Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Φάνης Παπαγεωργίου: «Γράφουμε για να καλύψουμε την απόσταση μεταξύ μας»

feature_img__fanis-papageorgiou-grafoume-gia-na-kalipsoume-tin-apostasi-metaksi-mas
Επιστήμη, τέχνη, πολιτική, έρωτας. Ο Φάνης Παπαγεωργίου αναζητά μια συνεκτική ενότητα και η ποίηση γίνεται το έδαφος, ο χώρος στον οποίο καταθέτει τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις βεβαιότητες και αβεβαιότητές του. Αφορμή για τη συζήτησή μας ήταν η «Θάλασσα με τα 150 επίπεδα», η δεύτερη ποιητική του συλλογή μετά το «Πλυντήριο Άστρων» (2013, εκδ. Λογότεχνον) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκούτσι. Μια συλλογή πλούσια και γενναιόδωρη σε ιδέες και συναισθήματα, αναπόφευκτα θα δρομολογούσε μια αναλόγως πλούσια κουβέντα. Στην ποίησή του και στον λόγο του, ο Φάνης Παπαγεωργίου επιχειρεί να προσεγγίσει την πραγματικότητα αφού πρώτα καταδυθεί σε επαρκή βάθη για να βρει τα στερεώματά της. Ακόμα και αν αυτά τα βάθη έχουν 150 (ή και παραπάνω) επίπεδα, ο Φάνης τάσσεται αισιόδοξος για τη δυνατότητα της γενιάς μας να διασχίσει την (τρικυμισμένη) θάλασσα της εποχής…

Φάνη, αφήνω για λίγο πιο μετά τις «εισαγωγικές» ερωτήσεις και ξεκινάω με το θέμα «απόσταση». Εμπιστευόμενος την «πρώτη αίσθηση» της πρώτης ανάγνωσης, αισθάνομαι πως στα ποιήματά σου η έννοια της απόστασης είναι ένα σταθερό δευτερεύον μοτίβο. Σταχυολογώντας μερικά μόνο αποσπάσματα: από την «Δαιδαλική Αυγή» και την απόσταση ανάμεσα στο δευτερόλεπτο: «1 – τα σώματα μοιάζουν από έλξη» και το «δεύτερόλεπτο: 138.001», στο «Μέσος ή Μεστός» όπου «το κενό μεταξύ τους ήταν κομήτης – μεσουρανούσε», στην «Επτασία» όπου «Αυτός και αυτή δεν συναντιόντουσαν, – είχαν απόσταση αδιαίρετη στο επτά – και διάθεση να μην περάσουν όχι επτά – αλλά ούτε μια μέρα και μια νύχτα μαζί» μέχρι το «Άστρο εγγεγραμμένο σε κύκλο» όπου «και έτσι ξεμάκραινε – φαινόταν σαν μια κουκίδα- ήταν πια άστρο τυλιγμένη σε κύκλο». Λένε πως η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μερικές φορές η αγωνία μιας απόστασης από διάφορες μορφές εκπλήρωσης: Από τον έρωτα, από την ευτυχία ή από οτιδήποτε άλλο. Γράφουμε για να καλύψουμε κάποιο κενό, τον ιδιαίτερο αυτόν χώρο ανάμεσα σε εμάς και την άλλη εκδοχή του εμάς που έχει καλύψει την απόσταση; Και αν ναι, είναι όντως ένας τρόπος να ρίξουμε γέφυρες ή ένας θεμιτός αποπροσανατολισμός; Ή μήπως μια συνθηκολόγηση δια του εξορκισμού;
Πάνο, η παρατήρηση σου είναι πολύ εύστοχη. Η απόσταση είναι το όχημα που βοηθάει τα πράγματα, τις έννοιες, τις εικόνες να φτάσουν σε μια πληρέστερη κατάσταση, χωρίς την ορμή που «κανονικά» εμπεριέχουν. Η απόσταση, μια έννοια κατ’ εξοχήν χρονική, αλλά και χωρική, φωτίζει τις δυνατότητες που ενυπάρχουν. Έτσι, θα έλεγα πως πρόκειται κυρίως για μέθοδο, μια μέθοδο εμφάνισης των πραγμάτων στις αφηρημένες εκδοχές τους, απογυμνωμένων από τα υλικά τους χαρακτηριστικά και από τις συγκεκριμένες εκφράσεις τους. Η απόσταση αυτή εξειδικεύεται, γίνεται η λεκτική έκφραση της μετάβασης από το ορισμένο στο αφηρημένο, ή από την εμπειρία στη δυνατότητά της, έτσι που μπορεί να λαμβάνει χωρικά ή χρονικά χαρακτηριστικά, ανάλογα με τις «δυνατότητες» που αναδεικνύονται. Η απόσταση επιλέγεται κάθε φορά ως συνθήκη τέλειας απομάκρυνσης. Ή όπως έγραφε ο Walter Benjamin στη Θέση ΙΧ για την Φιλοσοφία της Ιστορίας: «O άγγελος… θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει ξανά τα χαλάσματα». Σκέφτομαι την απόσταση με τα λόγια του Barthes, «φορώ μια μάσκα στο πάθος μου, αλλά με μια διακριτική και πονηρή κίνηση επισημαίνω την ύπαρξη της μάσκας αυτής».
Για να γυρίσουμε στην ερώτηση, θα έλεγα ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι περισσότερο μια μορφή αποκωδικοποίησης της εμπειρίας άρα και του έρωτα, παρά υποστασιοποίηση της εκπλήρωσης. Για να το θέσω πιο απλά, όσο και να φαντασιώνεται κανείς την πλήρωση, δεν μπορεί να την αποκωδικοποιήσει, μόνο με ένα υποθετικό «αν». Υπ’ αυτήν την έννοια θα συμφωνήσω πως γράφουμε για να καλύψουμε το κενό της αποκωδικοποίησης του κόσμου και της εμπειρίας του, για να φτιάξουμε εκείνο το σύμπαν ισότητας στη διαλεκτική ενότητας, ιδέας και εμπειρίας. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Σταυρίδη, η ικανή απόσταση καταργεί τα όρια των επικρατειών μας χωρίς να διαχέει τις επικράτειες, έτσι που μια περιοχή διαπραγμάτευσης ανισοτήτων μετατρέπεται σε περιοχή συνάντησης. Άρα έχεις δίκιο, γράφουμε για να καλύψουμε την απόσταση μεταξύ μας, όπου το εμείς δεν είναι μια εξατομικευμένη υποκειμενικότητα, αλλά μια συλλογικότερη έννοια, όπως π.χ. η γενιά μας. 

Η απόσταση μεταξύ μας… Στις «Δυνατότητες δυο νέων» έχουμε μια ελεγειακή προσέγγιση ενός έρωτα που ποτέ δεν πραγματώνεται, την ίδια ώρα όμως που πραγματώνεται το φαντασιακό του. Είναι αυτοί που «γκρεμιζόταν αστέρι στο φιλί τους […], θα ήταν μέλλον – αν είχαν παρόν». Η ίδια όμως υπόσχεση του έρωτα, που εκεί δίνεται πλουσιοπάροχα, γίνεται μια γυναίκα «ίδια ο Δούναβης» όπου «ποιος ξέρει τι μετέφερε μέσα της κάθε φορά – και οι άντρες που κοιμόντουσαν με την ανάμνησή της – ξυπνούσαν πνιγμένοι στο αίμα» στην «Υπόσχεση». Το ίδιο κοντράστ, ανάμεσα σε ερωτικά βλέμματα που αναπλάθουν τον κόσμο καταργώντας τον Θεό και σε ερωτικά βλέμματα άγριων εγκλημάτων και αίματος εμφανίζεται και αλλού: Αυτή η διττή φύση («ΠΟΤΕ ΑΥΤΗ – ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΑΥΤΗ») παρά τη μεγάλη της αντίθεση, καταλήγει πάντα σε μια κοινή συνισταμένη: «Για να έχει νόημα η νύχτα» ή για να νοηματοδοτηθεί η ζωή. Γενικά η αναζήτηση μιας διαλεκτικής για τον έρωτα ίσως αποτελεί το ένα εκ των δυο «ποδιών» που στηρίζεται η συλλογή. Ποια βλέπεις ως κυρίαρχη πλευρά της αντίθεσης; Τη ζωογόνο, νοηματοδότρια ή τη βίαιη;
Το πιάνεις πολύ καλά. Η αντίθεση είναι εμφανής. Το να διαλέξεις πλευρά βέβαια είναι το δύσκολο. Η διαλεκτική ενότητα είναι ενότητα ακριβώς επειδή δεν δίνει προβάδισμα σε κάποια έννοια, αλλά αν έπρεπε να διαλέξω, θα έλεγα ότι πρόκειται για εξύμνηση της ζωής. Όποια πλευρά κι αν διαλέξουμε, διαλέγουμε τη ζωή. Θα έλεγα βέβαια, ότι κι εσύ στη «Συνωμοσία της βανίλιας» κάνεις κάτι παρόμοιο, τοποθετώντας τη ζωογόνο νοηματοδότρια πλευρά αυτής της διαλεκτικής μαζί με τη βία της αναζήτησης του κόσμου χωρίς βία. 

Βέβαια αφήνω να αιωρείται και μια αμφιβολία: Μήπως οι προσωπικές ουτοπίες είναι κατ’ ουσίαν μονόκεροι όσο δεν συλλογικοποιούνται, όσο δεν γίνονται κομμάτια της συλλογικής ουτοπίας… Μήπως δηλαδή ο έρωτας είναι ένα ισχυρό μεν, αλλά μερικό κομμάτι της απάντησης. Περίμενε, όμως, γιατί το βλέπω πως θα ξεφύγουμε! Πέρα από τις πρώτες εντυπώσεις της συλλογής να πούμε και δυο βασικά: Φάνης Παπαγεωργίου, με πρόσφατα περασμένο το κατώφλι των τριάντα, ακαδημαϊκή πορεία στην Πολιτική Οικονομία (είσαι στο διδακτορικό; σε τι θέμα;), ποίηση. Σε ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη αυτή στο Artcore. Σε τι φάση σε βρίσκω;
Όπως γράφεις στη «Συνωμοσία της βανίλιας» «κυνηγάμε την ευτοπία, αλλά την ονοματίσαμε ουτοπία. Δηλαδή μείναμε να κυνηγάμε τον μη τόπο αντί για τον ευ τόπο» (σελ. 196). Οι προσωπικές ουτοπίες λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι ουτοπίες. Συλλογικά ας μιλήσουμε για ευτοπίες, χωρικά εστιασμένες κοινωνικές πρακτικές συρραφής ενός νέου κόσμου, ο οποίος όχι μόνο δεν θα βγαίνει φασόν, αλλά θα αρθρώνεται μέσα από κάθε μικρή επιθυμία επανοικειοποίησης της ζωής. Τώρα αν ο έρωτας πρέπει να γίνει συλλογική ευτοπία; Ας μην είμαστε υπερβολικοί στις διεκδικήσεις μας! Ας αρκεστούμε στη συλλογική ευτοπία ως ριζοσπαστική πλήρωση της ζωής και στην επαναστατική αποκωδικοποίηση του έρωτα, ως μια αναζήτηση της πλήρωσης.
Σε ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη και τις ξεχωριστές ερωτήσεις. Να κάνουμε μια διόρθωση: διδακτορικό τελειωμένο εδώ και πάνω από τρία χρόνια, και σε καθεστώς ελαστικής και ευέλικτης εργασίας στο Πανεπιστήμιο για κάποιον υποκατώτατο μισθό. Διδάσκοντας και επιτελώντας την αναπαραγωγή (sic) της επιστήμης, με ό,τι καλά ή κακά μπορεί να έχει αυτή. Η «φάση» δεν μπορεί να μην έχει αναφορά και στην κοινωνική και πολιτική ερήμωση που ζούμε ως γενιά και ως κοινωνία. Αλλά αυτό μπορεί να αφορά κάποια άλλη ερώτηση, συνάντηση, στις λογοτεχνικές συντροφιές, ή όπου.

Κράτα το, θα επιστρέψω σε αυτό σε λίγο. Πριν όμως: Η «Θάλασσα με τα 150 επίπεδα» είναι η δεύτερη σου συλλογή, από τις εκδόσεις Κουκούτσι. Είχε προηγηθεί το «Πλυντήριο Άστρων» το 2013 από τις εκδόσεις Λογότεχνον. Τι έχει μεσολαβήσει, θεματικά και εκφραστικά ανάμεσα στις δυο συλλογές; Που θα εντόπιζες εσύ το αισθητικό «κέντρο» της «Θάλασσας» και που του «Πλυντηρίου;»
Δύσκολη ερώτηση. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος, αλλά με πολλές περισσότερες εμπειρίες, από τη ζωή, την πολιτική, την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, τον έρωτα. Θα έλεγα ότι είναι ένα πιο πυκνό, αλλά ταυτόχρονα πιο λιτό πόνημα. Θα έλεγα ακόμα, ότι είμαι και πιο υποψιασμένος για τη ζωή και λιγότερο αφελής. Τα βιβλία νομίζω αντανακλούν αυτήν τη μεταστροφή, καθώς οι έννοιες, τα συναισθήματα και οι ιδέες ζυγίζονται και ζυγίζουν «περισσότερο». Τα ίδια τα βιώματα της τριετίας που μεσολάβησε μεταξύ των δύο βιβλίων, ήταν πολύ πυκνά εξαιτίας και του πυκνού ιστορικού χρόνου. Αυτό φυσικά δεν νομίζω ότι μπορεί να αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο. Στο «Πλυντήριο…» η δυνατότητα υπερτερεί της εμπειρίας άρα και της ματαίωσής της, ενώ στη «Θάλασσα...» νομίζω ότι η εμπειρία έχει πάρει τα ηνία. Φυσικά η εμπειρία δεν συνομιλεί με κάποια ποίηση της ήττας. Γιατί όπως λέει και ο Γεράσιμος Λυκαρδιόπουλος «δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ο παράδεισος, για να υπάρχει το όραμά του - αρκεί που υπάρχει η κόλαση».

Ας μείνουμε λίγο εδώ, στις έννοιες της εμπειρίας και της ματαίωσης, για να επιστρέψουμε στα προηγούμενα. Αν ο έρωτας είναι το ένα πόδι της συλλογής, το άλλο σαφώς μεταβαίνει από τον προσωπικό χώρο προς τον συλλογικό, τον πολιτικό. Συνοδεύονται όμως και οι δυο περιπλανήσεις από ένα αίσθημα απώλειας, η οποία όμως παραμένει σθεναρά στην πλευρά της ζωής. Κρατώ μια φράση, από την «Συνθήκη μιας παρτίδας»: «Ίσως πνίγεται στις μικρές βεβαιότητές του». Αναρωτιέμαι συχνά: Πόσο απέχει η πολιτική στράτευση από μια πιο επίγεια θρησκευτικότητα όταν είναι γεμάτη βεβαιότητες και δεν αποδέχεται την αβεβαιότητα; Και πόσο μπορεί να κλονιστεί η στράτευση όταν επενδύει σε βεβαιότητες που οι ίδιοι οι καιροί διαψεύδουν; Φυσικά, δεν αναφέρομαι μονάχα στο ΣΥΡΙΖΑ· είναι αρκετοί εκείνοι που, βλέποντας τις βεβαιότητες να κλονίζονται, κινήθηκαν προς τα έσω, προς την ασφάλεια (;) της επιστροφής στην ιδιώτευση. Οι στίχοι στην «Θάλασσα» δείχνουν να θέλουν να αντικρίσουν τις ρωγμές κατάματα, και κάπως ξεροκέφαλα επιμένουν στην «ανιδιοτελή δραπέτευση» έναντι του εθελούσιου εγκλεισμού. Στο ίδιο ποίημα λες πως «αγγίξαμε τα σύνορα των δυνατοτήτων – της ιστορικής συγκυρίας εκείνης – και οποιαδήποτε άλλης». Ο τελευταίος στίχος είναι λίγος αμφίσημος, μια μικρή σπαζοκεφαλιά – μια αβεβαιότητα ίσως, που ακόμα δεν είναι εύκολο να επιλυθεί;
Ωραία ερώτηση! Η πολιτική στράτευση στα δικά μου μάτια έχει μια θρησκευτικότητα με την έννοια ότι ριζώνει μια αξιακή ιεραρχία στα ίδια τα υποκείμενα. Ενέχει μια αλήθεια σχετικά με το καλό και το κακό, ή έστω το δίκαιο και το άδικο. Συγκροτεί τα υποκείμενα σε ένα πλαίσιο εθίμων, ηθών, αφηγήσεων και αναπαραστάσεων με τέτοιο τρόπο που συγκροτεί έναν τρόπο ζωής και σκέψης, σχετικά αυστηρό. Και ευτυχώς που το κάνει, γιατί φοβάμαι πως αν δεν το έκανε τότε θα έθετε την πολιτική στράτευση σε μια α λα καρτ συνθήκη σκέτων κοινωνικών δικτύων της νεότητας, όπου οι νέοι και οι νέες της αριστεράς θα εντάσσονταν, μεγαλώνοντας, στις αξίες της κατανάλωσης, της λαγνείας του χρήματος, της εκμετάλλευσης κ.ο.κ.. Όχι πως αυτό δεν γίνεται, αλλά πιστεύω πως μέσω μιας συγκροτημένης αξιακής σύνθεσης του νέου «αριστερού» ανθρώπου, αυτό το φαινόμενο, μερικώς έστω, θα εξέλιπε. Αν κρατήσουμε αυτό ως ένα μικρό «θεώρημα», τότε προκύπτει εύλογα το ερώτημα της «αλήθειας». Και αναρωτιέμαι συχνά που βρίσκεται το σύνορο μεταξύ πλήρους βεβαιότητας και τέλειας αβεβαιότητας. Με άλλα λόγια αναρωτιέμαι αν αυτή η θρησκευτικότητα, αν αυτό το αμάλγαμα πρακτικής και ιδεολογίας, συγκροτείται μόνο από βεβαιότητες. Και απαντώ στον εαυτό μου, πως σε μια συνθήκη διευρυνόμενης ήττας προσωπικής και συλλογικής, η βεβαιότητα συγκροτείται αποκλειστικά και μόνο στην αξιακή ιεράρχηση της ζωής και αν ακόμα συγκροτείται και εκεί. Οι πρακτικές και οι «αλήθειες» έχουν δικαίωμα στην επιβεβαίωση όσο και στο λάθος. Διαφορετικά θα ήμασταν πιστοί στην κάθε λογής ορθοδοξία και άρα αδύναμοι στη σκιαγράφηση της «εναλλακτικής δυνατότητας». Για να το δέσω με την πρώτη ερώτηση, θα έλεγα ότι η ανάγκη ψηλάφησης των δυνατοτήτων της κάθε συγκυρίας συγκροτεί τη μόνη μεθοδολογική βεβαιότητα από τη μία, και την σχεδόν πλήρη αβεβαιότητα στο πεδίο της πράξης. Ο στίχος λοιπόν, μπορεί να ιδωθεί σαν συμπέρασμα ότι κάθε συγκυρία δημιουργεί ένα πλέγμα δυνατοτήτων τέτοιο που μπορείς πάντα να ισχυριστείς ότι έκανες το παν, άσχετα με την τελική έκβαση της κατάστασης. Και νομίζω είναι το πρόβλημα της πολιτικής αριστεράς, το γεγονός ότι δεν έχει μάθει να αντλεί συμπεράσματα από την πολιτική της πρακτική. Απλοϊκά μιλώντας θα λέγαμε «εμείς καλά τα λέγαμε και τα κάναμε αλλά ο λαός, η εξουσία, ο παγκόσμιος συσχετισμός, ή όποιος, τέλος πάντων, μας τα χάλασε». Το ποίημα αντίθετα αναρωτιέται φωναχτά «πως χάσαμε έτσι» πολιτικά και κοινωνικά. Φυσικά, η διαρκής «αυτομαστιγωτική» οριακά αναρώτηση μπορεί να φτάσει μέχρι τη λαγνεία της ματαίωσης.
Τη στιγμή, λοιπόν, της συντριβής η ιδιώτευση είναι μια εύκολη αναπροσαρμογή του κόσμου προκειμένου το ερώτημα του τι δεν κάναμε καλά να μην απαντηθεί ποτέ αναδεικνύοντας έτσι, κρυστάλλινα την ατομική ιεράρχηση, και το βάρος της «αριστεράς». Δεν μπορώ φυσικά να εγκαλέσω κάποιον/α για αυτή την απόφαση, απλά λέω πως στην ατομική μου «βεβαιότητα», κάτι τέτοιο, δεν συνιστά απάντηση. Άλλωστε, η γενιά μας, υπό το βάρος ψυχικών νοσημάτων, κατάθλιψης και δυστοπικής καθημερινότητας, συντρίβεται καθημερινά στις μυλόπετρες. 

Πολλές φορές, όταν αναφερόμαστε σε στρατευμένη τέχνη, σκεφτόμαστε κάτι που προσεγγίζει την προπαγάνδα: έναν στίχο που γίνεται σύνθημα, έναν πίνακα που γίνεται εικόνισμα, ένα τραγούδι που «δείχνει με το δάχτυλο» τους Καλούς και τους Κακούς της ιστορίας. Η ιστορία της τέχνης όμως είναι γεμάτη παραδείγματα που διαψεύδουν αυτήν την αίσθηση (θα ήθελα και την γνώμη σου σε αυτό). Στα ποιήματά σου η στράτευση είναι φυσικά, παρούσα, όμως πουθενά δεν εμφανίζεται εδώ ένας ποιητής που ξεκινάει με αφετηρία την κατάθεση μιας πολιτικής γνώμης: Η γνώμη προκύπτει, ξεφεύγει από την αναζήτηση σημείων-θέσεων, δεν κρύβεται σε προφανείς μετωνυμίες και αναδύεται ως μια αισθητική και νοηματική κοσμοαντίληψη. Ίσως όμως αυτό εξέλαβα εγώ, άλλωστε κάθε αναγνώστης δημιουργεί μια υποκειμενική σχέση με το κάθε έργο. Από την δική σου πλευρά, του «κατασκευαστή», ποιο ήταν το ζητούμενο πολιτικό «επιμύθιο»;
Το ζητούμενο πολιτικό επιμύθιο είναι να σκεφτούμε, να ψηλαφίσουμε τη συλλογική και άρα την ατομική ευτοπία. Να ξανασκεφτούμε τον κόσμο, όπως θα θέλαμε ίσως να είναι. Και όταν λέω τον κόσμο εννοώ τη διαπλοκή των τρόπων της συναισθηματικής έκφρασης, την πολιτική, τη συλλογικότητα, τις ανάγκες μας και τις επιθυμίες μας, ως γενιά, τάξη. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να γίνω πολιτικό σύνθημα, το γεγονός είναι ότι δεν έχω γίνει, οπότε με αυτό δεδομένο δεν μπορώ να βγάλω κάποιο συμπέρασμα. Από τη μια θεωρώ πως η αριστερά έχει ανάγκη την «ατάκα», αλλά έχει περισσότερο ανάγκη τις ποιότητες των ανθρώπων που να μπορούν να αρθρώνουν τον αξιακό χάρτη, την αισθητική και νοηματική κοσμοαντίληψη. Έτσι, θεωρώ ότι η τέχνη είναι στρατευμένη και πολιτική, τη στιγμή που αυτή αναρωτιέται φωναχτά για τον κόσμο, χωρίς να ξεχνάει ότι ο κόσμος είναι πολιτικός και άδικος. 

Το «χρέος που ξεφορτώνει ανθρώπους» εμφανίζεται στο πρώτο κιόλας ποίημα, στην «Σεισάχθεια στον ήλιο». Το ξεφόρτωμα μάλιστα έχει πολλές μορφές, ειδικά για την γενιά μας: Άλλοτε η φυγή, άλλοτε η ιδιώτευση, άλλοτε ο συμβιβασμός των προσδοκιών. Είναι σαφές πως, η ποίηση, η λογοτεχνία, η Τέχνη, είναι εδώ για να αντιστέκονται, και θα έλεγα πως το κάνουν και καλύτερα μερικές φορές από την ζωή – έχεις παρακολουθήσει συναδέλφους/ισσες στην ποίηση και την λογοτεχνία; Τι βλέπεις ως «συνισταμένη» των όποιων… αντιστάσεων των αναπαραστάσεων;
Δύσκολη ερώτηση! Βλέπω τους ανθρώπους της γενιάς μας να διαβάζουν και να προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο μέσα από την τέχνη, την ίδια στιγμή που ίσως το κάνουν με όρους ασπιρίνης. Δε μου φαίνεται κακό. Βλέπω, ειδικά, την πλειονότητα των ανθρώπων που ασχολούνται με την τέχνη να καταπιάνονται με το γίγνεσθαι, όχι απ’ έξω και ως παρατήρηση αλλά ως τμήμα μιας πυρκαγιάς. Από τη μια, βλέπω μια γενιά λογοτεχνών να αντιστέκεται. Την ίδια γενιά, η οποία συντρίβεται υπό το βάρος της αναντιστοιχίας των δεξιοτήτων και των ταλέντων της και της δυστοπικής της καθημερινότητας. Και την βλέπω να κάνει τέχνη με αξιώσεις. Έχουμε μια πολύ καλή γενιά νέων ποιητών. Από την άλλη, ευτυχώς ή είναι μειοψηφική ή δεν την βλέπω, υπάρχει μια μεταμοντέρνα κατρακύλα φετιχισμού της ευκολίας και της τέχνης ως κενό σημαίνον. Δεν μπορώ να πω πολλά για αυτό.

Μιας και πήγαμε προς αυτά τα χωράφια: Οι δημιουργοί είναι εντελώς ιδιοτελείς αναγνώστες, όπως είπε και ο Νάσος Βαγενάς στα πρόσφατα βραβεία του Αναγνώστη. Τα «πως» της έκφρασης του λόγου δεν είναι παρά μια διαρκής συζήτηση ανάμεσα στις επιρροές μας. Στο τραπέζι λοιπόν της συζήτησης για αυτή τη συλλογή, με ποιους ποιητές και λογοτέχνες είχατε πιάσει κουβέντα;
Οι επιρροές μας επεξεργάζονται στις ειδικές συνθήκες της κάθε ξεχωριστής ζωής και υποκειμενικότητας. Οι επιρροές νοηματοδοτούνται από τη συζήτηση που προκαλούν στο μυαλό του καθενός και της καθεμιάς – καλλιτέχνη και καλλιτέχνιδας. Σα να ξαναβαπτίζονται στην κολυμπήθρα της ατομικότητας. Συνομίλησα λοιπόν με τον ελληνικό και ξένο υπερρεαλισμό και κυρίως με το Νικόλαο Καλλάς, τον Έκτορα Κακναβάτο, τη Μάτση Χατζηλαζάρου, το Μίλτο Σαχτούρη και τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Τον André Breton, τον Paul Éluard, τον Tomas Tranströmer, την Joyce Mansour. Και από τη γενιά μας, τον Θάνο Γώγο, τον Σταμάτη Πολενάκη, τη Μαρία Κουλούρη, τη Λένα Καλλέργη, τον Αλέξιο Μάινα, τον Γιώργο Πρεβεδουράκη, τον Θωμά Ιωάννου κ.α. που ξεχνάω αυτή τη στιγμή. 

Να σημειώσω εδώ πως το «Τα Τριαντάφυλλα της Μερσέδες» του Πολενάκη μου άρεσε πάρα πολύ και χάρηκα ιδιαίτερα για το βραβείο του στον Αναγνώστη: Ιδίως όταν άκουσα και την ομιλία του! Επιστρέφω όμως στην «Θάλασσα»: εννοείται πως μια συλλογή είναι μια ενότητα, μια σύνθεση, όμως δεν σου κρύβω πως στάθηκα αρκετά στο «Η πτώση του σύμπαντος». Το ποίημα καταλήγει σε μια βαθιά εκπλήρωση του έρωτα, σε αντίστιξη με την ματαίωση ή την απώλεια που συναντά κανείς στα υπόλοιπα. Ακολουθεί μάλιστα και την «Επτασία», ως αντιπαράθεση(;): «έγιναν σύντροφος και συντρόφισσα στη ζωή /πηγαίνοντας μια εκδρομή στα σύννεφα/ όπου ανακάλυψαν-για φαντάσου-/ ότι ο Θεός δεν υπήρχε». Ήδη πιο πριν είχε προοικονομηθεί η αναζήτηση για το «κουκούτσι του κόσμου», ενώ σε αυτό το ποίημα δίδεται μια λύση ολότελα διαφορετική από αυτήν στο «Βυρσοδεψείο νο.12231» όπου «και έτσι αυτός και αυτή/έμαθαν να ξελασπώνουν την αγάπη τους/αμέσως πριν την φάνε». Αναρωτιέμαι αν αυτό το ποίημα έχει μια ξεχωριστή θέση στην συλλογή των 49 [κοίτα να δεις και σύμπτωση, διαβάζω αυτήν την περίοδο την «Συλλογή των 49 στο σφυρί», του Pynchon!]. Αν όχι, η σειρά που τα διαβάζουμε είναι και η σειρά δημιουργίας τους;
Ο Σταμάτης είναι εξαιρετικός ποιητής και πολύ καλός τύπος. Τώρα για τη συλλογή, προκύπτουν, όπως σωστά λες, διαφορετικές λύσεις. Βέβαια, στο «Βυρσοδεψείο» το γεγονός ότι έμαθαν να ξελασπώνουν την αγάπη τους αμέσως πριν την φάνε, δεν στερεί την τέλεια πλήρωση του ζευγαριού, αυτή τη φορά μέσα από τη δημιουργία νέων εννοιών και νέων πρακτικών. Είναι μάλλον περισσότερο μια συζήτηση για τη νοηματοδότηση του κόσμου και τις γλωσσικές συμβάσεις. Στο βιβλίο λοιπόν αρθρώνεται μια χρονική σειρά με εξαίρεση το ποίημα «Συνθήκη μιας παρτίδας», που όμως σκόπιμα δεν μπήκε τελευταίο γιατί είναι αρκετά φορτισμένο.
Υ.Γ. Πολύ ωραίος ο Pynchon αλλά τον τελευταίο καιρό έχω πάθει Thomas Bernhardίαση! 

Μερικές φορές σκέφτομαι πως η ποίηση βρίσκεται κάπου στην κορυφή του ορεινού όγκου της λογοτεχνίας. Σε οροπέδια στη μέση της διαδρομής βρίσκεται το διήγημα, και στην βάση, έχοντας απεριόριστη «άπλα» για να διαλέξεις μονοπάτια, το μυθιστόρημα. Η ανάβαση είναι κυρίως μια διαδικασία «αφαίρεσης». Κάπου είδα πως ετοιμάζεις κάποιο μυθιστόρημα; Πόσο διαφορετική ήταν η μεθοδολογία προσέγγισής του; Τι άλλα ετοιμάζεις και, κυρίως, θα έχεις κάποια άλλη παρουσίαση της συλλογής μέσα στο καλοκαίρι;
Η ποίηση είναι η πιο δυσπρόσιτη μάλλον από τις εκδοχές του γραπτού λόγου και η ανάβαση προκύπτει όπως σωστά λες από μια διαδικασία αφαίρεσης, αφαίρεσης σε πολλά επίπεδα, και κυρίως αφαίρεσης του ορθού λόγου, ως κανονιστικό σύμπαν. Όντως ετοιμάζω ένα μυθιστόρημα, το οποίο μπορεί να καταλήξει είτε μια μεγάλη νουβέλα είτε μια μεγάλη αποτυχία. Η μεθοδολογία είναι σίγουρα διαφορετική αφού υπάρχει μια εννοιολογική συνέχεια στη γραφή, παρόλ’ αυτά παρατηρώ ότι μου βγαίνει μια ποιητικότητα στη γραφή. Να δούμε πως θα καταλήξει! Η Virginia Woolf, στα «Κύματα» και ο William Faulkner στη «Βουή και την Αντάρα» θεωρώ ότι γεφύρωσαν όμορφα την ποίηση με τον πεζό λόγο. Ετοιμάζω επίσης, μια νέα ποιητική συλλογή πιθανόν προς το τέλος του ’17 και μέσα στο καλοκαίρι λίγες διακοπές και ίσως και μια παρουσίαση σε κάποιο νησί. 

Δεν σου κρύβω ότι η συζήτηση αυτή μου έχει ανοίξει την όρεξη για συνέχεια. Ας βάλουμε όμως μια άνω τελεία. Η «Θάλασσα με τα 150 επίπεδα»: 49 ποιήματα, ο έρωτας, η Γυναίκα, η πολιτική, η ήττα και η άρνηση της ήττας, μια γενιά που μάλλον «έκανε το παν», (ανά)μετρήθηκε και τώρα καλείται να διαχειριστεί τις απώλειες, στεκόμενη πεισματικά από τη μεριά της ζωής και της ξεροκέφαλης επιμονής για την επόμενη αναμέτρηση. Αυτή είναι μια ερμηνεία – καλύτερα όμως να περιγράψεις εσύ την ταυτότητα της συλλογής, και ίσως να μας διαλέξεις κάποιον στίχο ή ποίημα! 

Στους λάκκους φτερούγιζαν τα περιστέρια
και οι λίμνες με δυσκολία κρατούσαν το νερό
ενώ τα βαπόρια άπλωναν τα σχοινιά
έπλεαν κινούμενα αστέρια
η αναποδιά δεν έστεκε
ξεχασμένη στις ρίζες των δέντρων
ίσως οι ρίζες βαστούσαν
το χειροκίνητο πλήθος
που έσκαβε τα βάθη
όλα πήγαιναν αξίνα
και οι αγαπημένοι κρεμόντουσαν τσαμπιά
από τα κλαδιά και τα φουγάρα
ο καπνός σουλάτσαρε στα πόδια τους
και οι άνθρωποι φαντάσου
είχαν σβήσει τις σκιές τους
ενώ κοιτούσαν μόνο
από κάτω τους
η πτώση ήταν αποχαιρετισμός

αν ο κόσμος αλλάζει
φαντάσου να ριζώσει

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ! 
Σε ευχαριστώ πολύ Πάνο!

Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα, του Φάνη Παπαγεωργίου
Εκδόσεις Κουκούτσι
σελ. 62

Συνέντευξη: Πάνος Τσερόλας

1
Μοιράσου το