Δυστοπία, μια πανέμορφη λέξη. Μέρος B
Ο Άλντους Χάξλεϋ τοποθετεί την ιστορία του, σε αντίθεση με άλλα φουτουριστικά δυστοπικά μυθιστορήματα, όχι σε ένα ακαθόριστο σημείο του απώτερου μέλλοντος, αλλά σε συγκεκριμένες χρονικές συντεταγμένες. Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 632 μΦ, το οποίο αντιστοιχεί επακριβώς στο έτος 2540 του δικού μας τρέχοντος ημερολογίου. Το μΧ λοιπόν, έχει αντικατασταθεί από το μΦ, με τον Ιησού Χριστό να έχει δώσει δηλαδή τη θέση του στον Χένρι Φόρντ. Ο Χάξλεϋ, όπως και πολλοί άνθρωποι του πνεύματος της εποχής του, έχει καταβληθεί από ένα απαισιόδοξο δέος απέναντι στις πρακτικές, την αισθητική και την εικόνα του Φορντισμού. Ομοιογένεια στην εργασία, ομοιογένεια στις καταναλωτικές συνήθειες, ομοιογένεια στην παραγωγική αξιοποίηση των διαλειμμάτων από τη δουλειά, ομοιογένεια παντού, ομοιογένεια η οποία εν τέλει σκοτώνει τη ζωή και την ύπαρξη. Ο Χάξλεϋ δεν έκρυψε ποτέ την περιφρόνησή του για το αμερικάνικο μοντέλο ζωής, ενώ από το ταξίδι που πραγματοποίησε στις ΗΠΑ πριν τη συγγραφή του “Brave New World” αποκόμισε τις χειρότερες εντυπώσεις για σχεδόν τα πάντα. Για παράδειγμα, έβρισκε α) τις γυναίκες χυδαίες, β) το συνεχές μάσημα της τσίχλας των νεαρών εκνευριστικό, γ) την αντιμετώπιση των αυτοχθόνων Ινδιάνων απάνθρωπη και προσβλητική. Μεταφερόμενοι στο μυθιστόρημα, παρατηρούμε, διόλου τυχαία, τις εξής αναλογίες. Α) τη δίχως βάθος και νόημα σεξουαλική επαφή και τα, απογυμνωμένα από πάθος, όργια, Β) την τσίχλα που ανακινεί τις σεξουαλικές ορμόνες και Γ) το γεγονός πως η μόνη μορφή ζωής που απαντάται σε αυτό τον καινούργιο κόσμο είναι στις αποκλεισμένες περιοχές των «Άγριων». Εκεί όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν με τον παλιό και ξεπερασμένο τρόπο. Με πόνο, απώλεια, αίμα, πληγές και γηρατειά. Ο Χάξλεϋ φοβάται την Αμερική και την σαρωτική της επιρροή. Φοβάται μια αβαθή κοινωνία, όπου το «κάτι» ισοδυναμεί σε κάθε στιγμή με το «τίποτα».
Η δυστοπία στο μυθιστόρημα του Χάξλεϋ προκύπτει εξ αντανακλάσεως. Ξεπροβάλλει ως φρικιαστικό καθρέφτισμα μιας κατασκευασμένης ουτοπίας που κοιτιέται με αυτοπεποίθηση στον καθρέφτη, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως αυτός είναι παραμορφωτικός. Πράγματι, οι άνθρωποι είναι ισοπεδωτικά ευτυχισμένοι στον καινούργιο κόσμο, διότι έχουν πειστεί εκ γενετής πως δεν υπάρχει άλλο συναίσθημα πλην της ευτυχίας και της ολοκλήρωσης. Όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Η ανάπτυξη και η αφθονία είναι αδιαπραγμάτευτες και αμείωτες. Άπαντες έχουν αποδεχτεί τον ρόλο και τη θέση τους. Ο πόνος, η αδυναμία κι η ασχήμια έχουν οριστικά εξαλειφθεί. Η αναπαραγωγή έχει αποσυνδεθεί από τη σεξουαλική δραστηριότητα και η γέννα συνιστά μία απαρχαιωμένη μέθοδο. Τα παιδιά επωάζονται. Η θανατερή οδύνη του τοκετού αποτελεί παρελθόν. Οι αντί-παραγωγικοί δεσμοί μεταξύ του ζωοδότη γονέα και των παιδιών έχουν καταλυθεί. Ο φόβος θανάτου, η απόλυτη και κυρίαρχη δύναμη–φοβία, που καθηλώνει και απογειώνει ταυτοχρόνως τον άνθρωπο, έχει πάψει να υφίσταται. Ο φόβος του θανάτου είναι συρρικνωμένος στο ελάχιστο, ακριβώς γιατί ο δείκτης του απρόβλεπτου της ζωής τείνει κι αυτός στο μηδέν. Όλοι ζουν περίπου μέχρι τα 60, διατηρώντας το σφρίγος των νιάτων σχεδόν μέχρι τον θάνατο, ο οποίος δεν θρηνείται ως ένα οδυνηρό τέλος. Σκεπτόμενος αυτή την τόσο έντονα διατυπωμένη συμβολική εικόνα, αντιλήφθηκα πως το τέλος είναι μάλλον φυσιολογικό να μην γίνεται διόλου αντιληπτό ως κάτι το αμετάκλητο και αγχωτικό σε αυτό το μυθιστόρημα. Η έννοια του τέλους προϋποθέτει τη μέση και την αρχή ή εν πάση περιπτώσει, μια εξελικτική διαδικασία. Δεν μπορεί να υφίσταται αυτοφυής και μοναχική. Το τέλος αφημένο στη μέση του πουθενά δεν είναι τέλος. Είναι απλώς ένα σημείο.
Διαβάζοντας εκ νέου το “Brave New World” προκειμένου να γράψω αυτές τις σειρές, ένιωσα πως βυθίζομαι σε ένα ελεγχόμενο όνειρο. Σε μία κατάσταση πέραν του πραγματικού, η οποία όμως έχει κανόνες και νόρμες που αντί να απελευθερώνουν, φυλακίζουν ακόμη περισσότερο. Σαν να δημιουργεί το μυθιστόρημα μία κατάσταση περιφραγμένης παραίσθησης. Είναι ευρέως γνωστό πως ο Χάξλεϋ πειραματιζόταν σε όλη του τη ζωή με παραισθησιογόνα, ιδίως μεσκαλίνη και LSD. Η μετάβαση σε ένα στάδιο αιθέριο και απόκοσμο, διφορούμενο και νεφελώδες μοιάζει να κυριαρχεί στο ύφος του βιβλίου. Υπάρχει μία δίοδος σε έναν «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» και η ιλιγγιώδης φύση των παραισθήσεων είναι το διαβατήριο εισόδου. Μονάχα που στο μυθιστόρημα, οι παραισθήσεις είναι ολότελα καταπραϋντικές και εν τέλει καταπιεστικές και όχι ρηξικέλευθες και απελευθερωτικές. Το σόμα είναι το ναρκωτικό, το οποίο χορηγείται αφειδώς προκειμένου να προκαλεί μία μόνιμη συνθήκη ευφορικής αποδοχής των πάντων. Η ευδαιμονία είναι πανταχού παρούσα, όπως και οι άνθρωποι. Η μοναξιά και κυρίως η μοναχικότητα, η διάθεση κι η επιθυμία δηλαδή για απομόνωση και αυτό-στοχασμό, αντιμετωπίζονται ως περιττές διαθέσεις που μόνο δεινά μπορούν να προκαλέσουν.
Σε αυτόν τον κόσμο του Χάξλεϋ, που είναι θαυμαστός και καινούργιος, εισπράττει κανείς την αίσθηση πως όλα είναι επιφάνεια. Όλα κατοικούν εκεί, όλα φυτρώνουν στην επιδερμίδα. Όλα είναι κούφια, χωρίς ψαχνό. Οι αισθήσεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο συναίσθημα που πιτσιλά τις λέξεις, αλλά μετά την αρχική έντονη εντύπωση, παραμονεύει το κενό. Ο Χάξλεϋ είχε σοβαρότατα προβλήματα όρασης από πολύ νεαρή ηλικία, επομένως, ίσως και να είναι αναμενόμενος ο βεβαρημένος ρόλος πάμπολλων οπτικών ερεθισμάτων. Διαβάζουμε τις λέξεις, πλάθουμε τις εικόνες, χρωματίζουμε τον καμβά. Και ξάφνου, ο πλήρης αποχρωματισμός. Το σήμα έχει τιναχτεί σαν ελατήριο, αλλά μονομιάς υπαναχωρεί στην αρχική του θέση ηρεμίας. Το ίδιο καθεστώς διέπει όλες τις αισθήσεις. Αφουγκραζόμαστε με λεπτομέρεια, βιώνουμε τη φρίκη των μυρωδιών της αδυναμίας του παλιού νεκρού κόσμου (εξαίρετο σημείο, αυτό), γευόμαστε τα λαχταριστά γεύματα, αλλά αφηνόμαστε στο τέλος με την απορία. Πού απηχούν αυτές οι προσλαμβάνουσες; Σε τι συνίσταται το έντονο συναίσθημα; Θα μπορούσε άραγε να υπάρξει κάτι το διαφορετικό; Το βάθος των λέξεων και των σκέψεων του Χάξλεϋ αντλείται από την ατελείωτη επιφάνειά τους. Αυτή η αφαίμαξη νοήματος και οι συνειρμοί που τη συνοδεύουν στέλνουν ποτάμια αίματος στον εγκέφαλο του αναγνώστη. Τουλάχιστον αυτό συνέβη σε μένα. Ιδίως στις τελευταίες πανέμορφα πεσιμιστικές σελίδες. Ο άνθρωπος θα ονειρεύεται πάντα ένα νέο κόσμο. Που θα είναι θαυμαστός και θαυμάσιος από κάθε άποψη. Πολύ συχνά όμως, ξεχνάει να συμπεριλάβει στο όνειρο ένα στοιχείο υπέρμετρα ουσιώδες. Τον ίδιο του τον εαυτό, με ό,τι αυτός περιλαμβάνει. Και φτιάχνει έναν εφιάλτη, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει.