Detroit Techno. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε
Το σημερινό χρεοκοπημένο και πτωχευμένο Ντιτρόιτ της Πολιτείας του Μίσιγκαν των ΗΠΑ δεν θυμίζει σε τίποτα την προηγμένη και μεταβιομηχανική αστική πόλη του 1980. Μία πόλη, που αν ανατρέξεις στο ιστορικό της, θα ανακαλύψεις πως η παγκόσμια μουσική βιομηχανία της οφείλει πάρα πολλά, μιας και είναι η γενέτειρα καλλιτεχνών όπως οι Alice Cooper, Iggy Pop, Aretha Franklin, Marvin Gaye, Stevie Wonder, Madonna, The White Stripes, J Dilla, Shigeto κλπ. (η λίστα δεν έχει τελειωμό). Υπήρξε όμως και η γενέτειρα του ρεύματος της techno ή αλλιώς Detroit Techno, αφού η πόλη έδωσε το όνομά της στο ηλεκτρονικό μουσικό κίνημα.
Η χρήση αναλογικών synthesizer, drum machines αλλά και ηλεκτρονικών-μηχανικών ήχων – κυριολεκτικά παρμένων από τα εργοστάσια και τις βιομηχανίες, που άνθιζαν τότε στο Ντιτρόιτ – χαρακτηρίζουνε τη συγκεκριμένη μουσική σκηνή. Μέσω της ρομποτικής που έπαιρνε τα σκύπτρα -παράλληλα και τις δουλειές των ανθρώπων- στις βιομηχανίες, επήλθε και ο επαναπροσδιορισμός της χρήσης της τεχνολογίας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ήχου μοναδικού και πειραματικού, τον ήχο της Detroit Techno μουσικής.
Η γέννηση της techno οφείλεται στη δημιουργική έμπνευση τριών παιδικών φίλων: Juan Atkins ή αλλιώς γνωστός και ως Godfather of Techno, Derrick May ή αλλιώς Innovator και Kevin Saunderson ή Elevator. Και οι τρεις μαζί αποτέλεσαν τους The Belleville Three, μια παρέα που ξεκίνησε σε ένα υπόγειο να δημιουργεί μουσικά κομμάτια και κατέληξε να θεμελιώνει ένα νέο afro-φουτουριστικό μουσικό ρεύμα και κίνημα που γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη.
Με επιρροές από τη Chicago House σκηνή και τους θρυλικούς Ryon Hardy και Frankie Knuckles, το τρίο άρχισε να ασχολείται με την παραγωγή ενός μίγματος dance μουσικής και μηχανικών ήχων, οι οποίοι αντικατοπτρίζανε το μεταβιομηχανικό Ντιτρόιτ και μία επικρατούσα ψύχωση για το μέλλον της τεχνολογίας.
Σκοπός τους υπήρξε η παρουσίαση μίας κοινωνίας μεταλλαγμένης, και όραμά τους η απαλειφή των στερεοτύπων της εποχής περί φυλετικών διακρίσεων και μαζικών κατηγοριοποιήσεων των ανθρώπων σε μαύρους και λευκούς.
Συνεργαστήκανε με μία πληθώρα πρωτοπόρων μουσικών παραγωγών, με τους οποίους μοιράζονταν εξοπλισμό και χώρους, ενώ βοηθούσαν ο ένας τον άλλον με διάφορα project. Και οι τρεις δημιουργήσανε, ο καθένας ξεχωριστά, το δικό τους μουσικό label (Atkins-Metroplex, Saunderson-KMS, May-Transmat), ενώ ηχογραφούσανε μουσική, χρησιμοποιώντας διάφορα monikers.
Ναός της techno σκηνής και ορόσημο της underground κουλτούρας υπήρξε το θρυλικό club που έφερε το όνομα The Music Institute και ιδιοκτήτες του ήτανε οι Chez Damier, Alton Miller και George Baker. Ένα club που θύμιζε κάτι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν τα dance parties καταφέρνανε να ενώσουνε κόσμο με διαφορετικό κοινωνικό status, background και εθνικότητα, με τέτοιο τρόπο που οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση σίγουρα θα ζήλευε.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, και ενώ η ηλεκτρονική σκηνή ήταν στο αποκορύφωμά της, η techno κατάφερε να γίνει αναγνωρίσιμο και ολοκληρωμένο είδος μουσικής, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του second wave, δηλαδή μία δεύτερη γενιά μουσικών παραγωγών.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Detroit Techno έγινε ακόμα πιο industrial και ψυχρή, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι techno μουσικοί παραγωγοί πειραματίστηκαν με πιο ambient στοιχεία. Παράδειγμα αποτελεί η δουλειά του μέγιστου κυρίου Hawtin ως Plastikman.
Το second wave φέρνει στην επιφάνεια κορυφαία μουσικά labels, όπως τα Underground Resistance και +8. Και τα δύο μιξάρανε electro, UK synth-pop και industrial ήχους με την +8 (δισκογραφική του Richie Hawtin και John Acquaviva) να εξελίσσει τη hardcore βιομηχανική techno μουσική σε πιο minimal και progressive.
Πιο μαχητική και πολιτικοποιημένη, η Underground Resistance (aka UR), κολεκτίβα με έντονο μιλιταριστικό ήθος θυμίζει κάτι από Public Enemy και κάτι από τη δράση των Black Panthers (1970), μιας και τα μέλη της (Jeff Mills, "Mad" Mike Banks κλπ.) αγωνίζονται κατά της εμπορικής μουσικής βιομηχανίας και της εμπορευματοποίησης της techno, ακολουθούνε μια αυστηρά αντι-mainstream οικονομική στρατηγική, υιοθετούνε DIY φιλοσοφία (που είναι και της μοδός τώρα) και επικεντρώνονται στον πολιτικό ακτιβισμό.
Η UR γεφυρώνει τη Detroit Techno αισθητική με τις πολύπλοκες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, που ακολούθησαν κατά την μετα-Reagan εποχή, που είναι ταυτισμένη με την εσωτερική οικονομική ύφεση. Σε αντίθεση με την προγενέστερη techno, η UR απευθύνεται στις κατώτερες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις αφρικανο-αμερικανών του Ντιτρόιτ και στόχος της αποτελεί η δημιουργία ενός καινούργιου τρόπου αναγνώρισης των ανθρώπων ο οποίος αγνοούσε φυλές, χρώματα και εθνικότητες.
Καλλιτέχνες όπως ο Gerald Donald, γνωστός και ως Arpanet, Japanese Telecom, Drexciya, Dopplereffekt κλπ. έχουν συνεργαστεί με τους UR, ενώ από το 2002 και μετά σε όλα τα live shows των Kraftwerk παρουσιάζονται remixes των UR, και κάπως έτσι καταφέρνουν επιτέλους οι δύο γενέτειρες της ηλεκτρονικής μουσικής (Αμερική-Γερμανία) να συναντηθούν επί σκηνής.
Όπως η Motown καθόρισε τη μουσική πορεία του Ντιτρόιτ, έτσι η techno την επαναπροσδιόρισε.
"Nobody listens to techno" δηλώνει ο κύριος Eminem. Τα σχόλια δικά σας.
Content Sources
- http://news.beatport.com/blog/2008/05/22/detroit-techno-tourist-the-music-institute/
- http://www.discogs.com/artist/Underground+Resistance
Photo Sources
- http://oddculture.com/the-future-history-of-drexciya/
- http://www.last.fm/music/Mad+Mike
- http://www.emoxion.com/noticias/ver/the-belleville-three-el-inicio-del-detroit-techno-30-12-2009.html
- http://blog.kexp.org/2011/11/10/kexp-documentaries-electronic-innovators-the-belleville-three/