Έλα, όπως είσαι…
Tα πάντα ξεκινούν από την πίστα. Εδώ, μπορεί ότι λάμπει να μην είναι χρυσός, είναι όμως γυαλιστερό ύφασμα, λαμπυριζέ παγέτα ή φωσφοριζέ λουστρινένιο παπούτσι. Λέω οκ, οι «καλλιτέχνες» υπερέβαλλαν λίγο, μπορεί να μην πηγαίνει η δαντέλα με τα τρουκς και τις χρυσές λεπτομέρειες, αλλά τουλάχιστον δες το, το κορίτσι επέλεξε το κατάλληλο μέγεθος ρούχου για να αναδείξει την κορμάρα της. Είμαι σε κάθε περίπτωση επιεικής εν αρχή.
Και ύστερα αρχίζω να παρατηρώ και τους γύρω μου, εκτός πίστας. Εκτός πίστας τα πράγματα είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας. Πρέπει, σκέφτομαι, όλοι αυτοί οι προσφιλείς θαμώνες να έχουν ένα ειδικό σκέλος γκαρνταρόμπας με ρούχα που προορίζονται αυστηρά για τα μπουζούκια καθώς και ένα ειδικό χαρακτηριστικό της εκάστοτε προσωπικότητας που να εναρμονίζεται με τις ενδυματολογικές επιλογές τους και στη συνέχεια με το ύφος που τις περιφέρουν περιχαρώς. Νομίζω, πως μία περαιτέρω ανάλυση θα ήταν ιδιαιτέρως μακροσκελής (και ίσως και λίγο τρομακτική), αλλά για να πιάσετε το κόνσεπτ στο οποίο αναφέρομαι, έχετε δει την ταινία κινουμένων σχεδίων «Η Παναγία των Παρισίων»; Θυμάστε στην αρχή της ταινίας το πανηγύρι των τρελών; Ε, αυτό! Το πανηγύρι των τρελών!
Και δεν μιλώ μόνο για τις ενδυματολογικές επιλογές, στις οποίες βασιλεύουν τα υλικά που προανέφερα, που για τις γυναίκες είναι πάντως περιορισμένα σε μικρά μέρη υφάσματος που ίσα που καλύπτουν τα κινούμενα από τον χορό μέλη και για τους άντρες «εγκαθιδρύουν» μια σχεδόν αστεία επισημότητα και μία δήθεν φροντισμένη αρρενωπότητα. Μακάρι να ήταν μόνο αυτά, αλλά όχι. Το θέμα είναι, ότι στο βωμό της ιδιαίτερης φιλοσοφίας των μπουζουκιών, φιλοσοφία ψυχαναγκαστικής προκλητικότητας και εξόφθαλμου εντυπωσιασμού, αντικρίζεις φαινόμενα απόλυτης υποβίβασης κάθε ατομικής επίγνωσης. Θα αποφύγω την αυτούσια μεταφορά του σχολίου που έκανα περί αυτού, με ύφος Ντένης Μαρκορά «quelle-decadence-χρυσό-μου», στην φίλη που με συνόδευε, διότι αγαπώ τους αναγνώστες μου και θέλω να με αγαπούν κι αυτοί, κι έτσι θα το πω κομψά. Το στυλ, καθότι τρόπος ατομικής έκφρασης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη και παράγοντες όπως η φυσιολογική κατανομή ύψους, βάρους και φυσικών χαρακτηριστικών (δεν το είπα κομψότατα;). Μπορεί τον προηγούμενο μήνα να μιλούσαμε για το άκρο της τελειότητας που προάγουν τα πρότυπα των περιοδικών, όμως εδώ έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο. Ήτοι, στο άκρο της άκριτης αφομοίωσης ενός προτύπου διασκέδασης, που υπαγορεύει, όπως κι αν είσαι, όποιος κι αν είσαι, το «πέταξέ τα όλα έξω». Το οποίο καταλήγει χυδαίο εάν δεν πληροίς τα απαραίτητα φυσικά κριτήρια, φτηνό και κακόγουστο ακόμη και αν τα πληροίς, και σε κάθε περίπτωση παραγνωρίζει τα ιδιαίτερα ψυχικά σου κριτήρια τα οποία καθορίζουν ανάλογα και με την προσωπικότητα σου, το γνήσιο στυλ. Και όλα αυτά γιατί; Για να χορέψεις τσιφτετέλι πάνω στο τραπέζι και να τραβήξεις όλα τα βλέμματα; Αν το θες το να χορεύεις με ό,τι κι αν φοράς, κι όσο για τα βλέμματα δεν θα το σχολιάσω…
Ή μάλλον θα το σχολιάσω! Γιατί αποτελεί ένα διαφωτιστικό παράδειγμα του πόσο πολύ επηρεάζονται οι ευρείες περί μόδας αντιλήψεις, από το βλέμμα του Άλλου. Γενικώς, τα μπουζούκια αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνολικής εξαναγκασμένης κακογουστιάς, στο μέτρο που για να διασκεδάσει κανείς εκεί, νιώθει την ανάγκη να εναρμονιστεί με το περιβάλλον και να μεταμορφώσει το στυλ του σε κάτι που χαρακτηρίζεται, από την απουσία στυλ! Ταυτίζεται με το μη στυλ. Εν ολίγοις, πώς να συνοψίσω την στυλιστική μου εμπειρία στα μπουζούκια… «Dear Channel, τρίζουν τα κόκκαλα σου… ».