Scroll Top

Art Outside the Core

Εσύ, εκεί

feature_img__esi-ekei
Θυμάμαι πήγαμε βόλτα. Δε το είχαμε κάνει ποτέ. Τόση ιστορία, τόσο παρελθόν, αλλά μια βόλτα ποτέ.

Σε περίμενα στη γωνία. Είχες αργήσει 5 λεπτά. Έφτασες. Ήσουν πανέμορφος. Όλοι το λένε, πάντα το έλεγα. Είσαι από τους πιο όμορφους ανθρώπους που έχω συναντήσει. Με κοίταξες και μου χαμογέλασες. «Πολλή χαρά» αυτές οι πεταλούδες στο στομάχι μου, «πολύ άγχος» αυτό το χέρι μου. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Όλος ο πόνος που είχα βιώσει, σαν ταινία πέρασε από μπροστά μου καθώς κοιταχτήκαμε. Και πάλι, ήσουν πανέμορφος.

Μου έπιασες το χέρι, σφίγγοντάς το. Αρχίσαμε να προχωράμε. Κόσμος ανέμελος υπήρχε τριγύρω μας. Παρέες, ποδηλάτες, γονείς με παιδιά. Βλέμματα διασταυρώνονταν αδιάφορα καθώς ο καθένας συνέχιζε τη μέρα του. Και εσύ, εκεί , να μου μιλάς , να μου περιγράφεις την καθημερινότητά σου. Τη ζωή σου, χωρίς εμένα.

Σε άκουγα και ένιωθα μια απέραντη γαλήνη. Μια γαλήνη που είχα τόσο καιρό να αισθανθώ. Μία ηρεμία, μία ασφάλεια. Ήθελα τόσο εκείνη τη στιγμή, να είσαι εσύ ο τελευταίος που θα μου μιλάει πριν κοιμηθώ. Ήθελα τη δική σου τη φωνή να ακούω όταν είμαι αγχωμένη, στεναχωρημένη. Ήθελα η δική σου η φωνή να με κάνει ευτυχισμένη. Σταμάτησες και με κοίταξες. Το είπα φωναχτά; Και τώρα; Τι ντροπή! Όμως εσύ με ρώτησες αν θέλω να καθίσουμε κάπου. Σκύβοντας το κεφάλι μου, κάθισα δίπλα σου.

Τότε ήταν που ξεκίνησε μία από τις πιο όμορφες συζητήσεις που έχω κάνει. Μιλούσαμε για τα πάντα. Πιο άνετα και ανοιχτά από ποτέ. Όλα ήταν τόσο όμορφα. Γέλιο, κουβέντα, εσύ. Υπήρχε τόσος ενθουσιασμός, τόση φρεσκάδα στις λέξεις μας , τόση ειλικρίνεια. Και η φωνή σου συνόδευε τόσο όμορφα αυτή τη μαγική εικόνα. Όλη η λίμνη των Ιωαννίνων να απλώνεται μπροστά σου. Άραγε αυτές οι μικρές στιγμές είναι η αποκαλούμενη «ευτυχία»;

Όμως έπρεπε να φύγεις . Σε έβλεπα αργά να μαζεύεις τον καπνό σου . Καθώς σου έλεγα πως εγώ θα μείνω και άλλο εδώ, το χέρι μου άρχισε πάλι να ταλαντεύεται σπαστικά ενώ η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. Έφευγες πάλι. Και εγώ έμενα εδώ. Μου χαμογέλασες, βαθιά αγκαλιά. Υποσχεθήκαμε πως θα προσέχουμε. Οι ίδιες προτάσεις κάθε φορά. Κάθε φορά το ίδιο επαναλαμβανόμενο ποιηματάκι που πλέον δεν ήξερα καν αν το πιστεύεις ή το λες εξαιτίας μιας παρεξηγημένης συνήθειας. Άρχισες να απομακρύνεσαι. Φόρεσες τα γυαλιά σου, χέρια στις τσέπες, βλέμμα χαμηλωμένο, αμήχανο ξύσιμο στο κεφάλι, βήμα διστακτικό.

Δε είχα πάρει τα μάτια μου από τη σιλουέτα σου, που ολοένα απομακρυνόταν, όταν γύρισες και με κοίταξες. Ήταν αυτά τα 2 δευτερόλεπτα που με κοίταξες, τα οποία με έκαναν να καταλάβω όσα δεν είχα καταλάβει τόσα χρόνια.

Είχες πλέον χαθεί όταν γύρισα το βλέμμα μου αλλού. Λίμνη μπροστά, παγκάκια αριστερά , δένδρα δεξιά. Όλα ήταν τόσο άψογα «τοποθετημένα» γύρω μου. Ξάπλωσα. Σκεφτόμουν αυτό το βλέμμα σου. Αυτό το τόσο γνωστό σου βλέμμα που πάντα έκρυβε μία θλίψη, μία οικειότητα, μία γείωση. Κατάλαβα πως δε θα άντεχα να το βλέπω συνέχεια. Έκανα τόσο κόπο όλα αυτά τα χρόνια να το διώξω από τη σκέψη μου και είναι ακόμα εκεί. Ακόμα συνεχίζεις να το χρησιμοποιείς με τον ίδιο ανούσιο τρόπο. Όμως εγώ, ένιωθα τόσο γεμάτη ξαφνικά. Άρχισα να γελάω μόνη μου. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, γέλιο έβγαινε από τα χείλη μου. Κάποιους ανθρώπους όσο και να θέλεις, δεν αντέχεις να τους έχεις στη ζωή σου. Όλα τα συναισθήματα είχαν γίνει μία άσχημη συνήθεια. Απλώς δε θα το άντεχα. Και αυτή ήταν η πιο λογική σκέψη που έχω κάνει. Γελούσα ακόμη πιο δυνατά όταν παρατήρησα τον μισοτελειωμένο καφέ σου. Τον άρπαξα, ξάπλωσα και άρχισα να χαζεύω τον καταγάλανο ουρανό με ένα χαζό χαμόγελο. Ήταν σα να έβλεπα το βάρος που ένιωθα να φεύγει ψηλά, να γίνεται σύννεφο.

Είχαν περάσει κάποια λεπτά, όταν ρουφώντας μία τζούρα αυτού του πικρού για μένα καφέ ψιθύρισα για πρώτη φορά… «προχωράω».

1
Μοιράσου το