Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Δεκαεννιά

feature_img__dekaennia
Είναι μόνος, μένει στο βουνό, και θέλει να πάρει μέρος σε ένα διαγωνισμό λογοτεχνίας. Δεν έχει ξαναγράψει ποτέ του. Το πρόβλημα είναι ότι είναι λίγο μεγάλος για τέτοια πράγματα. Έτσι τουλάχιστον θα του λέγανε οι φίλοι του. Αν είχε.

Aπο το γραφείο του είχε καταπληκτική θέα. Tο βουνό σε όλο του το μεγαλείο. Ίσιωσε με κόπο την πλάτη του. Έξω φύσαγε, ο αέρας πέρναγε σφυρίζοντας από το τζάμι. Είχε σχεδόν βραδιάσει .Αφού έριξε μια ματιά στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και σουλατσάρισε στο ιντερνέτ, θυμήθηκε αυτόν τον διαγωνισμό που ήθελε να λάβει μέρος. Άνοιξε έτσι τον κειμενογράφο στον ολοκαίνουριο υπολογιστή του και έκατσε να κοιτάει τον αυστηρό και ασυγκίνητο κέρσορα να αναβοσβήνει και να απαιτεί έμπνευση.

Το πρόβλημα του, ήτανε ότι δεν είχε ξαναγράψει. Το σκέφτηκε πολύ πριν αποφασίσει ότι θα πάρει μέρος στο διαγωνισμό. Υπήρχε νόημα να ξεκινήσει να γράφει τώρα; Στην ηλικία του; Στα ενενήντα; Αλλά ακριβώς επειδή ήτανε παράδοξο, ήθελε να το κάνει. Πάντα του άρεσε να πηγαίνει κόντρα στις πιθανότητες. Έπρεπε να συμπεριλάβει κάποιες λέξεις σε μια μικρή ιστορία. Θέλανε μόλις τρεις σελίδες. Από ιστορίες είχε άπειρες. Όσο για το αν θα ήτανε αρκετά καλός, απάντησε στον εαυτό του, με αυτό που του απαντούσε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις: “Ε και; Έχει σημασία;” 'Έντεκα λέξεις λοιπόν. Εύκολο. Η ώρα όμως είχε περάσει και ο σκύλος σχεδόν απαιτούσε τη βραδινή του βόλτα.

Μαζί με τον τετράποδο φίλο του βγήκε και κείνος για να περπατήσει λίγο στο αγαπημένο του δάσος . Έκατσε με κόπο στο κρύο χώμα και ακούμπησε την πλάτη του σε ένα κορμό. Χάζεψε το σκύλο που ήταν σοφός και πάντα μες την καλή χαρά και χάθηκε στις σκέψεις του, για το τι είδους ιστορία να γράψει. Θυμήθηκε τότε που είχε κοιμηθεί δίπλα στη θάλασσα, με τον πατέρα του να ψαρεύει εκεί κοντά μέχρι το πρωί. Είχε κοιμηθεί σε ένα μεγάλο βράχο, μόλις μερικά εκατοστά μακριά από το νερό. Τότε ήτανε που πρώτη φορά είδε τι καταπληκτικό είναι να ξυπνάς το πρωί στη μέση του πουθενά. Μετά μεταφέρθηκε νοερά τότε που το καλοκαίρι έπαιζε κάθε μέρα μπάσκετ και ευτυχώς για εκείνον, όλα ήτανε πολύ πιο απλά. Δύσκολες στιγμές θεωρούσε κάποιες, σαν τη φορά που ένα καλοκαίρι πήγαινε με τον ξάδερφο του για το γήπεδο του χωριού και καταφέρανε να χαθούν στο βουνό για τουλάχιστον ένα δίωρο. Ήταν χαμένος σε αυτές τις αναμνήσεις όταν άκουσε το σκύλο που άρχισε να κλαίει μπροστά στην πόρτα. Μάλλον περίμενε αρκετή ώρα για να μπει μέσα. “Ναι ναι, έρχομαι ρε, έχεις δίκιο, ξεχάστηκα”, είπε με απολογητικό ύφος.

Αφού μπήκε στο μονόχωρο σπιτάκι του, πρόσεξε με έκπληξη ότι το ρολόι στον τοίχο έλεγε ότι είχε περάσει μία ολόκληρη ώρα. Ήταν ώρα να ετοιμάσει φαγητό. Τώρα τελευταία είχε πέσει με τα μούτρα στο μαγείρεμα, κάνοντας πραγματικά αυτό που λένε οι κατέχοντες την τέχνη της μαγειρικής. Έβαζε αγάπη. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε να σκάσει για πολλά πράγματα, αλλά και να είχε λόγο, δεν ασχολούνταν πλέον. Αφού έφαγε με ευχαρίστηση και αντιστάθηκε για άλλη μια φορά στο άγρυπνο σκυλίσιο βλέμμα που τον παρακολουθούσε αδιάκοπα, ξάπλωσε στην αγαπημένη του πολυθρόνα.

Έκλεισε το κεντρικό φως, άνοιξε το πορτατίφ και το μάτι του έπεσε σε ένα κουτί που ήταν παραδίπλα στο τραπεζάκι. Μέσα είχε ένα τριαντάφυλλο που είχε δώσει κάποτε στη γυναίκα του. Ένοιωσε πολύ εύθραυστος, σκεπτόμενος ότι όλοι οι γνωστοί του δε ζούσαν πλέον. Δεν είχε βαρεθεί όμως. Όπως έλεγε εκείνος, είχε ζήσει δεκαοκτώ ζωές. Κάθε πέντε χρόνια τα μετρούσε σα μία, μιας και πολλά αλλάζουν σε πέντε χρόνια. Έτσι, η δέκατη ένατη μόλις ξεκινούσε. Όπως σε όλες τις προηγούμενες, ανάθεμα αν μπορούσε να προβλέψει ακριβώς τι θα του συμβεί.

Δεν είχε προβλέψει τι θα γινότανε τότε που είχε αρρωστήσει βαριά στα είκοσι του και κατέληξε να μαθαίνει μια τέχνη που ούτε στα όνειρα του δεν τολμούσε να μάθει. Παρομοίως δεν είχε προβλέψει σωστά τι θα γινόταν την εποχή της οικονομικής κρίσης, ούτε το ποια θα παντρευόταν, ούτε καν πού θα ήταν τούτο το σπίτι που τον φιλοξενεί.

Κάπως έτσι τον πήρε ο ύπνος, με τον αέρα να συνεχίζει να φυσάει έξω από το μικρό σπιτάκι και τα δέντρα να έχουν γίνει μαύρες φιγούρες που λικνίζονται μαζί του στο σκοτάδι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ξυλόσομπα που έκαιγε, το ροχαλητό του γερο-Μανώλη (του την έσπαγε να τον λένε μπάρμπα ή παππού), οι πνιχτοί ήχοι που έβγαζε ο Καπιτάν -ο σκύλος- καθώς έβλεπε όνειρα ενώ κοιμόταν. Ο υπολογιστής είχε μείνει ανοιχτός. Στον ύπνο του είδε ανακατεμένες όλες τις ιστορίες που σκεφτόταν πριν, ανακατεμένες και όμορφες.

Καθώς δεν είχε τραβήξει τις κουρτίνες, το πρωί ξύπνησε από το φως του ήλιου. Η σόμπα είχε σβήσει και ο σκύλος κοιμόταν ακόμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο τον καταγάλανο ουρανό, μιας και ο αέρας είχε καταφέρει να διώξει όλα τα σύννεφα. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς άνοιξε το παράθυρο και χαμογέλασε πονηρά. Άλλη μια καινούρια μέρα. Έφτιαξε ζεστό καφέ με γάλα και τον έβαλε στο θερμός. Επίσης πήρε σημειωματάριο, στυλό, ένα μεγάλο κομμάτι πίτας και όλα μαζί τα έβαλε στη τσάντα. Ξύπνησε τον Καπιτάν. Εκείνος τεντώθηκε σκυλίσια και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τη νύστα του. Αλλά σα σκύλος, ποτέ δεν έλεγε όχι για βόλτα.

Έξω τον περίμενε το σκονισμένο τζιπ του. Το πώς το οδηγούσε ακόμα, και πως αυτό δούλευε μετά από είκοσι χρόνια, ούτε εκείνος το ήξερε.

Οδηγώντας πολύ αργά, βρέθηκε σε ένα ξέφωτο. Έβαλε σε σειρά τις ιστορίες που ήθελε να γράψει. Τελικά χαιρόταν πολύ, που θα ξαναζούσε μερικές από τις ζωές του. Αφού τις έτρεξε γρήγορα στο νου του, σιγουρεύτηκε ότι οι έντεκα λέξεις υπήρχαν σίγουρα στις ιστορίες: καλύβα, σκύλος, παραλία, σόμπα, δάσος, μπάσκετ, ψάρεμα, βράχος, γέλιο, βουνό, φαγητό. Έβγαλε το σημειωματάριο και ξεκίνησε να γράφει.

Εικονογράφηση: Τάνια Ζαχαράκη

1
Μοιράσου το