Δουβλινιάδα, του Enrique Vila-Matas
Ο Σάμουελ Ρίβα ήταν ένας εκδότης. Δεν είναι πια, χρεοκόπησε. Η εκδοτική επιχείρησή του κλείνει γιατί ο Ρίβα αρνείται να παίξει το παιχνίδι της αγοράς, να στηρίξει την επιχείρησή του με τα μπεστ σέλερ του συρμού, παθαίνει φρίκη με τα γκόθικ βαμπίρ που το κοινό καταβροχθίζει ακόρεστα και προτιμάει να γίνει ο τελευταίος των εκδοτών «ράτσας”, αυτών που επιμένουν στην καλή λογοτεχνία. Έχει την απόλυτη πεποίθηση πως πλησιάζει το τέλος της τυπογραφίας, το τέλος της λογοτεχνίας, το τέλος των πάντων, πως έρχεται η μετα-λογοτεχνική εποχή του τέλους των ιστοριών. Ταυτόχρονα είναι και η εποχή των «χικιμόρι» (εννοεί τους νεαρούς Ιάπωνες «αυτιστικούς της πληροφορικής» που ζουν υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης, απομονωμένοι σ’ ένα δωμάτιο μπροστά στον υπολογιστή τους, βυθισμένοι στην κατάθλιψη). Τι νόημα έχει πια να ψάχνει τον συγγραφέα – ιδιοφυΐα που θα γράψει το επόμενο αριστούργημα; Έτσι κι αλλιώς είναι ξεκάθαρο, το ταλέντο δεν είναι προαπαιτούμενο μόνο για τον συγγραφέα μα και για τον αναγνώστη. Και ο Ρίβα είναι πρωτίστως ένας φανατικός αναγνώστης. Που όμως βασανίζεται από έναν βόμβο ακατάπαυστο, σαν μια μύγα που σου σπάει τα νεύρα: Το βουητό που συνοδεύει πάντα τη «νόσο του συγγραφέα». Είναι ένας άνθρωπος «σβησμένος», μια σελίδα αδειανή.
Πάνε χρόνια τώρα που η ζωή του μοιάζει με εκδοτικό κατάλογο. Πού βρίσκεται ο άνθρωπος που υπήρξε ο Ρίβα πριν γίνει εκδότης; Πριν αρχίσει να ταυτίζεται με τις πιο ελκυστικές φωνές του καταλόγου αυτού;
Κι αν το να γράφεις βιβλία σημαίνει να γίνεις αναγνώσιμος για όλους και ακατανόητος για τον εαυτό σου;
Στην καριέρα του έχει εκδώσει ιστορίες που ήταν προϊόντα ευγενών και εκτενών θεωριών. Μα τι τεράστιο χάσιμο χρόνου να υιοθετείς μια θεωρία για να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Στήνει λοιπόν κι ο ίδιος μια θεωρία γύρω από το πόσο άχρηστες είναι όλες οι θεωρίες, ελπίζοντας έτσι να τεκμηριώσει πως το καλύτερο πράγμα στον κόσμο είναι να ταξιδεύεις και να χάνεις όλες σου τις θεωρίες (το είχε πει και η Susan Sontag αυτό, η ανατρεπτική, η αιρετική). Μέσα του εξεγείρεται, κινητοποιούνται ελιγμοί αντιπερισπασμού. Στις συνεχόμενες ερωτήσεις των γονιών του για την πορεία της επιχείρησης και της καριέρας του θέλει να απαντήσει πως έγραψε μια θεωρία για τη λογοτεχνία πάνω σ’ ένα τσιγαρόχαρτο κι ύστερα το κάπνισε.
Το σκηνικό του βιβλίου είναι μια βροχερή Βαρκελώνη. Βρέχει σ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Ο Ρίβα περιφέρεται μόνος, σαν κάποιος απ’ αυτούς τους τύπους που δέσποζαν σε ορισμένα από τα μυθιστορήματα που εξέδιδε: τους απελπισμένους μοναχικούς που περπατάνε σαν υπνοβάτες κάτω απ’ τη βροχή μέσα σε άδειους, χαμένους δρόμους. Νιώθει πως μετατρέπεται κι ο ίδιος σε χικιμόρι. Θέλει να φύγει μακριά από τον υπολογιστή του και να ταξιδέψει στο Δουβλίνο, διοχετεύει όλο το υπαρξιακό αδιέξοδό του μέσα σ’ αυτό το project. Επιστρατεύει τους τρεις εναπομείναντες στη ζωή του φίλους και τους προτείνει ένα ταξίδι στο Δουβλίνο του Joyce και του Beckett, με σκοπό να οργανώσουν την κηδεία της έντυπης λογοτεχνίας. Διστάζει να τους το πει, φυσικά. (Πώς να τους εξηγήσει άλλωστε ότι, εκτός των άλλων έχει ερωτευτεί τη θάλασσα της Ιρλανδίας;)
Οι φίλοι θα πειστούν και το ταξιδι θα γίνει την 16η Ιουνίου: Στο Δουβλίνο η μέρα αυτή (γνωστή και ως Bloomsday) γιορτάζεται με αναγνώσεις του «Οδυσσέα». Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και η τάση να αντιμετωπίζεται ο «Οδυσσέας» σαν ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται, κυκλοφορούν ένα σωρό θεωρίες γύρω από αυτό… Οι διακειμενικές αναφορές είναι μια απεριόριστη ευκαιρία για παιχνίδι στα χέρια κάποιων συγγραφέων που δεν κρύβουν πόσο βαριά πέφτει πάνω τους η σκιά του Joyce (κάπου εμφανίζεται ο ίδιος ο Joyce ως γκαρσόνι σε μια παμπ του Δουβλίνου, να σχολιάζει στους θαμώνες πως τελικά ο «Οδυσσέας» είναι η μεγαλύτερη βλακεία που γράφτηκε ποτέ). Η 16η Ιουνίου του 1904 είναι η μέρα που αναφέρεται στο έκτο κεφάλαιο του «Οδυσσέα», όταν ο Μπλουμ μαζί με την παρέα του κατευθύνονται στο νεκροταφείο για να αποχαιρετήσουν τον Πάντυ Ντίγκναμ, διασχίζοντας την πόλη μέχρι το κοιμητήριο Πρόσπεκτ.
Η σύλληψη, η προετοιμασία και η εκτέλεση του ταξιδιού είναι η Δουβλινιάδα του Ε.Β.Μάτας, στη διάρκεια της οποίας παρακολουθούμε τον Σάμουελ Ρίβα να παλινδρομεί μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, κατάθλιψης και προσήλωσης στον υπαρξιακό του στόχο, μεταξύ της ψηφιακής, αυτιστικής πραγματικότητας και της νοσταλγίας για την «ηρωική» εποχή του Γουτεμβέργιου. Επιχειρεί ένα άλμα στον αγγλικό πολιτισμό, ένα άλμα από το πριν στο μετά, από το Google στη δράση, σε μια απόπειρα να διασχίσει εκείνη «τη φανταστική γέφυρα που ενώνει δυο εποχές». Και θυμάται μια φράση του Cortázar που άκουσε τυχαία κάποτε στο μετρό του Παρισιού:
Η γέφυρα, τελικά, είναι ο άνθρωπος που τη διασχίζει.
Θα κάνει και ο αναγνώστης το άλμα μαζί του; «Διότι ας μη γελιόμαστε, το ταξίδι της ανάγνωσης περνάει πολλές φορές από πεδία δύσκολα που απαιτούν από τον αναγνώστη να διαθέτει την ικανότητα να συγκινηθεί επειδή είναι νοήμων, να έχει τη θέληση να κατανοήσει τον άλλο και να προσεγγίσει μια γλώσσα διαφορετική απ’ αυτήν της καθημερινής μας τυραννίας (…) Οι ίδιες ικανότητες που απαιτούνται για να γράψει κανείς, απαιτούνται και για να διαβάσει. Και όπως καμιά φορά οι συγγραφείς απογοητεύουν τους αναγνώστες, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο: «Και οι αναγνώστες απογοητεύουν τους συγγραφείς όταν αποζητούν σ΄ αυτούς μονάχα την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος είναι όπως τον βλέπουν οι ίδιοι».
Η φαντασμαγορική περιπλάνηση στο σύμπαν του Vila-Matas διανθίζεται από άφθονες λογοτεχνικές, κινηματογραφικές, μουσικές αναφορές αλλά και από αρκετό (μαύρο) χιούμορ. Ο τίτλος, παρά τον φαινομενικό στόχο του αναφέρεται πρωτίστως στο ποίημα “Dublinesque” του Philip Larkin, το οποίο ο Ρίβα απαγγέλλει σαν επικήδειο, όταν τελικά αυτός και οι εντιμότατοι φίλοι του φτάσουν στο νεκροταφείο για να κηδέψουν το έντυπο παρελθόν.
Θέλει μεγάλη συγγραφική μαεστρία ένα τέτοιο μυθιστόρημα, αλλά και μεγάλη αναγνωστική ενσυναίσθηση. Ο Vila-Matas αναζητεί τον «ιδανικό» αναγνώστη. Κι όταν τον βρει, τον αποζημιώνει μέχρι την τελευταία πρόταση του βιβλίου:
Καλά, είναι γνωστό. Πάντα εμφανίζεται κάποιος που δεν τον περίμενες με τίποτα.
Το πιο βατό, όπως θεωρείται, βιβλίο του Vila-Matas. Για τους λάτρεις της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης.
Η απόδοση στα ελληνικά, εξαιρετική
Δουβλινιάδα, του Enrique Vila-Matas
Μετάφραση: Ναννά Παπανικολάου
Εκδόσεις Καστανιώτης
σελ. 322