Δυστοπία, μια πανέμορφη λέξη. Μέρος A
Όπως όμως το καλό δεν υφίσταται χωρίς το κακό, όπως η ευτυχία ξεπροβάλλει μέσα από τη μάχη της με τη δυστυχία, έτσι και η ουτοπία έχει ανάγκη από τη δυστοπία…
Το βαρύ αυτό φορτίο που κουβαλά μέσα της η έννοια της δυστοπίας έχει διαχρονικά σαγηνεύσει πάμπολλους συγγραφείς, οι οποίοι μας έχουν χαρίσει μπόλικα αριστουργήματα που έχουν λάβει τον χαρακτηρισμό «δυστοπικά». Τα έργα αυτά εγκολπώνουν μία αντίφαση ευαίσθητη, γοητευτική, αλλά κατά βάθος πλήρως λογική. Ενώ τα διαπερνά μια σαρωτική και ασφυκτική απαισιοδοξία για το επερχόμενο μέλλον, εντούτοις διατηρούν μία φλόγα αισιοδοξίας που σιγοκαίει στα σωθικά τους. Το σκοτάδι που τα καλύπτει προκύπτει από την έντονη ανάγκη τους για φως, από την αίσθηση καθήκοντος που διέπει τους συγγραφείς τους, οι οποίοι θεωρούν χρέος τους να προειδοποιήσουν έγκαιρα για την έλευση του σκοταδιού, μήπως και καταφέρουν να περισώσουν ολίγον φως. Τα δυστοπικά μυθιστορήματα έχουν μεν το βλέμμα τους φαινομενικά στραμμένο στο μέλλον, αλλά το μυαλό τους είναι καρφωμένο εμφατικά στο παρόν. Σε ένα παρόν δυσοίωνο, απειλητικό και παραμορφωμένο. Σε ένα παρόν που αναπόφευκτα θα δεσμεύσει δυσοίωνα το μέλλον με τρόπο καταλυτικό, αλλά όχι μη αναστρέψιμο.
Πρώτος σταθμός του δυστοπικού μας αφιερώματος, το διάσημο μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φαρενάιτ 451». Ο τίτλος του συγκεκριμένου μυθιστορήματος αποτελεί πέρας πάσης αμφιβολίας συστατικό στοιχείο της, αμείωτης εδώ και δεκαετίες, δημοφιλίας του και παραπέμπει στο σημείο αυτανάφλεξης του χαρτιού. Το σημείο αυτανάφλεξης μιας ουσίας, για να κάνουμε και μία παρένθεσης Φυσικής, είναι η κατώτερη θερμοκρασία στην οποία μια ουσία αναφλέγεται (παίρνει δηλαδή μόνη της φωτιά, για να το θέσουμε απλά) σε συνθήκες φυσιολογικής ατμόσφαιρας, δίχως την παρεμβολή εξωτερικών πηγών θερμότητας. Ο τίτλος έχει στενή συνάφεια με το περιεχόμενο του βιβλίου, καθώς στο φουτουριστικό και αλλοτριωμένο σύμπαν που πλάθει ο Μπράντμπερι (τοποθετημένο σε ένα ακαθόριστο μέλλον, σε κάποιο μη προσδιορισμένο γεωγραφικό σημείο των ΗΠΑ), το κάψιμο του χαρτιού είναι μια υπόθεση υψίστης κρατικής ασφαλείας. Βλέπετε, τα βιβλία έχουν κηρυχτεί παράνομα και σε αυτή τη στρεβλωμένη πραγματικότητα, οι πυροσβέστες είναι επιφορτισμένοι με το να βάζουν τις φωτιές, αντί να τις σβήνουν. Κάθε βιβλίο που εντοπίζεται, οφείλει πάραυτα να απανθρακωθεί και ο ένοχος αναγνώστης είναι βέβαιο πως θα τιμωρηθεί.
Σύμφωνα με τα όσα έχει δηλώσει κατά καιρούς ο ίδιος ο Μπράντμπερι, δύο αληθινά ιστορικά γεγονότα του είχαν προσφέρει την απαραίτητη σκοτεινή πρώτη ύλη για το σμίλευμα της πλοκής του βιβλίου. Πρώτον, η καταστροφή μεγάλου μέρους των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, κατά την αραβική κατάκτηση της πόλης, όταν και δόθηκε εντολή να καούν τα χειρόγραφα ώστε να χρησιμεύσουν ως καύσιμη ύλη για τη λειτουργία των λουτρών της πόλης. (Σε αυτό το σημείο, να αναφέρουμε πως το εν λόγω περιστατικό ήταν απλώς η κατακλείδα πολλών διαδοχικών καταστροφών του πλούτου της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, οι οποίες είχαν ξεκινήσει ήδη περίπου 700 χρόνια νωρίτερα, επί Ιουλίου Καίσαρα.) Δεύτερον, η νύχτα της 10ης Μαΐου 1933, όταν 20.000 βιβλία, που θεωρήθηκαν ανατρεπτικά και επικίνδυνα από το ναζιστικό καθεστώς, παραδόθηκαν στις φλόγες ακριβώς μπροστά από την είσοδο του πανεπιστημίου Χούμπολντ. Η ρήση του μεγάλου Γερμανού ποιητή Χάινριχ Χάινε (1797-1856) δεν έχει υπάρξει ποτέ άλλοτε πιο αιχμηρή και εύστοχη. «Όπου έχουν κάψει βιβλία, θα καταλήξουν να καίνε και ανθρώπους». Ο Μπράντμπερι λοιπόν, δεν θεωρούσε τα όσα φανταζόταν στο «Φαρενάιτ 451» ως κάτι το απόκοσμο ή το εξωπραγματικό, αλλά ως μία διογκωμένη εκδοχή γεγονότων που είχαν ήδη λάβει χώρα στο ιστορικό παρελθόν.
Αν προσθέσουμε σε αυτή την αρχική μαγιά ορισμένα επιμέρους συστατικά που αφορούν την ιδιοσυγκρασία του Μπράντμπερι, αλλά και τις συνθήκες της εποχής συγγραφής του βιβλίου, θα έχουμε μια πλήρη γεύση του κοκτέιλ έμπνευσης που μας έδωσε το «Φαρενάιτ 451». Αρχικά, οφείλουμε να σταθούμε στην εκπεφρασμένη δυσανεξία του Μπράντμπερι τόσο για το ραδιόφωνο όσο και για την τηλεόραση, δύο μέσα τα οποία παίζουν καταλυτικό ρόλο στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας του βιβλίου. Αμφότερα δρουν ως μέσα χειραγώγησης και αποβλάκωσης, ως μέσα που απομακρύνουν τους ανθρώπους από τα αισθήματα και τη σκέψη, μετατρέποντάς τους σε άβουλα και ρομποτικά όντα. (Σε περίπτωση που σας ηχεί παράδοξος αυτός ο αρνητισμός προς το ραδιόφωνο, αναλογιστείτε πως ο Μπράντμπερι έζησε σε μια εποχή κατά την οποία το ραδιόφωνο δεν ήταν κάτι το παλιομοδίτικο, αλλά αντιθέτως βίωνε τις ένδοξες και χρυσές του ημέρες.) Το «Φαρενάιτ 451», εφόσον αναλύσουμε το περιεχόμενό του ολίγον πιο διεξοδικά, απηχεί τάσεις και ενστάσεις που κυριάρχησαν σε όλα τα πεδία της τέχνης κατά τη δεκαετία του ’50. Σκεφτείτε τις ταινίες του Ζακ Τατί, που μοιάζουν να βροντοφωνάζουν πως οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν αγγίξει τα άκρα όριά τους εξαιτίας της αχαλίνωτης τεχνολογικής προόδου και της ανηλεούς αυτοματοποίησης της καθημερινότητας. Σκεφτείτε αρκετούς από τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ που μοιάζουν να κραυγάζουν μια έκκληση βοήθειας απέναντι στην άκρατη και ανεξέλεγκτη αστυφιλία. Ο Μπράντμπερι βιώνει εκείνο το μεταιχμιακό στάδιο στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου το αταλάντευτο βήμα προς τα μπροστά δεν είναι πλέον αδιαπραγμάτευτο. Σαν να προσπαθεί να πει στους σύγχρονούς του ότι ίσως να είναι φρονιμότερο να κάνουμε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω για να δούμε τα πράγματα λίγο πιο καθαρά, λίγο πιο ήρεμα, λίγο πιο ανθρώπινα.
Συμπληρωματικά προς όλα τα παραπάνω οφείλουμε επίσης να θυμόμαστε ότι ο Μπράντμπερι συνέγραψε και εξέδωσε (1953) το «Φαρενάιτ 451» ακριβώς στην καρδιά του Μακαρθισμού, με τη λογοκρισία, τον εκφοβισμό και τις απειλές να βαραίνουν τις πλάτες κάθε φτασμένου ή επίδοξου καλλιτέχνη στις ΗΠΑ. Το πνιγηρό κλίμα της εποχής αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο ύφος του βιβλίου, όπου οι απόψεις και η βούληση των ανθρώπων ποδηγετούνται από μία εξουσία τυφλή, τυπολατρική και δρακόντεια. Επιπροσθέτως, ο Μπράντμπερι μπολιάζει το «Φαρενάιτ 451» με μία πίκρα κάπως πιο προσωπική, καθώς αποκαρδιωμένα έβλεπε τόσο τα δικά του έργα («Τα χρονικά του Άρη», «Ο εικονογραφημένος άνθρωπος») όσο και αυτά των συγγραφέων που θαύμαζε (με πρώτιστο τον Όργουελ) να χαντακώνονται στα ράφια των αμερικάνικων βιβλιοπωλείων. Αφενός επειδή θεωρούνταν, τουλάχιστον εμμέσως, αντί-αμερικανικά, αφετέρου επειδή το συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας δεν βρισκόταν εκείνη την εποχή στα ντουζένια του.
Αν πάντως έπρεπε υποχρεωτικά να διαλέξω ένα στοιχείο που να συνοψίζει την ομορφιά του «Φαρενάιτ 451», αυτό θα ήταν η χαμηλόφωνη μελαγχολία του, η δίχως στόμφο ευαισθησία του. Ο πυραγός Μόνταγκ (ο κεντρικός μας ήρωας δηλαδή) δεν είναι μια ηρωική περσόνα. Είναι μια χαμένη ψυχή που προσπαθεί να ξαναβρεί την ανθρωπιά της και ψάχνει παντού ένα σωσίβιο να πιαστεί.