Escobar: Paradise Lost του Andrea Di Stefano
Μερικοί άνθρωποι γίνονται ευτυχισμένοι μέσα από τη φήμη και από τα χρήματα, ο Nick ήταν ευτυχισμένος με τη δουλειά στην μικρή παραθαλάσσια καντίνα του αδεφού του, με το να παραδίδει μαθήματα σερφ, με το να κοιμάται σε αιώρες κάτω από τη σκιά των δέντρων του δάσους. Καθόλου φήμη και λίγα χρήματα. Ο παράδεισος ήταν ακόμη παραδεισένιος, ή περίπου: ο ντόπιος νταής και η παρέα του ήρθε να πουλήσει προστασία στην μικρή επιχείρηση. Κι έπειτα ο Nick γνώρισε τη Maria και μάλλον ο παράδεισος έγινε πιο παραδεισένιος από ποτέ. Δάμαζε τα κύματα, κοιμόταν στις αιώρες στην ακροθαλασσιά, είχε δίπλα του τον αδερφό του και στην αγκαλιά του την Maria.
Η Maria ήταν από καλή οικογένεια. Πολλή φήμη και άπειρο χρήμα. Ο θείος της ήταν γερουσιαστής, παιδί του λαού, προστάτης των αδυνάτων, ένας τοπικός θρύλος. Ζούσε όλη η φαμίλια μαζί σε μια πελώρια χασιέντα με πολλούς πολλούς υπηρέτες, σχεδόν παραδεισένια. Γιορτάζανε επετείους γάμου δίπλα σε πισίνες, σταυροκοπιόντουσαν 100 φορές τη μέρα και τις Κυριακές οι άνδρες φοράγανε τα λευκά λινά τους κοστούμια, οι γυναίκες τα επίσημα φουστάνια τους κι έβγαζαν όλοι μαζί οικογενειακές φωτογραφίες. Ο θείος καθόταν πάντα στο κέντρο. Δική του ήταν η χασιέντα άλλωστε. Ήταν ένας ωραίος τύπος. Τραγούδαγε ερωτικά άσματα στη γυναίκα του, διάβαζε παραμύθια στα παιδιά του, έχτιζε νοσοκομεία για τους φτωχούς κατοίκους του Medellin, έκανε συχνά τον σταυρό του. Ήταν ωραίος τύπος. Με μια διαταγή του, οι νταήδες της παραλίας μπορούσαν να βρεθούν καμμένοι και κρεμασμένοι από ένα δέντρο. Ο θείος, ο εθνοπατέρας, ο ευεγέρτης των φτωχών, ο πάτερ φαμίλιας, ο θεοσεβούμενος καθολικός ήταν ο Pablo Escobar, ο διαβόητος αρχηγός του μεγαλύτερου καρτέλ ναρκωτικών, ο «βασιλιάς της κοκαϊνης».
Ο Nick για καιρό νομίζει πως δεν γίνεσαι ένα με το κακό, αν απλά ζεις δίπλα του, αλλά δεν συμμετέχεις σε αυτό. Κι έτσι μπορείς να είσαι ένα φιλήσυχο pool boy, να νταντεύεις πόνυ, ενώ δυο μέτρα πιο δίπλα κάποιο από τα πρωτοπαλίκαρα του Escobar ξεπλένει από πάνω του το αίμα ενός ακόμα θύματος. Μπορείς να παίρνεις το πρωϊνό σου, ενώ ένας ελέφαντας βόσκει κάτω από τη βεράντα σου και εσύ να μην σκέφτεσαι από πού προέρχεται το χρήμα που πλήρωσε για τον ελέφαντα, για τη βεράντα που πατάς, για τις φρυγανιές σου. Μπορείς, αλλά όχι για πολύ. Γιατί, αν δεν σε έχει αρπάξει ακόμα εντελώς η κόλαση μέσα της, υπάρχει η συνείδησή σου, αυτή η εσωτερική φωνή που αντιδρά. Και φτάνει εκείνη η μέρα που ο Nick θέλει να αρπάξει τη Maria και να φύγει, να γυρίσει πίσω στην παραλία.
Κι έτσι, όπως η αθλιότητα αυτής της οικογένειας ξεσκεπάζεται όλο και περισσότερο μπροστά στα μάτια του, έτσι και ο Pablo Escobar ξεσκεπάζεται από την κολομβιανή κυβέρνηση. Μα ο Escobar έχει μια στρατιά ανθρώπων υπό τις διατάγες του, ακόμα και την τοπική αστυνομία και τον στρατό. Εμφύλιος ξεσπά στην Κολομβία. Κι όσο τα παιδιά του Escobar κάνουν τις ζωγραφιές τους και διαβάζουν παραμύθια, κι όσο εκείνος παρακολουθεί αγώνες ποδοσφαίρου στο σαλόνι του, άνθρωποι εκτελούνται, πυρπολούνται ζωντανοί, κρεμιούνται ανάποδα, μέχρι να σαπίσουν. Κι ο Nick νιώθει όλο και πιο σάπιος κι ας μην έχει βάψει ακόμα τα χέρια του με αίμα. Και η δολοφονία του νταή της παραλίας;
Αυτή είναι μια ιστορία για τους παραδείσους που αφήσαμε εμείς να χαθούν, αλλά και για τους παραδείσους που μας απέκλεισαν. Είναι για κείνους τους παραδείσους που θα μας κλείσουν την πόρτα στα μούτρα, γιατί είμαστε πολύ άθλιοι για να μας δεχτούν, γιατί τα πεπραγμένα μας μάς κανανε ανάξιους γι’ αυτούς. Γιατί δεν θα μπορέσεις για πολύ απλά να ζεις δίπλα στο κακό. Κάποια στιγμή το κακό θα σε αρπάξει, θα σε υποχρεώσει να γίνεις ένα μ’ αυτό. Κι υστερά διαφυγή θα ‘ναι μόνο ο θάνατος. Κι ενώ το κακό θα προσεύχεται 100 φορές τη μέρα, εσύ θα δέχεσαι μια σφαίρα στο κεφάλι, καθισμένος στο στασίδι μιας εκκλησίας. Έτσι κι αλλιώς τον είχες ήδη χάσει τον παράδεισό μέσα σου. Την ήσυχη συνείδηση.
Photo Sources
- Imbd.com