Ένα άλλο Μπρούκλιν, της Jacqueline Woodson
Το εξώφυλλο από μόνο του δρα ως ένα παραστατικό απείκασμα της διατρέχουσας θεματικής του βιβλίου. Οι αναπαριστώμενες βραχύσωμες σκιές των τεσσάρων νεαρών κοπελών αποδίδουν με την πλέον γλαφυρή ενάργεια την αίσθηση της ξεθωριασμένης ανάμνησης μιας παρέας που κάποτε ζωηρή μέσα στη συνεκτικότητα της μετρίαζε τα λογής εμπόδια.
Διασκορπισμένες αναμνήσεις πλανώνται απ’άκρη σε άκρη σε αυτό το σύντομο -μα αναμφίβολα πυκνό- μυθιστόρημα. Η Όγκοστ, η κεντρική ηρωίδα, αποπειράται να τις συλλέξει, ταξινομήσει, θέτοντας μιαν κάποια λογική σειρά, διαφυλάττοντας όσο το δυνατόν την ακεραιότητά τους. Αποτυγχάνει, η άτακτη ανάκληση στην οποία επιδίδεται δεν αποτρέπει την χωλότητα τους. Όταν η συναισθηματική έκσταση κλιμακώνεται, η πληρότητα των αισθήσεων εγκαταλείπεται. Η ατμοσφαιρική σιωπή του βουβού σαματά που τυλίγει τον τραυματισμό του αδελφού της από το θρυμματισμένο γυαλί είναι τρανταχτή ένδειξη της συγκεκριμένης αφηγηματικής επιλογής.
Το συναπάντημα με την Σύλβια στο βαγόνι του τρένου επιστροφής στο Μπρούκλιν για τη κήδευση του πατέρα της 20 χρόνια μετά, θα λειτουργήσει ως καταλύτης. Εφαλτήριο πυροδότησης μιας συνειρμικής ανασκόπησης. Έτσι θα ξεκινήσει να ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Με εναρκτήριο λάκτισμα την μετακόμιση στο Μπρούκλιν δυο παιδιών –της ίδιας και του αδελφού της- αντάμα με τον πατέρα τους, συνεπεία ενός μοιραίου αποχωρισμού από τη μητέρα τους.
Εκεί, στο δυναμικώς μεταβαλλόμενο νέο περιβάλλον του Μπρούκλιν του ’70 θα κληθούν καταρχάς να διαρρήξουν τον φράχτη του υπερπροστατευτισμού της πρώιμης παιδικής ηλικίας, τον οποίο αναγέρνει με φοβεριστικές αναλογίες ο πατέρας τους. «Σκεφτείτε την Μπιάφρα. Το Βιετνάμ». Την φθονερή εμμονή με την (αρχικά) μυσταγωγική ην κοριτσοπαρέα, των Σύλβια, Άντζελα και Τζίτζι θα διαδεχθεί η αποσφράγιση και ένταξη σε αυτήν.
Εγγύηση προσαρμογής και περιχαράκωσης έναντι του παράταιρου που καραδοκεί· και αποκαλύπτει την επικινδυνότητά του είτε σε σκιερά σοκάκια είτε διαμέσου των διαρκώς ανανεωμένων περίεργων που πηγαινοέρχονται στους προθαλάμους, στα λάγνα βλέμματα που λιμπίζονται την απομύζηση της αστραφτερής σωματοποίησης της εφηβείας. Η παρέα όμως, η αλληλεπίδραση των κοριτσιών με φόντο τα προβληματικά οικογενειακά περιβάλλοντα που στοιχειώνουν την καθεμία θα κατορθώσει να ελαφρύνει τη διάβαση του κατωφλιού της εφηβείας. Με ένα πηδηματάκι ακροποδητί σαν να εξασκούνται στο σκοινάκι θα ξεδιαλύνουν την καθημερινότητα από τον υφέρποντα φόβο.
Τα τέσσερα κορίτσια εξυφαίνοντας το νοητό τους ανάχωμα έναντι στις απειλητικές κακουχίες, εμποδίζουν την εισπήδηση του πόνου και καταστρώνουν την ακραιφνώς δική τους γλυκόπικρη εμπειρία ενηλικίωσης.
Το «Μπρούκλιν» της Woodson είναι διάστικτο από ανακατατάξεις και αναδυόμενες παθογένειες: οι λευκοί που βεβιασμένα μετοικούν, προκειμένου να αποφύγουν τη διάχυτη εγκληματική σήψη· η θηλυκή νεανικότητα που απειλείται από την εξαντικειμενίκευση· η εντύπωση του πολέμου του Βιετνάμ που είναι ακόμη νωπή και συντελεί στην αύξηση της τοξικοεξάρτησης βετεράνων· και δεν αφήνει ανέπαφη ούτε την Όγκοστ. Καθώς η αναγγελία για τον εκλιπόντα αδελφό της μητέρας της αλυσιδωτά θα προκαλέσει τον κλονισμό της και κατόπιν την απώλεια και της ίδιας. Το γεγονός αυτό συνιστά το ορόσημο που έρχεται και επανέρχεται, που κλώθει και ξεκλώθει στο μυαλό της ηρωίδας, καθιστώντας το ανήσυχο. Την επικαθορίζει, ανατροφοδοτώντας την απαντοχή της προσωρινότητας του αποχωρισμού. Εκείνη την (φρούδα) ελπίδα της επανασύνδεσης που στηρίζει το στερνό οχυρό μιας άδολης παιδικής πλάνης που θα πρέπει να υπερκεραστεί. Ο δρόμος προς την ενηλικίωση θα διανοίξει οριστικά και αμετάκλητα, μόνο αφότου αποτιναχθεί η υπόνοια της πεισματικής αρνήσεως από την απάντηση στο ερώτημα περί του περιεχομένου της τεφροδόχου.
Τι περιέχει η τεφροδόχος;
Ξέρεις πολύ καλά τι περιέχει η τεφροδόχος!
Γύρισε η μαμά ή ακόμη;
Μια ανάμνηση σαν μελανιά. Που ξεθωριάζει
Θα γυρίσει αύριο, αύριο, ξανά και ξανά αύριο.
Η Woodson, δια της (εξαιρετικής) μεταφράσεως της Άννας Μαραγκάκη, ανατέμνει ζητήματα σύνθετα. Κοινωνικά, σκιαγραφώντας το Μπρούκλιν της εποχής εκείνης. Θρησκευτικά μέσω του κοινού πάθους που μοιράζονται ο πατέρας και γιός για τις διδαχές του Κορανιού. Ζητήματα θανάτου μέσω της διαπάλης περί της προσωρινότητας ή μη της απώλειας της μητέρας της πρωταγωνίστριας. Ίσως αυτός ο αδιάπτωτος και διαρκώς ενεργός προβληματισμός να την οδήγησε να ακολουθήσει ταφικές σπουδές. Και προεχόντως την αξία της παρέας ως κλειδί εξομάλυνσης της επίπονης νομοτέλειας της ενηλικίωσης. Η διάσπαση, εκούσια ή ακουσία άνευ σημασίας, θα σηματοδοτήσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας του να μεγαλώνεις. Γιατί άλλωστε αυτός ήταν ο τελικός στόχος.
Κάποτε, όταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου με ρώτησε τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω. Μεγάλη, απάντησα.
Τα ανωτέρα η συγγραφέας τα προσεγγίζει ψηλαφιστά με εναλλασσόμενα καλειδοσκόπια και οπτικές γωνίες. Άλλοτε με αυτό της αθώας -και έτοιμης να διαχυθεί στον άγνωστο κόσμο που καιροφυλακτεί στην γωνιά του δρόμου- παιδικής οπτικής. Άλλοτε με αυτό της ανέμελης -αλλά και άγρυπνης ενώπιον των ελλοχευόντων ολούθε κινδύνων- έφηβης.
Η παρέα λοιπόν, και η ανάγκη της παρουσίας της γυναικείας συντροφικότητας και αμοιβαιότητας μπορεί να αθέτησαν την απαράβατη συμβουλή της μητέρας, κάλυψαν όμως το ψυχικό κενό που κατέλειψε η μυστηριώδης απουσία της.
έλεγε πως τις γυναίκες δεν έπρεπε να τις εμπιστεύεσαι. Τέντωνε το χέρι σου και κράτα τις γυναίκες τόσο κι άλλο τόσο πιο πέρα απ’ τις άκρες των νυχιών σου
Στο γύρισμα και της τελευταίας σελίδας, και της 152ης, σε καταβάλλει η κυνική συνειδητοποίηση του άφευκτου αποχαιρετισμού, μιας εποχής που δεν υπάρχει πια, μιας ηλικίας που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και μιας παρέα που κάποτε υπήρχε. Στο τέλος το μόνο που απομένει είναι η ανάμνηση.
Ένα άλλο Μπρούκλιν, της Jacqueline Woodson
Μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 168