Επικίνδυνες σχέσεις, του Pierre Choderlos de Laclos
Από μια αναγνωστική διαστροφή, αναρωτιέμαι για ένα μόνο πράγμα φτάνοντας στην τελευταία πρόταση των «Επικίνδυνων σχέσεων» του Σοντερλό Ντε Λακλό: όταν σμίλευε τον χαρακτήρα της κ. Ντε Μερτέιγ, μπορούσε να διαβλέψει την κατάληξή της; Σε ποιο σημείο της γραφής αποφάσισε ότι ο Υποκόμης Ντε Βαλμόν θα πρέπει τώρα να πεθάνει; Δεν μπορώ να ξέρω την απάντηση. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο νιώθω τους ήρωες να ξεφεύγουν σταδιακά από την πένα του δημιουργού τους, να αυτονομούνται, να βαδίζουν προς το πεπρωμένο που οι ίδιοι επέλεξαν. Βλέπω τον Ντε Λακλό ανήμπορο ακροατή των ψιθύρων τους, να γράφει τα λόγια που του υπαγορεύουν ακριβώς όπως υπαγόρευσε ο Ντε Βαλμόν μια από τις επιστολές του στην Καικιλία Ντε Βολάνζ. Γιατί θα αναγνώρισε φυσικά κάποτε ότι εδώ που έφτασαν, δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Και θα παραιτήθηκε από την ελπίδα ενός πιο ευτυχισμένου ή έστω λιγότερο επώδυνου τέλους.
Οι ήρωες των Επικίνδυνων Σχέσεων ψεύδονται συνεχώς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που τους δίνεται βήμα μοναχά για να πλαισιώσουν τα ψέματα των υπολοίπων. Μέχρι και ο ίδιος ο Ντε Λακλό ψεύδεται στην αρχή του βιβλίου όπως και στις υποσημειώσεις και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο των ηρώων του: ξεδιάντροπα. Μας το δίνει στο πιάτο, το λέει ξεκάθαρα πως ψεύδεται και μας προκαλεί να τον πιστέψουμε πάραυτα. Και εμείς τον πιστεύουμε. Καθώς ο αναγνώστης γίνεται ο ίδιος αντικείμενο χειρισμού, αποδέκτης υπέρμετρης γοητείας και κριτής ανείπωτης φρίκης, δοκιμάζει και τα δικά του όρια αντοχής. Κλείνοντας το βιβλίο, θα νιώσει θύμα μιας πλεκτάνης που στήθηκε και εις βάρος του και συγχρόνως κάτοχος μιας γνώσης που δε ζήτησε να λάβει. Γιατί πώς θα μπορούσε να αντιληφθεί πόσο «επικίνδυνες» πραγματικά θα μπορούσαν να είναι οι «Επικίνδυνες σχέσεις»;
Πόσο γελοίος εμφανίζεται πράγματι ο έρωτας σε αυτό το μυθιστόρημα και πόσο κουτοί όσοι τον ασπάζονται. Ορθωμένη σα σημαία στη μέση των σελίδων βρίσκουμε μόνο μία ιδέα, έτοιμη να κατασπαράξει οτιδήποτε βρει στο πέρασμα της κι όταν δε θα ‘χει μείνει τίποτα γύρω της, τον ίδιο της τον εαυτό: τη ματαιοδοξία. Ποτέ ο αισθησιασμός δεν έπαιξε τόσο δευτερεύοντα ρόλο. Ποτέ η απόλαυση και η επιθυμία δεν τέθηκαν πιο άμεσα στην υπηρεσία του εαυτού. Ποτέ ο άνθρωπος δεν εμφανίστηκε πιο άσχημος, πιο επιβλητικός και πιο επηρμένος μέσα στη γύμνια του. Κι όμως, ο αναγνώστης περιμένει με ανυπομονησία μικρού παιδιού πότε θα φτάσει στην επόμενη επιστολή της σατανικής κ. Ντε Μερτέιγ και όχι της αθώας Καικιλίας Ντε Βολάνζ. Το συνειδητοποιημένο κακό ελκύει τον αναγνώστη περισσότερο από το αγαθό χτυποκάρδι ενός νεαρού κοριτσιού.
Καθώς η κ. Ντε Μερτέιγ στήνει τις πλεκτάνες της με την ευκολία μαριονετίστα, καθώς εισχωρεί στις ψυχές των πάντων φτάνοντας στο σημείο όλες οι πράξεις στα πλαίσια της ιστορίας να είναι δικές της, παρακολουθούμε άλλη μία παροιμιώδη πάλη: εκείνη του κ. Ντε Βαλμόν να κρύψει από τον εαυτό του πως είναι ερωτευμένος. Η πάλη αυτή μεταφράζεται σε μια ακάματη διεκδίκηση της ενάρετης κ. Ντε Τουρβέλ με μοναδικό σκοπό την κατάκτηση και στη συνέχεια την εγκατάλειψή της. Ο κ. Ντε Βαλμόν επιθυμεί διακαώς να δει το αντικείμενο του πόθου του να γίνεται ένα με τις άλλες γυναίκες που υπήρξαν θύματά του: «Είναι επιτακτικότατη ανάγκη να κατακτήσω αυτήν τη γυναίκα για να αποφύγω τη γελοιότητα να την ερωτευθώ». Θα προτιμήσει τον θάνατο από την παραδοχή της αγάπης. Όσο για την κ. Ντε Τουρβέλ, θα αποτελέσει το θλιβερότερο θύμα ενός ανίερου συνδέσμου και τη μοναδική σπίθα γνήσιου συναισθήματος σε ένα χορό «επικίνδυνων σχέσεων».
Πώς επέρχεται η λύση ενός δράματος που ρέει καυτό στα χέρια δύο καθαρμάτων; Λάτρεις και οι δυο της υποκρισίας και του χειρισμού, κανένας τρίτος δε θα μπορούσε να τους καταδικάσει στη νέμεση. Αναπόφευκτα δημιουργείται η ρήξη μεταξύ τους και γίνεται φανερό πως όταν δύο πετυχημένοι καταστροφείς κηρύσσουν πόλεμο, κανείς δε θα τον κερδίσει. Ποιος όμως θα είναι αυτός που θα πυροδοτήσει το τέλος και των δυο; Ανώτερη πάντα η κ. Ντε Μερτέιγ, δίχως ίχνος αμφιβολίας θα αποδείξει πως είναι πιο σκληρή από τον προσφάτως ανακηρυχθέντα αντίπαλό της. Εκείνος θα της κλέψει μια βραδιά ηδονής, εκείνη θα του κλέψει τη ζωή γνωρίζοντας πως βαδίζει και η ίδια σε ένα πολύ λεπτό σχοινί. Αν πληγώθηκε λοιπόν η ιέρεια της προδοσίας, η πρώτη διδάξασα της μηχανορραφίας, δεν πληγώθηκε τίποτα πέρα από τη ματαιοδοξία της. Κι αν ο άρχοντας του ψεύδους ένιωσε στα τελευταία λεπτά της ύπαρξής του κάποια ντροπή, λίγη σημασία έχει καθώς η ήττα του απέναντι στην κ. Ντε Μερτέιγ βαραίνει οριστικά μέσα και πέρα από τη θανάσιμη πληγή.
Ο Σάρλ Μπωντλαίρ αναφερόμενος στις «Επικίνδυνες σχέσεις» έγραψε: «Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά μόνο με τον τρόπο που καίει ο πάγος». Δεν μπορεί, πράγματι, ο αναγνώστης να μη νιώσει αυτή την καιόμενη ψύχρα να κυλάει στο δέρμα του διαβάζοντας το μυθιστόρημα. Έχοντάς το στα χέρια του τρέχει στις σελίδες με την ενοχή του παρατηρητή μιας ύπουλης μεγαλειώδους φάρσας. Αδημονεί να φτάσει στο τέλος της γνωρίζοντας ότι ο ίδιος θα κληθεί να μετρήσει τα ανθρώπινα θύματά της και να αναγορεύσει νικητές και ηττημένους.
*Οι «Επικίνδυνες σχέσεις» του Σοντερλό ντε Λακλό (1741-1803) πρωτοεκδόθηκαν στο Παρίσι το 1782.
Εκδ. Άγρα, 2009