολογική σειρά). Η κάμερα της Azuelos παρουσιάζει μια Dalida βουτηγμένη σε ένα νοσηρό σύμπαν, κινούμενη μεταξύ απελπισίας και αναπόφευκτης μοιρολατρίας, με απώτερο στόχο να μεταδώσει στον θεατή το βαθύ αίσθημα μελαγχολίας και την εσωτερική μοναξιά (κατά πως την συλλαμβάνει η ίδια) στην οποία η τελευταία θα πρέπει να ήταν εγκλωβισμένη. Ιδανικά, τούτη εδώ φαντάζει πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια αληθινή ελεγεία πάνω στην αντανάκλαση της ευθραυστότητας του πεπρωμένου.
Τουναντίον, εξελίσσεται σε χαμένη ευκαιρία, εξαιτίας της αγωνίας (ή και απληστίας) της Azuelos να στριμώξει όσο το δυνατόν περισσότερα μέσα σε δύο ώρες. Και καταλήγει να υποκύπτει στην πάγια τακτική του συμβατικού biopic, προτιμώντας να εστιάσει στην αφήγηση και την παράθεση στιγμιότυπων παρά στην ανίχνευση και σκιαγράφηση του ψυχολογικού πορτραίτου της ηρωίδας. Κι αφού το σενάριο εποπτεύτηκε από τον ίδιο τον αδερφό της Dalida (που είναι και συμπαραγωγός), ήταν εξασφαλισμένο πως το πορτραίτο της τελευταίας θα παρέμενε – αμετάκλητα και αδιαπραγμάτευτα – στο ύψος του ακλόνητου Μύθου που το συνόδεψε για περισσότερα από 20 (και βάλε) συναπτά έτη. Οπτικά, το φιλμ σε κρατάει γερά μέσω της ανασύστασης των δεκαετιών του ’60, του ’70 και του ’80. Ταυτόχρονα όμως πάσχει από την απουσία δραματουργικού υπόβαθρου (ή δραματολογικής συνάφειας με τα τεκταινόμενα). Δεν μοιάζει ικανό να ανασύρει τη Γυναίκα πίσω από τον Μύθο. Μέσω ενός «κοσμικού» σεναρίου, προσκολλάται στη δημόσια εικόνα του ειδώλου, χωρίς ποτέ να συναντά το αληθινό Πρόσωπο που κρύβεται από κάτω (με φιλοσοφικά τσιτάτα, όπως το… «προς θάνατον Είναι» του Χάιντεγκερ πάνω σε ένα ερωτικό κρεβάτι, δεν χτίζονται ψυχογραφήματα).
Πόσο σκοτεινό, βαθύ ή ανεξιχνίαστο μπορεί να ήταν το «δαιμόνιο» που την ταλαιπωρούσε; Όλες οι γυναίκες επιθυμούσαν να είναι όπως Εκείνη, κι εκείνη λαχταρούσε να είναι όπως όλες οι γυναίκες. Ή μάλλον, λαχταρούσε να είναι η Γιολάντα. Η Dalida που παρουσιάζουν η Azuelos με τον Orlando είναι κάποια που φαίνεται να μην υπάρχει πέρα από τη δουλειά της και την ερωτική της ζωή, λες και το μόνο που την προσδιόριζε ήταν η ψυχαγωγία του κοινού και η αναζήτηση συντρόφων. Όχι πως τούτα δεν συνέβαλλαν στο συναρπαστικό της περιπτώσεώς της, όμως δεν αποτελούσαν παρά κομμάτια μιας πολύ πιο σύνθετης προσωπικότητας, που εδώ – δυστυχώς – δεν είναι ορατή (που είναι, για παράδειγμα, το τεράστιο και αγόγγυστο ενδιαφέρον της για τα κοινά, οι σχέσεις της με πολιτικούς του σοσιαλιστικού χώρου – ακόμη και με τον ίδιο τον Μιτεράν, η έμπρακτη συμβολή της στη διάσωση της ελεύθερης ραδιοφωνίας και άλλα πολλά).
Η Dalida υπήρξε η απόλυτη record woman του γαλλικού τραγουδιού, με πωλήσεις δίσκων που ξεπερνούσαν τα 150 εκατομμύρια. Μέσα απ’ τη φωνή της, το κοινό ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ye-ye, την ντίσκο, την ράι και γεύτηκε μελωδίες και αρώματα απ’ όλο τον κόσμο. Στα τραγούδια της καθρεφτιζόταν η πραγματικότητα μιας νέας κοινωνίας, όπου η μόδα κι η απενοχοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας βρίσκονταν στο απόγειο. Ο λόγος που το άστρο της έλαμψε τόσο πολύ, ήταν η τρομερή της ικανότητα να προσαρμόζεται στην εποχή της και να μεταμορφώνεται. Το 1986 (ένα χρόνο πριν την αυτοκτονία της) κάνει την τελευταία απόπειρα να πραγματοποιήσει το παιδικό της όνειρο (συμμετείχε σε κάποια b-movies την δεκαετία του ΄50) για καριέρα στο σινεμά: παίρνει μέρος στο – αιγυπτιακής παραγωγής – φιλμ «Η έκτη μέρα» του Youssef Chahine (το αριστουργηματικό “Cairo Station” του οποίου, παραμένει μέχρι σήμερα σπουδαίο δείγμα του αραβικού νεορεαλισμού).
Το φιλμ αποσπά θετικές κριτικές, καταγράφει όμως χαμηλή εμπορική πτήση και το όνειρο ναυαγεί οριστικά. Η όρασή της επιδεινώνεται, η μοναξιά της γιγαντώνεται – μαζί κι η αγιάτρευτη πικρία (συνοδοιπόρος μόνιμος) του ότι δεν απέκτησε ποτέ ένα παιδί («stars don’t get pregnant, it bursts the bubble», θα της πει κυνικά κάποτε ο μέντοράς της). Αν η ουσία του ανθρώπου – όπως πρεσβεύει ο Χάιντεγκερ (μια και τον πιάσαμε, η Azuelos δηλαδή, όχι εμείς) – οριοθετείται μέσα από τη στάση του μπροστά στο θάνατο (ως το μοναδικό ον που γνωρίζει ότι θα πεθάνει) και αν όντως ο άνθρωπος σημαδεύεται από τούτη την αναπόδραστη πραγματικότητα (αν δηλαδή η ανθρώπινη ζωή οριοθετείται από το όριο του θανάτου), εν τούτοις το ανθρώπινο Όν δημιουργεί μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα κάτι που το ορίζει και το προσδιορίζει πολύ χαρακτηριστικότερα από όσο η αγωνία μπροστά στον θάνατο. Αυτό το ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι… «το Νόημα». Αυτό το Νόημα που αναζητούσε διαρκώς και που – κάποια στιγμή – κουράστηκε πλέον να αναζητεί η Dalida. «Συγχωρέστε με, αλλά η ζωή μου έχει καταντήσει ανυπόφορη», θα γράψει σε ένα χαρτί και μετά… fade out! Για Εκείνην, που είχε – όπως κι η Piaf – ραμμένη σαν φόδρα στο ταλέντο της, μια ζωή ασυνήθιστα τραγική…
Dalida, της Lisa Azuelos
Είδος: Αυτοβιογραφία
Διάρκεια: 124'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine